ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ*
Côte d’Azur
,.
.
Μπαρ Saint Tropez d’amour
Gitanes και ουίσκι
Νέφος καπνού και πορφυρά κορίτσια
Μια μεθυσμένη κρεολή θυμάται
Σ’ ένα ρημάδι φύτρωσα μου λέει
Μεγάλωσα σε παγερούς διαδρόμους
Στο βάθος βλέπω μόνον άσπρους τοίχους
Μια μοναχή προσεύχεται στο ημίφως
Ένας καμπούρης θυρωρός κλειδώνει
Ξάφνου πηδώ τον φράχτη και τον φόβο
Μέλλοντα ζοφερά με καταπίνουν
Πολλά φανάρια μ’ έχουν οδηγήσει
πολλά σημάδια ναυτικών γνωρίζω
πολλών πλανόδιων πωλητών μασχάλες
Παντού καπνός και νυχτωμένοι δρόμοι
κι η μοναξιά σαν το βρεγμένο ρούχο
Νυχτερινό κλωστήριο το μυαλό μου
χτυπούν νερά τα χτένια τής ψυχής μου
σπάζουν οι αρμοί και φως με κατακλύζει
Διακρίνετε στο βάθος τις καμπάνες;
Το Ave Maria των πεφορτισμένων
Η Παναγία τής Λούρδης επιστρέφει
διασχίζοντας απέραντες εκτάσεις
σε βάθη σκοτεινών χιλιομέτρων
Γιατί κι η μοίρα κάποτε αστοχεί
Γιατί κι η νύχτα κάποτε
φωτίζει
Gitanes και ουίσκι
Νέφος καπνού και πορφυρά κορίτσια
Μια μεθυσμένη κρεολή θυμάται
Σ’ ένα ρημάδι φύτρωσα μου λέει
Μεγάλωσα σε παγερούς διαδρόμους
Στο βάθος βλέπω μόνον άσπρους τοίχους
Μια μοναχή προσεύχεται στο ημίφως
Ένας καμπούρης θυρωρός κλειδώνει
Ξάφνου πηδώ τον φράχτη και τον φόβο
Μέλλοντα ζοφερά με καταπίνουν
Πολλά φανάρια μ’ έχουν οδηγήσει
πολλά σημάδια ναυτικών γνωρίζω
πολλών πλανόδιων πωλητών μασχάλες
Παντού καπνός και νυχτωμένοι δρόμοι
κι η μοναξιά σαν το βρεγμένο ρούχο
Νυχτερινό κλωστήριο το μυαλό μου
χτυπούν νερά τα χτένια τής ψυχής μου
σπάζουν οι αρμοί και φως με κατακλύζει
Διακρίνετε στο βάθος τις καμπάνες;
Το Ave Maria των πεφορτισμένων
Η Παναγία τής Λούρδης επιστρέφει
διασχίζοντας απέραντες εκτάσεις
σε βάθη σκοτεινών χιλιομέτρων
Γιατί κι η μοίρα κάποτε αστοχεί
Γιατί κι η νύχτα κάποτε
φωτίζει
Υπήρξε, 1999
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|