Πέμπτη, Δεκεμβρίου 08, 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΖΩΑ

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΣΚΥΛΟΥ
[Πρώτη δημοσίευσις: "Άστυ", 10/10/ 1893]
(β)
Εξ όλων των Ιταλών αποίκων διασκεδαστικότατος ήτο βεβαίως ο πρώην γαριβαλδηνός(=του Γαριβάλδη) λοχίας Γιαμβατίστας (= ελλην. παραφθορά του ιταλικού Giambattista), ο προτιμήσας παντός άλλου το επάγγελμα σαλτιβάγκου ή θαυματοποιού, το οποίον μετήρχετο επί της πλατείας, ακριβώς αντικρύ του Λυκείου προς μεγάλην των υποτρόφων χαράν. Τον θίασον απετέλουν ο ρηθείς Γιαμβατίστας, ο δωδεκαετής
υιός του Κάρλος, και μεγαλόσωμος σγουρόσκυλος (barbet)
File:Barbet.jpg
 φέρων το όνομα Πλούτων. Τα θαύματα του θιασάρχου, αι λαθροχειρίαι πεσσών (=πούλια, πιόνια) , αι σφαιροβολίαι, αι πυραμίδες και αι καταπόσεις φλεγόντων ανθράκων (= κάρβουνων) ήσαν εκ των συνηθεστάτων, και έτι κοινότερα του υιού αυτού τα θ α ν ά σ ι μ α  π η δ ή μ α τ α (salti mortali), ο χορός μεταξύ αυγών
και αι εξαρθρώσεις. Πολύ μάλλον τούτων είλκυε την περιέργειαν και τα πεντάλεπτα των Συριανών ο σκύλος, ζητωκραυγάζων ή μάλλον κητωγαυγίζων (=γαυγίζοντας τερατωδώς) υπέρ του Γαριβάλδη, ήτοι προ πασσάλου ενδυθέντος κόκκινον χιτώνα, ή ορμών, να σπαράξη τον Ιησουίτην ή τον Ραδέσκην,
Radetzky-von-radetz.jpgτον αυτόν δηλ. πάσσαλον φέροντα μαύρον ράσον ή ασπρόχρυσον στολήν και πίλον πτερωτόν αυστριακού στρατάρχου.

Josef Graf Radetzky von Radetzki 







Ακόμη νοστιμότερος ήτον όταν όρθιος επί της τραπέζης και έχων επί κεφαλής αρχιερατικόν
διάδημα εκ χρυσοχάρτου εμιμείτο τον Πάπαν Πίον Νόννον,

Papa Pio Nonno IX

Pius ix.jpg
ευλογών διά των εμπροσθίων ποδών του τα πλήθη των πιστών, και εξ ίσου διέπρεπεν εις την λεγομένην Κ ρ ί σ ι ν τ ο υ Π ά ρ ι δ ο ς,
απονέμων αλανθάστως το μήλον ή μάλλον πορτοκάλιον εις την ωραιοτέραν εκ των προσαγομένων πλύστραν ή παραμάνναν.

Όπως οι λόγιοι συμπατριώται του μετέβαλλον εις τους στίχους των τας Συριανάς κυρίας εις αγγέλους και Ήβας, ούτω και εκείνος διά της απονομής του άθλου ανηγόρευε λαϊκάς Αφροδίτας. Αλλά προ πάντων αλησμόνητος ήτο όταν, βαδίζων επί των οπισθίων ποδών και κρατών μεταξύ των οδόντων μικρόν δίσκον, περιήρχετο μετά το τέλος της παραστάσεως τας τάξεις των θεατών ταπεινώς υποκλινόμενος προ εκάστου και έπειτα προσηλώνων επ' αυτού ανεκφράστου γλυκύτητος επαιτικόν (=ζητιάνου)  βλέμμα. Κάλλιστα δε γνωρίζων πόσον υπό των μαθητών ηγαπάτο, ευθύς μετά την περιφοράν του δίσκου εις την πλατείαν,εισώρμα εις το Λύκειον, εύθυμος και θορυβώδης, αν διεσκεδάζομεν εις την αυλήν ή τους διαδρόμους, άφωνος, αιδήμων (=ντροπαλός)  και συνεσταλμένος αν ευρισκόμεθα εις των παραδόσεων τας αιθούσας, Ημέραν εν τούτοις τινά ο διδάσκαλος της Κατηχήσεως, ο τότε απλούς ιερεύς και έπειτα
επίσκοπος Χαλκίδος αοίδιμος Δαβίδ Μολοχάδης, μη γνωρίζων τον εισερχόμενον ήγειρε την ράβδον του να τον αποδιώξη. Αλλά πριν η ράβδος καταπέση, συνηντήθησαν του καλού ιερέως και του καλού σκύλου οι οφθαλμοί και αποτέλεσμα της συναντήσεως εκείνης, ήσαν η απόθεσις της ράβδου και η προσθήκη πενταλέπτου εις τον έρανον των
μαθητών. [140] Ούτοι διεσκέδαζον ενίοτε υποβάλλοντες την ακεραιότητα του Πλούτωνος εις δεινήν αληθώς δοκιμασίαν. Αντί χαλκίνου κέρματος εις τον δίσκον επρόσφερον εις αυτόν κατά γης τεμάχιον άρτου, κουλούραν ή και κατημέρι (=πίτα με φύλλο, σε σχήμα κουλουριού). Αλλ' εις ποίον άρα ανήκε το ούτω προσφερόμενον, εις τον θίασον ως τα πεντάλεπτα εταιρικώς, ή τον εισπράκτορα προσωπικώς; Τούτο ήτο τουλάχιστον αμφίβολον. Το τίμιον όμως τετράποδον, αντί να λύση αυθαιρέτως το ζήτημα υπέρ εαυτού, καταβροχθίζον το προσφερόμενον, έθετε κατά γης τον δίσκον, επρόσθετεν εις τα νομίσματα την εις είδος προσφοράν, ελάμβανε και
πάλιν εις το στόμα τον δίσκον, και έτρεχε να παραδώση ακέραιον το περιεχόμενον αυτού εις τους κυρίους του. Η τοιαύτη διαγωγή ήτο τόσον μάλλον αξιοθαύμαστος, καθ' όσον ουδεμία υπήρχε βεβαιότης, ότι θα ημείβετο λαμβάνον όλα τα φαγώσιμα. Οι θαυματοποιοί υπερηγάπων βεβαίως τον σκύλον των, αλλά και δεν έτρωγαν ή
τουλάχιστον δεν εχόρταιναν οι ίδιοι καθ' ημέραν.

Υπήρχον εν τούτοις καί τινες κατ' έτος ημέραι, κατά τας οποίας όχι μόνον έτρωγαν αλλά και έπιναν οι Ιταλοί μέχρι κόρου, πανηγυρίζοντες διά συμποσίου την επέτειον επαναστατικού τινος
κατορθώματος. Αφθόνως τότε έρρεεν ο οίνος της Σαντορίνης, ο μόνος εκ των Ελληνικών ενθυμίζων εις τους εξορίστους της πατρίδος των το
γλυκύ δ ά κ ρ υ ο ν   τ ο υ Χ ρ ι σ τ ο ύ ή το βαρύ νέκταρ της Μαρσάλας.
Εκ τοιαύτης επιστρέφων ημέραν τινά υπερεύθυμος ευωχίας απεδύθη εις την συνήθη επί της πλατείας παράστασιν ο Γιαμβατίστας, και κατά κακήν του τύχην δεν παρέλειψε την πυραμίδα. Αύτη αποτελείται, ως πάντες γνωρίζουσιν, εκ στιβάδος παντοίων αλλεπαλλήλων σκευών, τραπεζίων, καθισμάτων, βαρελιών, σταμνίων και φιαλών και την επί της κορυφής πάντων τούτων ανύψωσιν ως αγάλματος του θαυματοποιού. Των πυραμίδων τούτων η στερεότης δεν είνε ακριβώς όση και η των αιγυπτιακών, και πολλή απαιτείται παρά του
αναβατού ασφάλεια πατήματος και προσοχή προς διατήρησιν της ασταθούς αυτού ισορροπίας. Ταύτην καθίστανον την ημέραν εκείνην οι
ατμοί του θηραϊκού οίνου έτι ασταθεστέραν. Και κατώρθωσε μεν ο Γιαμβατίστας ν' ακινητήση επί τινας στιγμάς επί του υψηλού αυτού βάθρου, αλλ' αίφνης, ενώ εσταύρωσεν επί του στήθους τας χείρας προς απομίμησιν του Βοναπάρτε, το όλον οικοδόμημα εσείσθη και κατέπεσε μετά φοβερού πατάγου, του οποίου υπερείχεν ο οξύτερος
ήχος των συντριβομένων υαλίων. Οι θεαταί επίστευσαν κατ' αρχάς ότι περιείχετο και ο σεισμός ούτος εις το πρόγραμμα της παραστάσεως. Η ζημία δυστυχώς ήτο πραγματική και πολύ ανωτέρα της εν αρχήυπολογισθείσης. Πλην των σταμνίων και φιαλών είχον σπάση κατά την
πτώσιν και αμφότερα τα οστά της κνήμης του δυστυχούς σχοινοβάτου, τον οποίον θέσαντες οι προσδραμόντες κλητήρες εντός φορείου
μετεκόμισαν εις το νοσοκομείον, ακολουθούμενον υπό του οδυρομένου Κάρλου και του Πλούτωνος, του οποίου δεν εφαίνετο μικρότερα η άφωνος λύπη. Ο τότε αρχίατρος του Συριανού νοσοκομείου ήτο όχι μόνον καλός χειρουργός, αλλά και κάλλιστος άνθρωπος. Ευσπλαγχνισθείς τους αθλίους εκείνους, εφιλοξένησε πλην του
παθόντος εις το κατάστημα τον υιόν του και τον σκύλον.

Το διπλούν κάταγμα του θαυματοποιού απεδείχθη ανεπίδεκτον συγκολλήσεως και επεβάλλετο αναποδράστως της κνήμης η αποκοπή. Ο αιθήρ, το χλωροφόρμιον και αυτή η διά του ψύχους τοπική αναισθησία δεν ήσαν ακόμη συνήθη εν Σύρω κατά την εποχήν εκείνην, ο δε παθών έπρεπε να υπομείνη αμείωτον της εγχειρήσεως την οδύνην. Πριν ή προβή εις ταύτην, διέταξεν ο ιατρός εκ φόβου συγκινήσεως την απομάκρυνσιν του υιού του ακρωτηριαζομένου, κατά παράκλησιν όμως αυτού έστερξε να μείνη ο σκύλος. Ο σχοινοβάτης περιβαλών διά του βραχίονος την ουλότριχα (=σγουρομάλλα)  κεφαλήν του πιστού συντρόφου του, εστήριζεν αυτήν εις την ιδικήν του, και ευθύς έπειτα ήρχισε της μαχαίρας και του πρίονος η εργασία. Οι εκ της οξύτητος του πόνου στεναγμοί του ακρωτηριαζομένου ηρέθιζον τον Πλούτωνα, μη δυνάμενον να μαντεύση διά τίνα λόγον εβασάνιζαν τον αυθέντην του τόσον σκληρώς. Ότε δε κατά τό τέλος της εγχειρήσεως ελιποθύμησεν ούτος εκ της αφθόνου του αίματος
ροής, απομείνας ο σκύλος ελεύθερος ώρμησε να τον εκδικήση, δαγκάνων τον γυμνόν βραχίονα του χειρουργού. Αλλ' ούτος ήτο, ως είπομεν, αγαθότατος άνθρωπος. Αντί να θυμώση έσπευσε να αναχαιτίση τους προς επίδειξιν ζήλου κακοποιούντα τον Πλούτωνα νοσοκόμους, διατάξας ν' αφεθή ανενόχλητος παρά την κλίνην του κυρίου του.
Εις την αυτήν του νοσοκομείου αίθουσαν έτυχε να παραμένη προς τελείαν ανάρρωσιν και άλλος Ιταλός, πλανόδιος εκριζωτής οδόντων και πωλητής μαγικών φίλτρων, μετερχόμενος το εμπόριον του εις τα χωρία όπου ευκολωτέρα ήτο η εύρεσις αγοραστών πανάκειας (=σίλφιου) και αγαποχόρτου (= αμάραντου). Ο αγύρτης ούτος, κάλλιστα γνωρίζων την δεκαροσυλλεκτικήν του Πλούτωνος ικανότητα, εσκέφθη εν τω πλήθει της ασυνειδησίας του να στερήση της μόνης του παρηγορίας τον ηκρωτηριασμένον αυτού συμπατριώτην. Ωφελούμενος εκ της απουσίας του νέου Κάρλου, τοποθετηθέντος διά συστάσεως του ιατρού εις ικανώς απέχον βαφείον, ησχολήθη διά παντοίων περιποιήσεων να ελκύση του σκύλου την εμπιστοσύνην, την δε ημέραν της εξόδου του εκ του νοσοκομείου κατώρθωσε να προπεμφθή παρ' αυτού μέχρι της άκρας της οδού. Εκεί όμως επέμεινεν ο Πλούτων να τον αποχαιρετήση,
ούτε διά θωπειών ούτε διά της επιδείξεως ορεκτικού αλλάντος (=σαλαμιού) πειθόμενος να προβή περαιτέρω. Αποτυχούσης της αποπείρας
διαφθοράς, ηναγκάσθη ο άρπαξ να καταφύγη εις την χρήσιν σχοινιού, διά του οποίου παρέσυρε το ταλαίπωρον ζώον, οτέ μεν θορυβωδώς
διαμαρτυρόμενον, οτέ δε κινδυνεύον διά της αντιστάσεως αυτού να πνιγή, Καθ' οδόν έτυχε να συναντήση νοσοκόμον, εις τον οποίον διηγήθη ότι αγοράσας παρά του κυρίου του τον σκύλον, είχε δικαίωμα να τον συμπαραλάβη και άκοντα εις τα Χρούσα (=οικισμός της Σύρου).
Η εκ της στερήσεως του συντρόφου του λύπη και η εκ της πρώην κακής διαίτης δυσκρασία (=κακή κατάσταση)  τοσούτον εδείνωσαν την κατάστασιν του δυστυχούς θαυματοποιού, ώστε ερχόμενος πρωίαν τινά ο υιός του να τον επισκεφθή εύρε την κλίνην κενήν και τον πατέρα του εντός φερέτρουέτοιμον προς μετακόμισιν εις την τελευταίαν του κατοικίαν.

Οκτώ μετά την απαγωγήν του ημέρας και δυο ώρας μετά την εκφοράν του νεκρού, ο Πλούτων, όστις είχε κατορθώση να δραπετεύση από τά Χρούσα
έξεεν επιμόνως την εξώθυραν του νοσοκομείου. Ταύτην ήνοιξε δυστυχώς εις αυτόν αντί του θυρωρού τελειόφοιτος της ιατρικής σχολής, προληφθείς ως βοηθός του χειρουργού. Ο αποτρόπαιος εκείνος άνθρωπος ησχολείτο προς διαβόησιν του ονόματός του εις πειράματα ζωντοτομίας, της συνισταμένης, ως γνωστόν, εις την αντί πτώματος ανατομήν ζωντανού θύματος προς επισκόπησιν της λειτουργίας, τών εσωτερικών του οργάνων, της κινήσεως των μυώνων και των αποτελεσμάτων της τομής του νεύρου ή της εξαιρέσεως εγκεφαλικού λοβού. Αι θηριωδίαι αύται ενδέχεται μεν να είνε χρήσιμοι εις τους σπουδαστάς, αλλ' εξ αρχής επροκάλεσαν και εξακολουθούσι προκαλούσαι την αγανάκτησιν και τας διαμαρτυρήσεις πάντων των εχόντων σπλάγχνα.
Η θέα του καλού εκείνου ζώου, ασθμαίνοντος εκ του μακρού δρόμου,του σείοντος την ουράν και με ανθρώπινον βλέμμα ικετεύοντος να του ανοιχθή η θύρα της αιθούσης, όπου υπέθετεν ακόμη ευρισκόμενον τον αυθέντην του, δεν ίσχυσε να μαλάξη την λιθίνην του ζωοτόμου καρδίαν. Συλλαβών τον ανύποπτον Πλούτωνα και δέσας αυτόν επι της ανατομικής τραπέζης, ήρχισε να κρεουργή τάς σάρκας του ανηλεώς.
Ενώ εις τοιαύτην παρεδίδετο διασκέδασιν, επέστρεφεν ο Κάρλος εις το νοσοκομείον προς παραλαβήν της πενιχράς πατρικής κληρονομιάς,
ήτοι δέματος θεατρικών ενδυμάτων. Ο εκ της μαχαίρας πόνος και η αίσθησις της προσεγγίσεως του νεαρού κυρίου του μετέδωκαν εις τον
Πλούτωνα δυνάμεις ικανάς να συντρίψη τα δεσμά του και να προβάλη κάτωθεν της θύρας τον δασύμαλλον αυτού πόδα καταιματωμένον.
Σπαραξικάρδιος αντήχησε τότε η δυωδία του προ της κλειστής θύρας κλαίοντος παιδιού και του όπισθεν αυτής γοερώς υλακτούντος σκύλου.
Ο θόρυβος εκείνος προσείλκυσε τον ιατρόν, εις του οποίου το βροντοφώνημα ηναγκάσθη ο ζωοτόμος να υπακούση, ανοίγων την θύραν. Ο Πλούτων εχύθη εις τας αγκάλας του ορφανού, ο δε ιατρός επέδειξε και πάλιν την αγαθότητα της ψυχής του, δις πτύσας εις το πρόσωπον του βδελυρού δημίου και έπειτα περιδέσας μετά πάσης επιμελείας τας
χαινούσας του θύματος πληγάς, εις το οποίον διέταξε να προσφέρωσι πινάκιον γάλακτος και να το αφήσωσιν έπειτα να ησυχάση.
Αδύνατον όμως ήτο να εύρη ο Πλούτων ησυχίαν προ της ανευρέσεως και του πρεσβυτέρου του κυρίου. Ευθύς ως έμεινε μόνος, ωρθώθη επί των
κλονουμένων ποδών του και έσπευσεν εις το θεραπευτήριον και εκείθεν εις την μικράν υπόστεγον αυλήν, όπου απεθέτοντο μέχρι της
εκφοράς των οι αποθανόντες. Οδηγόν έχων την αλάνθαστον ρίνα του και οτέ μεν την γην, οτέ δε τον άνεμον οσφραινόμενος, κατώρθωσε ν' ανεύρη και ν' ακολουθήση την οδόν προς το νεκροταφείον. Η ελεεινή εν τούτοις και αλλόκοτος όψις του τυλιγμένου εις αιμοβαφή πανία εκείνου σκύλου εκίνει την περιέργειαν των διαβατών και εξήγειρε την ασυνείδητον παιδικήν ωμότητα των αγυιοπαίδων (=αλητόπαιδων), οίτινες έτρεχον κατόπιν αυτού κραυγάζοντες και λιθοβολούντες. Την ώραν εκείνην εξελθόντες οι μαθηταί του Λυκείου εις τον συνήθη εσπερινόν
περίπατον ανήρχοντο εν στρατιωτική παρατάξει τον ανήφορον της Άνω Σύρου. Αι τάξεις διεσπάσθησαν αμέσως και πάντες ετρέξαμεν εις
βοήθειαν του κινδυνεύοντος φίλου μας, ενώ επρόβαλε πνευστιών (=λαχανιασμένος) ο Κάρλος εξ άλλης οδού. Αλλ' ήτο πλέον αργά. Ο Πλούτων, του οποίου εξήντλησαν τας τελευταίας δυνάμεις η ορμή του δρόμου, ο τρόμος και οι λιθοβολισμοί, κατέπεσε πλησίον της πύλης του νεκροταφείου,
μόλις που φθάσας να γλείψη τας χείρας του παιδιού πριν ή εκπνεύση προ των γονάτων του.
Συλλέξαντες δι' εράνου τρεις δραχμάς κατεπείσαμεν δι' αυτών τον νεκροθάπτην ν' αποθέση το λείψανον του Πλούτωνος εις λάκκον
σκαφέντα πλησίον του νεκροταφείου, αφού αδύνατον ήτο να ταφή εντός αυτού διά τον λόγον ότι είχε τεσσάρας πόδας. Πολλάκις έκτοτε
αναγινώσκων όσα γράφονται περί μελλούσης ζωής έτυχε να σκεφθώ ότι, αν αληθεύη γνώμη των πιστευόντων ότι δεν επιζή εις το σώμα πάσα
ψυχή, αλλά μόνη η πίστις, η αφοσίωσις, η αυταπάρνησις και η αγάπη βραβεύονται εις τας αιωνίους μονάς, πολύ πιθανώτερον παρά πολλών
μεταστάντων γνωρίμων φίλων μου είνε να ευρίσκεται εκεί η ψυχή του καλού εκείνου σκύλου.

( Εφημερίς «Άστυ», 10 Οκτωβρίου 1893).


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ S11E06: ΨΩΜΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Δεν έχουμε χούντα. Δεν έχουμε χούντα. Δεν έχουμε χούντα. Επειδή ξέρουμε ότι θα μας υπενθυμίσετε πολλές φορές ότι δεν έχουμε χούντα, το λέμε ...