Kώστας Καρυωτάκης
(1896-1928)
Tι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ' τ' όνειρο και κείθε από τη γη!
Όταν απομακρύθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.
Mε μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νιώθουμε τ' άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.
H ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Kι είμαστε νέοι, πολύ
νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ' ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι να 'χουμε, τι να 'χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ' έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!
Κώστας Καρυωτάκης , Ποιήματα και Πεζά, Εκδ. Ερμής 1972.
*
ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΣΚΟΝΗΣ
ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΣΚΟΝΗΣ
30. Ρ.S.
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗ
Βιογραφία του Καρυωτάκη δεν έχουμε, μολονότι «ο νεκρός της Πρεβέζης» θα δελέαζε κάθε pulp μυθιστοριογράφο... Χάρη στον αείμνηστο Γ.Π. Σαββίδη, στη Μαριλίζα Μητσού και στη Νανώ Χατζιδάκι, έχουμε μόνο Χρονογραφία Κ. Γ. Καρυωτάκη, όπου ο βίος του Καρυωτάκη αποστειρώνεται από το μυθιστόρημα και καταγράφονται απλώς τα «στοιχεία» του, πολύ διακριτικά. Ετσι συντηρήθηκε η ελπίδα ότι, κατ' εξαίρεσιν, η έμφαση θα μετατοπιζόταν στο έργο του Καρυωτάκη, όταν ερχόταν η ώρα...
Λοιπόν, προ ετών φάνηκε πως η ώρα ήρθε -αλλά ήρθε εις μάτην. Η ασήμαντη ζωή μεταφράστηκε σε ασημαντολογία επί του Εργου... Νεότεροι, εμβριθέστεροι μελετητές άρχισαν να μιλάνε γύρω από τον Καρυωτάκη όπως γύρω από ένα πτώμα: να σχεδιάζουν με κιμωλία το περίγραμμα του Εργου.
Αντί να συντηρήσω τη φρούδα ελπίδα ότι το pulp θα αποφευχθεί (το pulp που άρχιζε, αντιθέτως, να επιμολύνει το Εργο), προσπάθησα να φανταστώ πώς θα διαβαζόταν σήμερα, ερήμην των συγγραφέων της, η διακριτική εκείνη Χρονογραφία: να «αποσυμπιέσω» το σχετικό με την αυτοκτονία απόσπασμά της, ώστε να μπορέσει να εργαστεί βαθύτερα, ψιλοδουλεύοντας και με λόγια νήματα (όχι μόνο με μελοδραματικά συν ολίγους στίχους), ο επικείμενος βιογράφος του απρόσεκτου Κωστή -που Κύριος οίδε τι ωχρό άρπαξε όταν τον δέχτηκε κάποια λαίδη τρυφερά και τον ξετίναξε, ερήμην των υπηρετών, μιαν ολόκληρη μέρα...
Στις 21 Ιουλίου λοιπόν, πριν από 80 χρόνια (ανοίγω τη Χρονογραφία), γύρω στις 5 μ.μ., ο Καρυωτάκης «πληρώνει τον καφέ του [διηγείται ένας εκ των συγγραφέων της Χρονογραφίας], και πηγαίνει στην παραλιακή τοποθεσία "γιος Σπυρίδων". Κάτω από έναν ευκάλυπτο [τώρα διηγείται, υποθέτω, ο παλιός του φίλος, ο Σακελλαριάδης] ξαπλώνεται, με το αριστερό του χέρι -για να μην αστοχήσει- βρίσκει το μέρος της καρδιάς, και με το άλλο τραβάει τη σκανδάλη». Κενό.
Αποσυμπιέζω: «πληρώνει τον καφέ του»... Απ' την άποψη του στυλ, αυτή είναι η πιο κρίσιμη λεπτομέρεια: 5 το απόγευμα, Ιούλιος μήνας, πίνει κάποιος καφέ για ν' αποτινάξει τη νάρκη της σιέστας (ξεκουράστηκε, ανακτά τη διαύγειά του, ζωηρεύει) ή απλώς χαζεύει (έχει καιρό, απεριόριστο καιρό)... Τι ειρωνεία! Μπορεί όμως και να τον πίνει μηχανικά, κάτι θα σκέπτεται, γράφει (πάντα γράφουν οι συγγραφείς), «καπνίζοντας τσιγάρα τό 'να κοντά στ' άλλο, αυτός που σπάνια κάπνιζε» (διότι το τσιγάρο βλάπτει σοβαρά την υγεία, κι άλλωστε δεν χρησιμεύει σε τίποτα, σπαταλιέται, γίνεται καπνός)· τελοσπάντων κάποτε πληρώνει... Δηλαδή; Τι πληρώνει; Πληρώνει τον καφέ. «Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους». Δίνει το νόμισμα για να διαβεί τον Αχέροντα. Καταβάλλει τον οβολό του στην ευπρέπεια, δεν είναι σωστό ν' αφήνουμε χρέη. Πληρώνει για να ξοφλήσει με τα εγκόσμια -όπως ο Σωκράτης έστειλε στον Ασκληπιό έναν κόκκορα....
Τελοσπάντων κάποτε γράφει και πληρώνει. Κενό -αλλά τι κενό! Στο κέντρο του έχει γραφεί το Τελευταίο Γράμμα: «...εδερνόμουν με τα κύματα... το στόμα μου» (προσοχή! όχι το σώμα μου) «ανέβαινε στην επιφάνεια...». Οσοι έχουν νιονιό, διακρίνουν το μάταιο κάλλος των φράσεων, βλέπουν μια πλήρη τελετουργία, τα επινίκια της γραφής, να σκηνοθετείται γύρω από τον καφετζή «Νιόνιο Καλλίνικο». Κενό. Στην προηγούμενη σελίδα μάθαμε ότι το καφενείο ονομάζεται «Ο ουράνιος κήπος».
Θα δούμε τον Καρυωτάκη (αργότερα, μα ήδη ο χρόνος τελειώνει, εξού και το πέρασμά του δηλώνεται μ' ένα απλό κόμμα, βαλμένο λάθος: «τον καφέ του, κόμμα, και πηγαίνει»), θα τον δούμε να «πηγαίνει στην παραλιακή τοποθεσία "γιος Σπυρίδων"»... Βοήθειά μας! Ομως ήδη ο ουράνιος κήπος μάς είχε προϊδεάσει. Θα δούμε λοιπόν τον Καρυωτάκη, εντός πια των άλλων, των ανωφερών εισαγωγικών - μιας αφήγησης μες στην αφήγηση, όπως ο σίδηρος μες στη φακή, αλλά και μιας ένδειξης απουσίας του αφηγητή: Τώρα πια τον αυτόχειρα δεν τον βλέπει κανείς, θα πρέπει ο συγγραφέας-ιατροδικαστής ν' ανασυγκρότησε τις χειρονομίες από τη στάση στην οποία πάγωσε το σώμα... Θα τον δούμε λοιπόν να «ξαπλώνεται», όχι να ξαπλώνει, να ξαπλώνεται σπρωγμένος από κάτι ή για ν' αράξει, να «βρίσκει το μέρος της καρδιάς με το αριστερό του χέρι για να μην αστοχήσει» (α, γι' αυτό! δεν είχε ταχυπαλμία, δεν έψαχνε σε εσωτερική τσέπη) και με το άλλο να κατεβάζει αργά το μεταξωτό της εσώρουχο...
Οχι, αυτό είναι από άλλο pulp. Εδώ, «τραβάει τη σκανδάλη». Κενό.
Απομένει ο ευκάλυπτος· απομένει εκτός μυθιστορήματος, εννοώ... Ο ευκάλυπτος: που δεν είμαστε καν σίγουροι αν ήταν ευκάλυπτος (η βιβλιογραφία αποκαλύπτει διιστάμενες απόψεις)· όμως θα θρόιζε σαν τα μετάξια που κρυφοκοίταζε ο Αγρας και ο Εμπειρίκος κατάλαβε το νόημά του... Ο ευκάλυπτος: που, ό,τι δέντρο κι αν ήταν, κάλυψε απαλά το σώμα, προφυλάσσοντάς το απ' τη βροχή φώτων των realities· και πήρε τον ψίθυρο του Εργου μακριά από τον συρφετό μπανιστιρτζήδων και φτηνών μιμητών: εδώ, στις αλέες όπου, απωθημένοι από τον ίδιο συρφετό, βγήκαμε να πάρουμε αέρα κι όπου, όπως «κάθε φορά που η ελληνική ποίηση απελπίζεται, δηλαδή κάθε φορά που γίνεται ποίηση, ο Καρυωτάκης είναι εξακολουθητικά παρών» (Βύρων Λεοντάρης).
Λοιπόν, προ ετών φάνηκε πως η ώρα ήρθε -αλλά ήρθε εις μάτην. Η ασήμαντη ζωή μεταφράστηκε σε ασημαντολογία επί του Εργου... Νεότεροι, εμβριθέστεροι μελετητές άρχισαν να μιλάνε γύρω από τον Καρυωτάκη όπως γύρω από ένα πτώμα: να σχεδιάζουν με κιμωλία το περίγραμμα του Εργου.
Αντί να συντηρήσω τη φρούδα ελπίδα ότι το pulp θα αποφευχθεί (το pulp που άρχιζε, αντιθέτως, να επιμολύνει το Εργο), προσπάθησα να φανταστώ πώς θα διαβαζόταν σήμερα, ερήμην των συγγραφέων της, η διακριτική εκείνη Χρονογραφία: να «αποσυμπιέσω» το σχετικό με την αυτοκτονία απόσπασμά της, ώστε να μπορέσει να εργαστεί βαθύτερα, ψιλοδουλεύοντας και με λόγια νήματα (όχι μόνο με μελοδραματικά συν ολίγους στίχους), ο επικείμενος βιογράφος του απρόσεκτου Κωστή -που Κύριος οίδε τι ωχρό άρπαξε όταν τον δέχτηκε κάποια λαίδη τρυφερά και τον ξετίναξε, ερήμην των υπηρετών, μιαν ολόκληρη μέρα...
Στις 21 Ιουλίου λοιπόν, πριν από 80 χρόνια (ανοίγω τη Χρονογραφία), γύρω στις 5 μ.μ., ο Καρυωτάκης «πληρώνει τον καφέ του [διηγείται ένας εκ των συγγραφέων της Χρονογραφίας], και πηγαίνει στην παραλιακή τοποθεσία "γιος Σπυρίδων". Κάτω από έναν ευκάλυπτο [τώρα διηγείται, υποθέτω, ο παλιός του φίλος, ο Σακελλαριάδης] ξαπλώνεται, με το αριστερό του χέρι -για να μην αστοχήσει- βρίσκει το μέρος της καρδιάς, και με το άλλο τραβάει τη σκανδάλη». Κενό.
Αποσυμπιέζω: «πληρώνει τον καφέ του»... Απ' την άποψη του στυλ, αυτή είναι η πιο κρίσιμη λεπτομέρεια: 5 το απόγευμα, Ιούλιος μήνας, πίνει κάποιος καφέ για ν' αποτινάξει τη νάρκη της σιέστας (ξεκουράστηκε, ανακτά τη διαύγειά του, ζωηρεύει) ή απλώς χαζεύει (έχει καιρό, απεριόριστο καιρό)... Τι ειρωνεία! Μπορεί όμως και να τον πίνει μηχανικά, κάτι θα σκέπτεται, γράφει (πάντα γράφουν οι συγγραφείς), «καπνίζοντας τσιγάρα τό 'να κοντά στ' άλλο, αυτός που σπάνια κάπνιζε» (διότι το τσιγάρο βλάπτει σοβαρά την υγεία, κι άλλωστε δεν χρησιμεύει σε τίποτα, σπαταλιέται, γίνεται καπνός)· τελοσπάντων κάποτε πληρώνει... Δηλαδή; Τι πληρώνει; Πληρώνει τον καφέ. «Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους». Δίνει το νόμισμα για να διαβεί τον Αχέροντα. Καταβάλλει τον οβολό του στην ευπρέπεια, δεν είναι σωστό ν' αφήνουμε χρέη. Πληρώνει για να ξοφλήσει με τα εγκόσμια -όπως ο Σωκράτης έστειλε στον Ασκληπιό έναν κόκκορα....
Τελοσπάντων κάποτε γράφει και πληρώνει. Κενό -αλλά τι κενό! Στο κέντρο του έχει γραφεί το Τελευταίο Γράμμα: «...εδερνόμουν με τα κύματα... το στόμα μου» (προσοχή! όχι το σώμα μου) «ανέβαινε στην επιφάνεια...». Οσοι έχουν νιονιό, διακρίνουν το μάταιο κάλλος των φράσεων, βλέπουν μια πλήρη τελετουργία, τα επινίκια της γραφής, να σκηνοθετείται γύρω από τον καφετζή «Νιόνιο Καλλίνικο». Κενό. Στην προηγούμενη σελίδα μάθαμε ότι το καφενείο ονομάζεται «Ο ουράνιος κήπος».
Θα δούμε τον Καρυωτάκη (αργότερα, μα ήδη ο χρόνος τελειώνει, εξού και το πέρασμά του δηλώνεται μ' ένα απλό κόμμα, βαλμένο λάθος: «τον καφέ του, κόμμα, και πηγαίνει»), θα τον δούμε να «πηγαίνει στην παραλιακή τοποθεσία "γιος Σπυρίδων"»... Βοήθειά μας! Ομως ήδη ο ουράνιος κήπος μάς είχε προϊδεάσει. Θα δούμε λοιπόν τον Καρυωτάκη, εντός πια των άλλων, των ανωφερών εισαγωγικών - μιας αφήγησης μες στην αφήγηση, όπως ο σίδηρος μες στη φακή, αλλά και μιας ένδειξης απουσίας του αφηγητή: Τώρα πια τον αυτόχειρα δεν τον βλέπει κανείς, θα πρέπει ο συγγραφέας-ιατροδικαστής ν' ανασυγκρότησε τις χειρονομίες από τη στάση στην οποία πάγωσε το σώμα... Θα τον δούμε λοιπόν να «ξαπλώνεται», όχι να ξαπλώνει, να ξαπλώνεται σπρωγμένος από κάτι ή για ν' αράξει, να «βρίσκει το μέρος της καρδιάς με το αριστερό του χέρι για να μην αστοχήσει» (α, γι' αυτό! δεν είχε ταχυπαλμία, δεν έψαχνε σε εσωτερική τσέπη) και με το άλλο να κατεβάζει αργά το μεταξωτό της εσώρουχο...
Οχι, αυτό είναι από άλλο pulp. Εδώ, «τραβάει τη σκανδάλη». Κενό.
Απομένει ο ευκάλυπτος· απομένει εκτός μυθιστορήματος, εννοώ... Ο ευκάλυπτος: που δεν είμαστε καν σίγουροι αν ήταν ευκάλυπτος (η βιβλιογραφία αποκαλύπτει διιστάμενες απόψεις)· όμως θα θρόιζε σαν τα μετάξια που κρυφοκοίταζε ο Αγρας και ο Εμπειρίκος κατάλαβε το νόημά του... Ο ευκάλυπτος: που, ό,τι δέντρο κι αν ήταν, κάλυψε απαλά το σώμα, προφυλάσσοντάς το απ' τη βροχή φώτων των realities· και πήρε τον ψίθυρο του Εργου μακριά από τον συρφετό μπανιστιρτζήδων και φτηνών μιμητών: εδώ, στις αλέες όπου, απωθημένοι από τον ίδιο συρφετό, βγήκαμε να πάρουμε αέρα κι όπου, όπως «κάθε φορά που η ελληνική ποίηση απελπίζεται, δηλαδή κάθε φορά που γίνεται ποίηση, ο Καρυωτάκης είναι εξακολουθητικά παρών» (Βύρων Λεοντάρης).
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 10/10/2008
***********
Tomorrow I’m gonna leave a bird on your grave
And say a little prayer for you
Kyle says you’ve been dead for a couple of months
And I’ve been thinking your still here my friend
And I still have your songs in my head
And your face engraved into the glass of me
Tomorrow I’m gonna leave a bird on your grave
And say a little prayer for thee
And he misses you when you’re gone
When you’re gone, you’re gone
Tomorrow I’m gonna leave a bird on your grave
With a note and I’m hoping it will last for days
Faded from flesh they put flowers on your grave
With a great box of cedar where they buried you

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου