Τα νεκροταφεία
Του Αγγελου Kαλογεροπουλου*
Η Καθημερινή, 15/1/12
Ο πολιτισμός μιας κοινωνίας φαίνεται από τα νεκροταφεία της. Δεν είναι μια δική μου παρατήρηση. Εγώ έτυχε να τη διαβάσω κάποτε στον Ν. Γ. Πεντζίκη. Αλλά η επίσκεψή μου σε κάποια νεκροταφεία της πόλης μας με έκανε ξανά να τη σκεφτώ. Δεν ενδείκνυνται τα ευφυολογήματα ενώπιον της ανθρώπινης οδύνης που προκαλεί ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου και ιδιαίτερα μιας τρυφερής ηλικίας.
Οταν στο νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου αντίκρισα τους τάφους μικρών παιδιών, που αντί του σταυρού είχαν μια μαρμάρινη καρδούλα ή το μνημείο ήταν διακοσμημένο σαν ένα διαρκές παιδικό πάρτι, ένιωσα μια συγκρατημένη απογοήτευση. Η ίδια έκπληξη με περίμενε στο νεκροταφείο της Αναστάσεως καθώς πλησίαζαν Χριστούγεννα και είδα τάφους στολισμένους αναλόγως με... αγιοβασιλάκια και άλλα παρόμοια. Θυμάμαι βέβαια και παλαιότερα κάποιο κομπολόι ή ένα πακέτο τσιγάρα, αλλά αυτό μας παρέπεμπε περισσότερο στην αρχαία συνήθεια των κτερισμάτων. Ενώ αυτός ο νεωτερισμός, που θέλει να φαιδρύνει την πένθιμη σοβαρότητα του τάφου, μας πάει αλλού.
Ποιος δεν καταλαβαίνει τον πόνο ή την παράκρουση γονέων που χάνουν το βλαστάρι τους σε τόσο τρυφερή ηλικία; Και ποιος δεν καταλαβαίνει την τραγική επιμονή των ζωντανών να μη θέλουν να παραδεχτούν τον θάνατο του αγαπημένου τους. Αλλά μια άλλου είδους πνευματική μετατόπιση έχει συμβεί όταν αυτή η παράκρουση μνημειώνεται με την παράταση εις το διηνεκές μιας ζωής που νοηματοδοτείται μόνο από την απόλαυση που μπορεί να αντλήσει από τον ενθάδε κόσμο.
Μέσα στα νεκροταφεία μπορεί κανείς να συναντήσει τάφους που θυμίζουν παιδικές χαρές, να δει να στολίζονται χριστουγεννιάτικα δέντρα, εν πάση περιπτώσει, να δει να αποβάλλεται η σοβαρότητα του μνημείου στο όνομα μιας πείσμονος εμμονής στην ενθαδικότητα. Με απλά λόγια: ο άνθρωπός μας έφυγε, αλλά εμείς επιμένουμε σαν να μην έφυγε ποτέ. Αθανασία σημαίνει να συνεχίζουμε τη ζωή όπως την ξέρουμε. Αλλά τότε γιατί το αποτέλεσμα μας φαίνεται κωμικοτραγικό;
Κωμικοτραγικό σημαίνει να βιώνεις την τραγικότητα με τέτοια επιπολαιότητα που να σε καθιστά κωμικό. Το ίδιο συμβαίνει κι εδώ.
Ο θάνατος αποδεικνύεται σωτήριος, επειδή είναι ικανός να μας αλλάξει τη ζωή. Εξ ου και η εξίσωση της φιλοσοφίας με τη μελέτη θανάτου. Ο θάνατος μας μαθαίνει τη ματαιότητα της πλεονεξίας, τη ματαιότητα της ισχύος, τη ματαιότητα της ηδονής. Και η μελέτη του θανάτου μάς επιτρέπει μιαν ουσιαστική απόφαση μιας επείγουσας αλλαγής, όπου η ζωή δεν κρίνεται από το τι έχεις αλλά από το τι είσαι.
Δεν θα μας απασχολήσουν εδώ μελέτες για το πένθος ή κοινωνιολογικές αναλύσεις σχετικά με τον θάνατο και τις σύγχρονες κοινωνίες. Θα περιοριστούμε μόνο στο καταστάλαγμα μιας διαχρονικής σοφίας, που μας λέει ότι σημασία έχει να μη στερείς από τη λύπη σου τη χαρά που της αναλογεί κι απ’ τη χαρά σου το μερίδιο της λύπης.
Αυτός λοιπόν ο πολιτισμός που ανέδειξε το «ό, τι φάμε, ό, τι πιούμε…», που ζει στις μέρες μας την πιο βαθιά του κρίση, δεν θα λυτρωθεί παρά μόνον αν αντιληφθεί ότι η απεραντοσύνη της ζωής κερδίζεται μέσα από το απύθμενο βάθος του θανάτου.
Οταν η ζωή αποσιωπά τον θάνατο ή τον μετατοπίζει σε μιαν άλλη διάσταση όπου συνεχίζει ο αγαπημένος μας να υπάρχει σαν τάχα να μη συνέβη τίποτα, τότε, ακυρώνοντας το θάνατο, ματαιώνουμε τη δυνατότητα μιας δικής μας ουσιαστικής ζωής.
Μιας ουσιαστικής ζωής μέχρι τον θάνατό μας. Ωστε και ο θάνατός μας να γίνει πηγή μιας καλής αλλοιώσεως για τη ζωή των άλλων.
* Ο κ. Αγγελος Καλογερόπουλος είναι ποιητής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου