Τρίτη, Δεκεμβρίου 22, 2015

Κλασικά διηγήματα

Το Άναμμα Φωτιάς (To Build A Fire) 
 Τζακ Λόντον (Jack London*) 
Μετάφραση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης





Διήγημα που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό The Century Magazine, τόμος 5, Αύγουστος 1908. Το διήγημα είναι μια δεύτερη εκδοχή ενός άλλου διηγήματος που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό  Youth's Companion στις 29 Μαιου 1902, όταν ο συγγραφέας ήταν ακόμη νεαρός.
 

Ταξιδεύει γρηγορότερα εκείνος που ταξιδεύει μόνος του … αλλά όχι αφού ο παγετός έχει πέσει στους πενήντα ή περισσότερο κάτω από το μηδέν. – Κώδικας του Γιούκον


Η μέρα είχε χαράξει κρύα και γκρίζα, εξαιρετικά κρύα και γκρίζα, όταν ο άντρας ξέφυγε από το συνηθισμένο μονοπάτι του ποταμού Γιούκον και σκαρφάλωσε την ψηλή χωμάτινη όχθη, από όπου ένα δυσδιάκριτο και λιγοπερπατημένο μονοπάτι πήγαινε ανατολικά μέσα από ένα πυκνό ελάτινο δάσος. Ήταν μια απότομη όχθη, στην κορυφή της οποίας σταμάτησα να ανακτήσει την ανάσα του, δικαιολογώντας την ενέργειά του κοιτώντας το ρολόι του. Έδειχνε εννιά η ώρα. Δεν φαινόταν πουθενά ο ήλιος, ούτε καν υποψία ήλιου, αν και δεν υπήρχε ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό. Η μέρα ήταν αίθρια, κι όμως φαινόταν να απλώνεται ένα απροσδιόριστο πέπλο πάνω από την όψη των πραγμάτων, μια ύπουλη σκοτεινιά που έκανε τη μέρα σούρουπο, και τούτο οφειλόταν στην απουσία του ήλιου. Το γεγονός όμως δεν ανησυχούσε τον άντρα. Είχε συνηθίσει στην απουσία του ήλιου. Μέρες αμέτρητες είχε να δει τον ήλιο και γνώριζε πως έπρεπε να περάσουν λίγες ακόμη μέρες μέχρι ο χαρωπός κύκλος, στο νοτιότερο άκρο, θα κρυφοκοίταζε για λίγο πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα για να εξαφανιστεί από προσώπου γης αμέσως μετά.
Ο άντρας έριξε το βλέμμα του προς τα πίσω απ’ όπου είχε έρθει. Ο Γιούκον ήταν ενάμισι χιλιόμετρο πλατύς και το νερό του παγωμένο μ’ ένα μέτρο πάγο. Πάνω από τον πάγο ήταν στρωμένο άλλο ένα μέτρο χιόνι. Όλα ήταν ολόλευκα, το έδαφος σχημάτιζε απαλούς σχηματισμούς όπου υπήρχαν συσσωρεύσεις πάγου. Από βορρά προς νότο, μέχρι εκεί μπορούσε να δει το μάτι του, βασίλευε μια αδιάκοπη λευκότητα, εκτός από μια σκούρα λεπτή γραμμή που σχημάτιζε στροφές και ελιγμούς γύρω από τη νησίδα, καλυμμένη από έλατα, στο νότο, και συνέχιζε πάλι να καμπυλώνεται και να συστρέφεται με κατεύθυνση το βορρά, όπου πάλι χανόταν μέσα σε μια άλλη νησίδα από έλατα. Τούτη η γραμμή ήταν το μονοπάτι – το κύριο μονοπάτι – που εκτείνονταν οχτακόσια χιλιόμετρα νότια προς το Πέρασμα Τσίλκουτ, στο Νταή, μέχρι τη θάλασσα, και άλλα εκατό χιλιόμετρα βόρεια μέχρι το Ντόσον, συνεχίζοντας ακόμη άλλα χίλια πεντακόσια μέχρι το Νουλάτο καταλήγοντας μετά από άλλα χίλια πεντακόσια και παραπάνω στο Σεντ Μάικλ, στο Βερίγγειο Πορθμό.
Όμως όλα αυτά – η μυστηριώδης στενή και μακριά γραμμή, η απουσία του ήλιου από τον ουρανό, το τρομακτικό κρύο, όλο αυτό το παράξενο και απόκοσμο περιβάλλον – δεν έκανε καμιά εντύπωση στον άντρα. Δεν ήταν πως το είχε συνηθίσει από καιρό. Απεναντίας ήταν νεοφερμένος στον τόπο, ένα στραβάδι, και τούτος ήταν ο πρώτος του χειμώνας. Το πρόβλημα μ’ αυτόν ήταν πως δεν είχε καθόλου φαντασία. Ήταν γρήγορος και σβέλτος σ’ όλα τα πράγματα της ζωής, αλλά μόνο στα πράγματα και όχι στη βαθύτερη σημασία τους. Πενήντα υπό το μηδέν σήμαινε απλά κάπου ογδόντα βαθμούς παγετού, γεγονός που τον έκανε να νιώθει άβολα από το κρύο, κι αυτό ήταν όλο. Δεν τον έκανε να σκεφτεί πόσο ευπαθής ήταν σαν άτομο στις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας, ούτε γενικότερα πόσο αδύναμος είναι ο άνθρωπος απέναντι στη φύση που να μπορεί μόνο να επιβιώνει μέσα σε ορισμένα στενά όρια ψύχους και ζέστης. Και προσέτι, δεν κάθισε ποτέ να σκεφτεί το μεταφυσικό θέμα της αθανασίας κι ούτε τη θέση του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν. Πενήντα βαθμοί κάτω από το μηδέν αντιπροσώπευαν ένα τσίμπημα παγετού που πονούσε και έπρεπε να προφυλαχτεί φορώντας χοντρά γάντια, καλύμματα για τ’ αυτιά, ζεστά μοκασίνια και χοντρές κάλτσες. Πενήντα βαθμοί κάτω από το μηδέν ήταν γι’ αυτόν στην κυριολεξία πενήντα βαθμοί. Το να σημαίνει αυτό κάτι επιπλέον ήταν κάτι που δεν περνούσε από το νου του.
Καθώς γύρισε να προχωρήσει, έφτυσε σκεφτικός. Ακούστηκε ένα οξύ, εκρηκτικό τρίξιμο που τον ξάφνιασε. Έφτυσε ξανά, και πάλι το σάλιο κροτάλισε στον αέρα πριν φτάσει στο έδαφος. Γνώριζε πως στους πενήντα βαθμούς κάτω από το μηδέν το σάλιο πάγωνε στο έδαφος, αλλά τη φορά αυτή πάγωσε στον αέρα. Αναμφίβολα το κρύο ήταν περισσότερο από τους πενήντα υπό – αλλά πόσο πιο κρύο έκανε δεν μπορούσε να το ξέρει. Όμως η θερμοκρασία γι’ αυτόν δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Σκοπός του ήταν να φτάσει στην περιοχή όπου από παλιά είχε τα δικαιώματα εξόρυξης χρυσού, στην αριστερή συρροή του ρέματος Χέντερσον. Εκεί ήδη τον περίμεναν οι δικοί του. Εκείνοι είχαν φτάσει εκεί διασχίζοντας το διάσελο από την περιοχή του Ινδιάνικου Παραποτάμου, ενώ αυτός είχε έρθει κάνοντας το γύρο για να διερευνήσει τις δυνατότητες υλοτόμησης την άνοιξη από τις νησίδες του Γιούκον. Θα έφτανε στην κατασκήνωση γύρω στις έξη. Λίγο μετά το σκοτάδι, ήταν αλήθεια, αλλά οι σύντροφοί του θα ήταν εκεί, μια φωτιά θα τριζοβολούσε, κι ένα ζεστό βραδινό θα είχε ετοιμαστεί. Όσο για το μεσημεριανό, πίεσε με την παλάμη του το προεξέχον δέμα κάτω από το αμπέχονό του. Το δέμα ήταν ακριβώς κάτω από το πουκάμισό του, τυλιγμένο σ’ ένα μαντήλι που ακομπούσε κατευθείαν στο δέρμα. Αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος για να μην παγώσουν τα σάντουιτς. Χαμογέλασε μ’ ευχαρίστηση καθώς σκέφτηκε εκείνα τα ψωμάκια, το καθένα κομμένο στη μέση και βουτηγμένο σε λίπος μπέικον, και έχοντας μέσα του μια γενναία φέτα τηγανισμένου μπέικον.
Χώθηκε ανάμεσα στα μεγάλα έλατα. Μετά βίας μπορούσε να διακρίνει το μονοπάτι. Από την τελευταία φορά που το είχε διαβεί κάποιο έλκηθρο, είχαν ήδη πέσει πάνω από τριάντα εκατοστά χιόνι, και ένιωθε τυχερός που δεν είχε έλκηθρο – ταξίδευε ελαφρά φορτωμένος. Πράγματι δεν κουβαλούσε τίποτε εκτός από το γεύμα του, τυλιγμένο στο μαντήλι του. Όμως το κρύο του προκάλεσε έκπληξη. Στ’ αλήθεια, έκανε τρομακτικό κρύο, συμπέρανε, καθώς έτριψε τη μουδιασμένη μύτη και τα ζυγωματικά του με τα γαντοφορεμένα του χέρια. Η γενειάδα του ήταν πυκνή του παρείχε κάποια ζέστη, αλλά δεν μπορούσε να προστατέψει τα ψηλά του ζυγωματικά και την μακριά του μύτη που πεταγόταν επιθετικά στον παγωμένο αέρα.
Πίσω από τον άντρα ακολουθούσε τρέχοντας ένα σκυλί, ένα μεγάλο ντόπιο χάσκι, το κανονικό λυκόσκυλο με γκρίζο τρίχωμα και χωρίς ορατή διαφορά ιδιοσυγκρασίας από τον αδερφό του, τον άγριο λύκο. Το ζώο ήταν αποκαρδιωμένο από το τρομακτικό κρύο. Γνώριζε πολύ καλά πως δεν ήταν ώρα για πεζοπορία. Το ένστικτό του ήταν πιο αληθινό απ’ όσο η κρίση του άντρα. Γιατί, στην πραγματικότητα, έκανε περισσότερο κρύο από τους πενήντα βαθμούς υπό το μηδέν. Η θερμοκρασία μπορεί να είχε πέσει στους εξήντα ή ακόμη και στους εβδομήντα υπό. Στην πραγματικότητα ήταν εβδομήντα πέντε βαθμοί υπό το μηδέν. Εφόσον το σημείο πήξης του νερού είναι στους +32ο Φάρενάιτ, τούτο σήμαινε εκατόν εφτά βαθμούς παγετού. Ο σκύλος δεν είχε ιδέα από θερμόμετρα. Πιθανόν στο μυαλό του δεν υπήρχε σαφής συναίσθηση της κατάστασης ενός τέτοιου υπερβολικού κρύου όπως υπήρχε στο μυαλό του άντρα. Αλλά το ζωντανό κατευθυνόταν από το ένστικτό του. Ένιωθε έναν απροσδιόριστο αλλά απειλητικό κίνδυνο που το κατέβαλλε και το έκανε να σέρνεται πίσω από τα πόδια του άντρα, και εξέταζε με λαχτάρα κάθε ασυνήθιστη κίνηση του άντρα λες και τον περίμενε να κατασκηνώσει κάπου ή να βρει ένα προφυλαγμένο μέρος και ν’ ανάψει φωτιά. Το σκυλί είχε μάθει τη φωτιά και την ήθελε, ειδάλλως το μόνο που του έμεινε να κάνει ήταν να χωθεί ολόκληρο μέσα στο χιόνι και να σφιχταγκαλιάσει τη ζέστη του κορμιού του μακριά από τον αέρα.
Η παγωμένη υγρασία από τα χνότα του είχε κατακαθίσει πάνω στο τρίχωμά του σαν μια λεπτή άσπρη πάχνη, ιδίως το σαγόνι, το μουσούδι και τα βλέφαρά του είχαν ασπρίσει από την κρυσταλλωμένη  ανάσα του. Η πυρόξανθη γενειάδα και τα μουστάκια του άντρα είχαν ομοίως παγώσει, αλλά πιο στέρεα, με τα χνώτα του να μετατρέπονται σε πάγο και να την αυξάνουν με κάθε θερμή και υγρή εκπνοή. Προσέτι, ο άντρας μασούσε ταμπάκο και η συσσώρευση του πάγου κρατούσε τα χείλη του τόσο κλειστά που του ήταν αδύνατο να καθαρίζει το πηγούνι του φτύνοντας το υγρό του ταμπάκου. Το αποτέλεσμα ήταν να σχηματιστεί μια κρυστάλλινη επιπλέον γενειάδα στο χρώμα και στη σκληράδα του κεχριμπαριού, η οποία όλο και μεγάλωνε το μάκρος από το πηγούνι του. Αν τυχόν γλιστρούσε και έπεφτε, η γενειάδα αυτή θα θρυμματιζόταν σαν γυαλί σε μικρά εύθραυστα κομματάκια. Κι όμως δεν τον πείραζε καθόλου αυτή η προσθήκη. Στο κάτω – κάτω, αυτό ήταν και το τίμημα που πληρώνουν όσοι μασούν ταμπάκο σ’ αυτόν τον παγωμένο τόπο. Εξάλλου, είχε βρεθεί και πριν σε δυο παρόμοια ξεσπάσματα παγετού. Φυσικά, δεν έκανε τόσο κρύο όπως τώρα, αλλά ήξερε πως το θερμόμετρο οινοπνεύματος στο Σίξτι Μάιλ είχε καταγράψει πενήντα και πενήντα-πέντε υπό το μηδέν.
Συνέχισε την πορεία του μέσα από την επίπεδη δασική έκταση για αρκετά χιλιόμετρα, διέσχισε ένα πλατύ ξέφωτο με τούφες από ξεραμένα χόρτα και κατέβηκε την όχθη ενός μικρού ρέματος μέχρι την παγωμένη κοίτη του. Αυτό το ρέμα ήταν το Χέντερσον, και ήξερε πως τώρα απείχε δεκαπέντε χιλιόμετρα από τη συρροή. Κοίταξε το ρολόι του που έδειχνε δέκα ή ώρα. Διένυε έξι χιλιόμετρα την ώρα, και λογάριαζε να φτάσει στη συρροή στις δώδεκα και μισή. Αποφάσισε λοιπόν να γιορτάσει το γεγονός γευματίζοντας εκεί.
Ο σκύλος τον ακολούθησε ξανά κατά πόδας, αποκαρδιωμένος με την ουρά ανάμεσα στα σκέλη, καθώς ο άντρας συνέχισε την πορεία του κατά μήκος της παγωμένης κοίτης του ρέματος. Οι αυλακώσεις από παλιά ίχνη ελκήθρου ήταν σαφώς ορατές, αλλά τριάντα πόντοι χιόνι είχαν καλύψει τα σημάδια των ολισθήρων του τελευταίου ελκήθρου. Για ένα μήνα κανείς δεν είχε ανεβοκατεβεί το ήσυχο ρέμα. Ο άντρας συνέχισε την πορεία του με σταθερό βήμα. Δεν ανήκε στους στοχαστικούς ανθρώπους, και στο μυαλό του δεν είχε τίποτε άλλο παρά μόνο ότι θα γευμάτιζε στη συρροή και στις έξη θα βρισκόταν στην κατασκήνωση με τους συντρόφους του. Δεν υπήρχε κανείς να μιλήσει, κι αν ακόμη υπήρχε, η συνομιλία θα ήταν αδύνατη εξαιτίας του πάγου που είχε σχηματιστεί στο στόμα του. Συνέχιζε λοιπόν να περπατά μασώντας μονότονα ταμπάκο, που μάκραινε την κεχριμπαρένια του γενειάδα.
Κάπου – κάπου η σκέψη πως έκανε τόσο υπερβολικό κρύο που ποτέ του δεν είχε ξανανιώσει όλο και ερχόταν στο μυαλό του. Καθώς συνέχιζε τον δρόμο του, έτριβε με την ανάστροφη του γαντοφορεμένου χεριού του τα ζυγωματικά και τη μύτη του. Τούτο γινόταν ασυνείδητα, πότε με το ένα και πότε με το άλλο χέρι. Αλλά όσο και να έτριβε, τη στιγμή που σταματούσε πρώτα τα ζυγωματικά και κατόπιν η μύτη του μούδιαζαν. Ήταν σίγουρος πως δε θα γλίτωνε τα κρυοπαγήματα, και μετάνιωσε που δεν είχε φτιάσει μια ταινία για τη μύτη του σαν κι εκείνη που φορούσε ο Μπαντ σε τέτοια ξεσπάσματα παγετού. Η ταινία αυτή κάλυπτε και τα μάγουλα και τα γλίτωνε από κρυοπαγήματα. Τέλος πάντων, τα κρυοπαγήματα στα μάγουλα δεν ήταν κάτι το σοβαρό. Μόνο λίγο επώδυνο.
«Υπήρχαν παγίδες, λιμνούλες με νερό κρυμμένες κάτω από το χιόνι…»
Άδειο όπως ήταν το μυαλό του από σκέψεις, η παρατηρητικότητά του ήταν οξυμένη και αντιλαμβανόταν τις αλλαγές στην κοίτη του ρέματος, στις στροφές και στις καμπές, καθώς και στους σωρούς από ξύλα. Γι’ αυτό ήταν πολύ προσεκτικός που πατούσε. Μια φορά, στρίβοντας μια καμπή, αποτραβήχτηκε απότομα από το σημείο που βάδιζε, σαν ξαφνιασμένο άλογο, αρκετά βήματα προς τα πίσω. Ήξερε βέβαια πως το ρέμα ήταν παγωμένο μέχρι τον πάτο – κανένα ρέμα δεν μπορούσε να κρατήσει υγρό νερό σ’ έναν τέτοιο αρκτικό χειμώνα – αλλά ήξερε επίσης πως υπήρχαν θερμές πηγές που ανάβλυζαν από τους παρακείμενους λόφους και το θερμό νερό περνούσε κάτω από το χιόνι και πάνω από τον πάγο του ρέματος. Ήξερε επίσης πως ακόμη και η χειρότερη παγωνιά δεν πάγωνε ποτέ αυτές τις πηγές, άρα γνώριζε και τον κίνδυνο που ελλόχευε σ’ αυτές. Ήταν παγίδες. Έκρυβαν λιμνούλες νερού κάτω από το χιόνι, από δώδεκα εκατοστά μέχρι ένα μέτρο βάθος. Μερικές φορές τις κάλυπτε ένα λεπτό στρώμα πάγου ενός εκατοστού, και με τη σειρά το στρώμα καλυπτόταν από χιόνι. Μερικές φορές υπήρχαν εναλλάξ στρώματα λεπτού πάγου και νερού σε αρκετό βάθος έτσι που όταν κάποιος πατούσε πάνω τους βυθιζόταν μέσα τους, μερικές φορές μέχρι τη μέση του σώματός του.
Να γιατί έκανε πίσω πανικόβλητος. Είχε νιώσει ότι είχε πατήσει σε μπόσικο σημείο και είχε ακούσει το τρίξιμο στο κρυμμένο κάτω από το χιόνι στρώμα πάγου. Το να βρέξει τα πόδια του σε μια τέτοια θερμοκρασία σήμαινε μεγάλο πρόβλημα και κίνδυνο. Το λιγότερο, σήμαινε καθυστέρηση, γιατί θα ήταν αναγκασμένος ν’ ανάψει φωτιά και στην ασφάλειά της να ξεγυμνώσει τα πόδια του ενώ θα στέγνωνε τις κάλτσες και τα μοκασίνια  του. Στάθηκε και εξέτασε προσεκτικά την κοίτη και τις όχθες του ρέματος και συμπέρανε πως η ροή του νερού ερχόταν από τα δεξιά. Συλλογίστηκε για λίγο τρίβοντας τη μύτη και τα μάγουλά του, και κατόπιν έκανε προς τ’ αριστερά, βηματίζοντας επιφυλακτικά και δοκιμάζοντας το έδαφος σε κάθε του βήμα. Αφού απέφυγε τελικά τον κίνδυνο, έβγαλε ένα καινούργιο κομμάτι καπνού και μασώντας ξαναπήρε το ρυθμό βαδίσματος στα έξι χιλιόμετρα την ώρα. Στις επόμενες δυο ώρες ξανασυνάντησε αρκετές παρόμοιες παγίδες. Συνήθως το χιόνι πάνω από τις κρυμμένες λιμνούλες έδειχνε βαθουλό και σαν να ήταν πασπαλισμένο με ζάχαρη, πράγμα που ανάγγελλε κίνδυνο. Μια φορά παρά λίγο να την πάθει, και μια άλλη, με την υποψία κινδύνου, ανάγκασε το σκύλο να προπορευτεί.
Ο σκύλος αρνήθηκε να συμμορφωθεί. Στεκόταν πεισματικά προς τα πίσω μέχρι που ο άντρας τον έσπρωξε προς τα μπρος κι ο σκύλος διέσχισε τρέχοντας τη λευκή, άθικτη επιφάνεια. Ξαφνικά τα πόδια του χώθηκαν βαθύτερα, μπατάρισε προς τη μια πλευρά, και γρήγορα ξέφυγε σε στερεότερο μέρος. Είχαν βραχεί οι πατούσες και τα πόδια του, και σχεδόν αμέσως το νερό που κόλλησε πάνω μετατράπηκε σε πάγο. Βάλθηκε να γλείφει μανιωδώς τον πάγο για να τον βγάλει από τα πόδια του. Κατόπιν έπεσε πάνω στο χιόνι και άρχισε να δαγκώνει τον πάγο που είχε σχηματιστεί ανάμεσα στα νύχια του. Υπάκουε στο ένστικτό του. Το ν’ αφήσει τον πάγο να παραμείνει εκεί θα σήμαινε πληγωμένα πόδια. Τούτο ο σκύλος δεν το ήξερε. Απλά ακολουθούσε το μυστηριώδες κέλευσμα που πήγαζε από τις βαθιές κρύπτες της ύπαρξής του. Όμως ο άντρας ήξερε, έχοντας αποκτήσει κρίση επί του θέματος, και βγάζοντας το γάντι από το δεξί του χέρι, βοήθησε στην απομάκρυνση όλων των κομματιών του πάγου. Δεν είχε καλά – καλά εκθέσει τα δάκτυλά του στο κρύο πάνω από ένα λεπτό και εξεπλάγη με το πόσο γρήγορα μούδιασαν, γι’ αυτό άρχισε να τα χτυπάει. Πράγματι είχε πολύ κρύο. Ξαναφόρεσε βιαστικά το γάντι και άρχισε να χτυπά με μανία το χέρι του πάνω στο στήθος του.
Στις δώδεκα το μεσημέρι η μέρα είχε το περισσότερο φως. Κι όμως ο ήλιος ήταν κρυμμένος κάτω από τον νότιο ορίζοντα κατά τη χειμερινή του πορεία. Η καμπύλη της γης έμπαινε ανάμεσα στον ήλιο και στο ρέμα Χέντερσον, όπου ο άντρας βάδιζε κάτω από έναν αίθριο ουρανό χωρίς να ρίχνει σκιά αν και ήταν καταμεσήμερο. Στις δώδεκα και μισή ακριβώς έφτασε στη συρροή του ρέματος. Ήταν ικανοποιημένος που έφτασε τόσο γρήγορα όσο είχε λογαριάσει. Εάν συνέχιζε με τον ίδιο ρυθμό, ήταν βέβαιο πως θα βρισκόταν με τα παιδιά στις έξη. Ξεκούμπωσε το μπουφάν  και το πουκάμισό του κι έβγαλε το φαγητό του. Η ενέργεια αυτή δεν κράτησε παραπάνω από δεκαπέντε δευτερόλεπτα, κι όμως σ’ αυτόν τον λίγο χρόνο τα εκτεθειμένα δάκτυλά του μούδιασαν ξυλιάζοντας από το ψύχος. Δεν φόρεσε το γάντι του, αλλά χτύπησε με δύναμη καμιά δεκαριά φορές τα δάκτυλά του πάνω στο μηρό του για να διευκολύνει την αιμάτωσή τους. Κατόπιν κάθισε σ’ ένα χιονισμένο κούτσουρο να φάει.
Ο πόνος που είχε νιώσει μετά το χτύπημα των δακτύλων του πάνω στο μηρό του σταμάτησε τόσο γρήγορα που τον ξάφνιασε. Με τόσο μουδιασμένα δάχτυλα δεν είχε καμιά πιθανότητα ούτε για μια δαγκωνιά στο σάντουίτς του. Χτύπησε τα δάκτυλά του επανειλημμένα και φόρεσε το γάντι, ξεγυμνώνοντας το άλλο του χέρι για να μπορέσει να φάει. Προσπάθησε να βάλει στο στόμα του μια μπουκιά, αλλά το μουσούδι πάγου πάνω στο στόμα του τον εμπόδισε. Είχε ξεχάσει ν’ ανάψει φωτιά για να λιώσει τον πάγο και να ζεσταθεί. Κάγχασε για την ανοησία του, παρατηρώντας παράλληλα πως τα εκτεθειμένα δάκτυλά του μούδιασαν αμέσως. Επίσης παρατήρησε πως το τσίμπημα που ένιωσε στα δάκτυλά των ποδιών του όταν κάθισε σταματούσε κι αυτό. Αναρωτήθηκε εάν τα δάκτυλα των ποδιών του ήταν ζεστά ή είχαν κι αυτά ξυλιάσει.
Φόρεσε βιαστικά το γάντι και σηκώθηκε. Τρομοκρατήθηκε για λίγο. Άρχισε να χοροπηδά πάνω κάτω έως ότου το τσίμπημα επιστρέψει στα πόδια του. Η σκέψη για το πόσο κρύο έκανε κυριάρχησε το μυαλό του. Εκείνος ο άνθρωπος από το Σάλφερ Κρικ είχε δίκιο όταν του έλεγε πόσο κρύο μπορεί να κάνει στην περιοχή. Και αυτός τον είχε κοροϊδέψει τότε! Τούτο απεδείκνυε πως ποτέ δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος για τίποτε. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως έκανε πολύ κρύο. Συνέχισε να βαδίζει πέρα δώθε χτυπώντας βίαια τα πόδια του στο έδαφος και ανεμίζοντας τα χέρια του μέχρι να βεβαιωθεί ότι ζεστάθηκε. Κατόπιν έβγαλε τα σπίρτα και καταπιάστηκε ν’ ανάψει φωτιά. Από τη χαμηλή βλάστηση, όπου η πλημμύρα της περασμένης άνοιξης είχε αφήσει μια μεγάλη ποσότητα από ξεραμένα τσαλιά, μάζεψε αρκετά για τη φωτιά. Από μια φλογίτσα στην αρχή, σύντομα κατόρθωσε να ανάψει μια μεγάλη και δυνατή φωτιά που τριζοβολούσε. Η φωτιά έλιωσε τον πάγο από το πρόσωπό του και στην προστασία της έφαγε τα σάντουίτς του. Για μια στιγμή φάνηκε πως ξεγέλασε το κρύο περιβάλλον. Ο σκύλος ευχαριστήθηκε κι αυτός από τη φωτιά και ξάπλωσε νωχελικά αρκετά κοντά για να ζεσταθεί αλλά σε αρκετή απόσταση για να μην καψαλιστεί.
Έχοντας αποφάει, ο άντρας γέμισε το τσιμπούκι του και με το πάσο του άρχισε να το απολαμβάνει. Κατόπιν φόρεσε τα γάντια του, τακτοποίησε τα καλύμματα του κασκέτου πάνω στ’ αυτιά του, σηκώθηκε και ακολούθησε το μονοπάτι στην αριστερή διακλάδωση της συρροής. Το σκυλί απογοητευμένο κοίταξε νοσταλγικά πίσω προς τη φωτιά. Τούτος εδώ ο άνθρωπος δεν είχε ιδέα από κρύο. Ίσως όλες οι γενιές των προπατόρων του αγνοούσαν το κρύο, το πραγματικό ψύχος, το ψύχος των εκατόν εφτά βαθμών κάτω από το σημείο πήξεως του ύδατος. Ο σκύλος όμως γνώριζε. Όλες οι γενιές των προγόνων του γνώριζαν και αυτός είχε κληρονομήσει αυτή τη γνώση. Και ήξερε πως δεν ήταν καλό να περπατάει εκτεθειμένος σε τόσο τρομακτικό κρύο. Ήταν καιρός να κουλουριαστεί ζεστά μέσα σε μια τρύπα στο χιόνι και να περιμένει να τραβηχτεί ένα πέπλο από σύννεφα πάνω στο πρόσωπο του εξωτερικού διαστήματος από όπου προερχόταν αυτό το ψύχος. Από την άλλη μεριά, δεν υπήρχε καμιά βαθιά οικειότητα μεταξύ του σκύλου και του άντρα. Ο σκύλος ήταν ο σκλάβος του, και τα μόνα χάδια που είχε ποτέ δεχθεί ήταν εκείνα του μαστιγίου και οι άγριες φωνές που απειλούσαν τη χρήση του. Γι’ αυτό, το σκυλί δεν έκανε καμιά προσπάθεια να μεταδώσει τον φόβο του στο αφεντικό του. Δεν ενδιαφερόταν καθόλου για το καλό του άντρα. Ήταν για το δικό του καλό που κοίταζε νοσταλγικά τη φωτιά. Όμως ο άντρας του σφύριξε και του μίλησε με τη φωνή του μαστιγίου, κι έτσι ο σκύλος ξανάρχισε να τον ακολουθεί κατά πόδας.
Ο άντρας έβγαλε ένα κομμάτι καπνό και ξανάρχισε να φτιάνει μια καινούρια κεχριμπαρένια γενειάδα. Επίσης, ο αχνός από τα χνώτα του γρήγορα πάγωνε και σαν ένα άσπρο πασπάλισμα κάλυψε το μουστάκι, τα φρύδια και τα ματοτσίνορά του. Δεν φαινόταν να υπήρχαν πολλές πηγές στην αριστερή διακλάδωση του Χέντερσον και για μισή ώρα ο άντρας δεν είδε σημάδια τους πάνω στο χιόνι. Και τότε ξαφνικά έγινε το κακό. Σ’ ένα σημείο όπου δεν υπήρχε κανένα απολύτως σημάδι, όπου το απαλό, συνεχές χιόνι έδειχνε σταθερότητα από κάτω του, το πόδι του άντρα υποχώρησε. Δεν ήταν βαθιά. Βράχηκε μέχρι τη μέση της γάμπας πριν τιναχτεί έξω πάνω σε ασφαλές μέρος.
Θύμωσε με τον εαυτό του και καταράστηκε φωναχτά την τύχη του. Είχε ελπίσει να είναι στην κατασκήνωση με τα παιδιά στις έξη η ώρα. Και τούτο τώρα θα τον καθυστερούσε μια ώρα, γιατί θα έπρεπε ν’ ανάψει φωτιά για να στεγνώσει την υπόδησή του. Ήταν επιτακτική ανάγκη να το κάνει σε μια τέτοια χαμηλή θερμοκρασία – όσο γι’ αυτό τον έκοβε καλά. Ανέβηκε την όχθη. Στην κορυφή, ανακατωμένα μέσα στην ποώδη βλάστηση γύρω από τους κορμούς αρκετών νεαρών ελατιών, υπήρχαν άφθονα ξερόκλαδα – βέργες και κλαδάκια κυρίως, αλλά κι ένα μεγάλο μέρος από ξερόχορτα, ό, τι είχε αφήσει η ανοιξιάτικη πλημμύρα του προηγούμενου έτους. Έριξε αρκετά μεγάλα κομμάτια από ξύλα πάνω στο χιόνι. Τούτο θα χρησίμευε σαν προστατευτικό βάθρο για να εμποδίσει την πρώτη φλόγα να σβήσει μέσα στο χιόνι που θα έλιωνε. Άναψε τη φλόγα τρίβοντας ένα σπίρτο σ’ ένα κομματάκι ίσκας από φλούδα σημύδας που κουβαλούσε στην τσέπη του. Η φλούδα άναψε πιο εύκολα από ένα χαρτί. Τοποθετώντας την αναμμένη φλούδα πάνω στο βάθρο, άρχισε να τροφοδοτεί την νεαρή φλόγα με τούφες από ξερόχορτα και τα πιο μικροσκοπικά κλαράκια.
Ενεργούσε αργά και προσεκτικά, γνωρίζοντας πολύ καλά τον επικείμενο κίνδυνο. Σιγά – σιγά, καθώς ή φλόγα δυνάμωνε, αύξανε την ποσότητα και το μέγεθος των κλαδιών με τα οποία την τροφοδοτούσε. Κάθισε οκλαδόν πάνω στο χιόνι, τραβώντας τα κλαδάκια, όπως ήταν μπερδεμένα,  από την χαμηλή βλάστηση και συνέχεια τροφοδοτούσε τη φωτιά, ακριβώς πάνω στη φλόγα. Ήξερε καλά πως δεν έπρεπε να υπάρξει καμιά αποτυχία. Όταν κάνει εβδομήντα πέντε βαθμούς παγετού, δεν πρέπει καθόλου να αποτύχει κανείς στην πρώτη του προσπάθεια ν’ ανάψει φωτιά – κυρίως όταν τα πόδια του είναι μούσκεμα. Με στεγνά πόδια, εάν αποτύχει, μπορεί να τρέξει πεντακόσια με εξακόσια μέτρα και να αποκαταστήσει την κυκλοφορία του αίματος στα πόδια. Αλλά η κυκλοφορία δεν αποκαθίσταται με το τρέξιμο όταν τα πόδια είναι βρεγμένα και παγωμένα στους εβδομήντα πέντε υπό. Ανεξάρτητα από το πόσο γρήγορα τρέξει, τα υγρά του πόδια θα παγώσουν περισσότερο.
Όλα τούτα ο άντρας τα ήξερε πολύ καλά. Ο έμπειρος γέρος στο Σάλφερ Κρικ του είχε πει για τέτοιες καταστάσεις το περασμένο φθινόπωρο, και τώρα ο άντρας κατανοούσε πλήρως τη συμβουλή του. Ήδη δεν αισθανόταν πλέον τα πόδια του. Για ν’ ανάψει τη φωτιά είχε αναγκαστεί να βγάλει τα γάντια του και ακαριαία μούδιασαν τα δάκτυλά του. Βαδίζοντας με έξι χιλιόμετρα την ώρα βοηθούσε την καρδιά του να στέλνει το αίμα στην περιφέρεια του σώματός του και στα άκρα. Αλλά τη στιγμή που στάθηκε, η καρδιά χαλάρωσε το έργο της. Το διαστημικό ψύχος έπληττε αυτό το άκρο του πλανήτη, και αυτός, βρισκόμενος σ’ αυτό το απροστάτευτο μέρος, γινόταν αποδέκτης όλου αυτού του πλήγματος. Έτσι το αίμα του σώματος του υποχώρησε μπροστά στο τρομακτικό αυτό κρύο.
Το αίμα ήταν κι αυτό ζωντανό σαν το σκυλί και ήθελε κι αυτό να κρυφτεί και να προστατευτεί από το τρομακτικό κρύο. Όσο περπατούσε έξι χιλιόμετρα την ώρα, το αίμα του, θέλοντας και μη, κυκλοφορούσε προς στην περιφέρεια του σώματος. Αλλά τώρα αποσύρθηκε στα έγκατα του κορμιού του και τα πρώτα που αισθάνθηκαν την απουσία του ήταν τα άκρα. Τα υγρά του πόδια ήταν πάγωσαν γρηγορότερα, και τα εκτεθειμένα του δάκτυλα μούδιασαν αμέσως αν και δεν είχαν ακόμη αρχίσει να παγώνουν. Όσο για τα μάγουλα και τη μύτη του πάγωναν κιόλας ενώ η επιδερμίδα σ’ όλη την επιφάνεια του σώματός του ψύχθηκε χάνοντας την αιμάτωσή της.
Ήταν όμως ασφαλής. Τα δάκτυλά των ποδιών, μύτη και μάγουλα θα είχαν πειραχτεί πολύ λίγο από τον παγετό, γιατί η φωτιά όλο και δυνάμωνε. Την τροφοδοτούσε μα κλαδάκια στο μέγεθος των δακτύλων του. Σ’ ένα λεπτό θα ήταν σε θέση να ρίχνει πάνω της κλαδιά στο μέγεθος του καρπού του, και κατόπιν θα έβγαζε την υγρή υπόδηση και ενώ κάλτσες και μοκασίνια θα στέγνωναν, αυτός θα ζέσταινε τα γυμνά του πόδια στη φωτιά, τρίβοντάς τα φυσικά πρώτα με χιόνι. Η φωτιά είχε επιτυχώς ανάψει. Ήταν ασφαλής. Θυμήθηκε ξανά τη συμβουλή του γέρου στο Σάλφερ Κρικ και χαμογέλασε. Ο γέρος με πολλή σοβαρότητα του εξέθεσε τον νόμο ότι κανείς δεν πρέπει να ταξιδεύει μόνος του στο Κλοντάικ όταν το κρύο είναι κάτω από τους πενήντα βαθμούς. Λοιπόν εδώ ήταν. Είχε πάθει το ατύχημα, ήταν ολομόναχος, αλλά είχε γλιτώσει από μόνος του. Εκείνοι οι παλιοκαιρινοί ήταν μάλλον σαν γυναικούλες, τουλάχιστον μερικοί απ’ αυτούς, σκέφτηκε. Το μόνο που πρέπει κάποιος να κάνει είναι να κρατήσει την ψυχραιμία του, και όλα θα πήγαιναν καλά. Κάθε άνθρωπος που ήταν πραγματικός άντρας μπορούσε να ταξιδέψει μόνος του. Όμως έμεινε έκπληκτος με την ταχύτητα που πάγωναν τα μάγουλα και η μύτη του. Ούτε σκέφτηκε ότι τα δάχτυλά του θα νέκρωναν σε τόσο σύντομο χρόνο. Τα ένιωθε ξυλιασμένα, επειδή μόλις και μετά βίας τα ανάγκαζε να αδράξουν ένα κλαδί, και είχε την εντύπωση πως είχαν απομακρυνθεί από το σώμα του και απ’ αυτόν τον ίδιο. Τα νεύρα μεταξύ του κέντρου και των ακροδακτύλων του είχαν ατονήσει.
Όλα αυτά όμως δεν είχαν και πολλή σημασία. Υπήρχε φωτιά που έκαιγε τριζοβολώντας και με κάθε της φλόγα που χοροπηδούσε υποσχόταν ζωή. Άρχισε να λύνει τα μοκασίνια του. Ήταν καλυμμένα από μια στρώση πάγου και οι χοντρές γερμανικές κάλτσες, σε μισή απόσταση από τα γόνατα, έμοιαζαν με σιδερένια θηκάρια. Τα κορδόνια από τα μοκασίνια είχαν γίνει σαν ατσάλινες βέργες που είχαν παραμορφωθεί και γεμίσει κόμπους σαν μετά από μια πυρκαγιά. Για μια στιγμή πάσχισε να τα τραβήξει με τα ξυλιασμένα του δάχτυλα, αλλά κατόπιν διαπιστώνοντας την ματαιότητα της πράξης του, έβγαλε το μαχαίρι από τη θήκη. Αλλά πριν προλάβει να κόψει τα κορδόνια, το κακό έγινε. Ήταν δική παράλειψη ή μάλλον μεγάλο του λάθος. Δεν έπρεπε ν’ ανάψει τη φωτιά κάτω από το έλατο. Έπρεπε να την είχε ανάψει σε ανοιχτό χώρο. Ήταν όμως ευκολότερο να τραβάει τις βέργες και τα κλαδάκια από τη χαμηλή βλάστηση κοντά στο δέντρο και να τα βάζει κατευθείαν στη φωτιά. Τώρα το δέντρο κάτω από το οποίο ήταν η φωτιά έφερνε κάποιο βάρος χιονιού στα κλαδιά του. Για βδομάδες δεν είχε φυσήξει καθόλου και κάθε κλαδί ήταν βαρυφορτωμένο. Κάθε φορά που τραβούσε ένα κλαράκι μετέδιδε έναν ελαφρό κραδασμό στο δέντρο – έναν πολύ ανεπαίσθητο κραδασμό που ο ίδιος δεν καταλάβαινε – μα που ήταν ικανός να επιφέρει την καταστροφή. Πολύ ψηλά στο δέντρο το βάρος του χιονιού σ’ ένα κλαδί γλίστρησε, έπεσε τα υπόλοιπα κλαδιά από κάτω παρασύροντας το χιόνι από πάνω τους. Το συμβάν συνεχίστηκε, απλώθηκε και ενέπλεξε ολόκληρο το δέντρο. Προκλήθηκε μια χιονοστιβάδα που έπεσε απροειδοποίητα πάνω στον άντρα και στη φωτιά σβήνοντάς την εντελώς! Εκεί που πριν από λίγο έκαιγε, είχε τώρα σχηματιστεί ένα στρώμα από  φρέσκο και ανακατωμένο χιόνι.
Ο άντρας έμεινε εμβρόντητος. Ήταν σαν να είχε ακούσει τη θανατική του καταδίκη. Για μια στιγμή έμεινε ακίνητος κοιτώντας σαν χαζός το σημείο όπου λίγο πριν έκαιγε η φωτιά. Κατόπιν ηρέμησε. Ίσως ο γέρος στο Σάλφερ Κρικ να είχε τελικά δίκιο. Εάν είχε μαζί του έναν συνοδοιπόρο, δεν θα βρισκόταν σε κανέναν κίνδυνο τώρα. Ο συνοδοιπόρος θα του άναβε τη φωτιά. Λοιπόν τώρα, έπρεπε ξανά μόνος του να ανάψει φωτιά από την αρχή, και τη φορά αυτή δεν έπρεπε με κανένα λόγο ν’ αποτύχει. Ακόμη κι αν πετύχαινε, κατά πάσα πιθανότητα θα έχανε μερικά δάκτυλα από τα πόδια του. Τα πόδια του είχαν στα σίγουρα τώρα ξεπαγιάσει, και θα χρειαζόταν κάποιος χρόνος πριν ετοιμαστεί μια δεύτερη φωτιά.
Έτσι σκεφτόταν, αλλά δεν έμεινε άπρακτος. Όλη την ώρα που σκεφτόταν καταπιανόταν με την προετοιμασία. Έφτιαξε καινούριο βάθρο για τη φωτιά, τη φορά αυτή σε ανοιχτό χώρο, όπου κανένα ύπουλο δέντρο δε θα μπορούσε να τη σβήσει. Κατόπιν μάζεψε ξερόχορτα και μικρά τσαλιά από τα απομεινάρια της πλημμύρας. Δεν μπορούσε όμως να ενώσει τα δάχτυλά του να τα τραβήξει, αλλά κατόρθωσε να τα μαζέψει με τις χούφτες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μάζεψε άθελά του και σάπια κλαδάκια μαζί με πράσινα βρύα, πράγματα που ήταν ανεπιθύμητα, αλλά έκανε ό, τι καλύτερο μπορούσε. Εργάστηκε μεθοδικά, μαζεύοντας ακόμη και μια αγκαλιά από μεγαλύτερα κλαδιά για να τα χρησιμοποιήσει αργότερα όταν θα δυνάμωνε η φωτιά. Όλη αυτή την ώρα το σκυλί καθόταν και τον παρακολουθούσε, με μια μελαγχολική προσμονή στα μάτια του, γιατί τον έβλεπε σαν έναν άλλο Προμηθέα, αλλά η φωτιά αργούσε να έρθει.
Όταν όλα ήταν έτοιμα, ο άντρας έψαξε στην τσέπη του το δεύτερο κομματάκι της φλούδας από σημύδα. Ήξερε πως η φλούδα ήταν εκεί και παρόλο που δεν την ένιωθε με τα μουδιασμένα του δάχτυλα, μπορούσε ν’ ακούσει το ξερό τρίξιμό της καθώς ψαχούλευε να την πιάσει. Όσο όμως και να προσπαθούσε, δεν μπορούσε να την πιάσει. Και όσο περνούσε η ώρα, συνειδητοποιούσε πως κάθε στιγμή τα πόδια του ξεπάγιαζαν. Η σκέψη αυτή έτεινε να τον πανικοβάλει, αλλά αντιστάθηκε και διατήρησε την ψυχραιμία του. Φόρεσε τα γάντια του χρησιμοποιώντας τα δόντια του και κούνησε βίαια τα χέρια του πέρα δώθε, χτυπώντας τους καρπούς του μ’ όλη του τη δύναμη πάνω στα πλευρά του. Το έκανε αυτό άλλοτε καθισμένος και άλλοτε όρθιος. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα ο σκύλος παρέμενε καθισμένος στο χιόνι με την τραχιά του λύκου ουρά του κουλουριασμένη γύρω από τα μπροστινά του πόδια για να τα ζεσταίνει και με τα μυτερά του αυτιά τεντωμένα προς τα μπρος καθώς παρακολουθούσε τον άντρα. Και ο άντρας καθώς χτυπούσε τα χέρια του και ανέμιζε τα μπράτσα του, ένιωθε ένα ξαφνικό κύμα ζήλιας όπως έβλεπε το ζώο να είναι ζεστό και προστατευμένο με το φυσικό του κάλυμμα.
Μετά από κάποια ώρα άρχισε να νιώθει τα πρώτα ανεπαίσθητα σημάδια αίσθησης στα χτυπημένα του δάχτυλα. Το ελαφρό μυρμήγκιασμα σταδιακά δυνάμωνε και κατέληξε σε βασανιστικές σουβλιές, τις οποίες όμως ο άντρας τις δέχτηκε με ικανοποίηση. Αφαίρεσε με δύναμη το γάντι από το δεξί του χέρι και έβγαλε τη φλούδα σημύδας. Τα εκτεθειμένα του δάχτυλα ξαναμούδιασαν γρήγορα. Κατόπιν έβγαλε ένα ματσάκι θειούχα σπίρτα. Το τρομακτικό όμως ψύχος είχε ήδη διώξει τη ζωντάνια από τα δάχτυλά του. Στην προσπάθειά του να ξεχωρίσει ένα σπίρτο από τα υπόλοιπα, έριξε ολόκληρο το ματσάκι πάνω στο χιόνι. Προσπάθησε να σηκώσει ένα από το χιόνι, αλλά απέτυχε. Τα νεκρωμένα του δάκτυλα δεν μπορούσαν ν’ αγγίξουν, πόσο μάλλον να πιάσουν. Επικέντρωσε όλη του την προσοχή στο έργο του. Σταμάτησε να σκέφτεται τα ξεπαγιασμένα του, πόδια, μύτη και μάγουλα, και αφιέρωσε όλο του το είναι στα σπίρτα. Φρόντισε να χρησιμοποιήσει την αίσθηση της όρασης αντί της αφής και όταν είδε τα δάκτυλά να βρίσκονται κι από τις δυο μεριές της δέσμης, τα έσφιξε – δηλαδή ανάγκασε τη θέλησή του να τα σφίξει, γιατί τα νεύρα είχαν εντελώς ατονήσει και τα δάχτυλά του δεν υπάκουαν. Ξαναφόρεσε το γάντι του στο δεξί του χέρι και το χτύπησε με αγριότητα πάνω στο γόνατό του. Κατόπιν με τα δυο του γαντοφορεμένα γάντια, ‘φτυάρισε’ το μάτσο με τα σπίρτα, μαζί με αρκετό χιόνι, πάνω στην αγκαλιά του. Πλην όμως, η θέση του δε βελτιώθηκε. Μετά από μερικούς χειρισμούς κατόρθωσε να βάλει το μάτσο ανάμεσα στα μήλα των γαντοφορεμένων του χεριών και με τον τρόπο αυτόν τα έφερε στο στόμα του. Ο πάγος έτριξε και έσπασε απότομα σε μια βίαια προσπάθεια ν’ ανοίξει το στόμα του. Τράβηξε προς τα μέσα την κάτω γνάθο, ανασήκωσε τα πάνω χείλη του να ελευθερώσει τα δόντια του, και έξυσε το ματσάκι με τα μπροστινά του δόντια για να ξεχωρίσει και να πάρει ένα σπίρτο. Κατόρθωσε να πιάσει ένα, το οποίο αμέσως έπεσε στην αγκαλιά του. Πάλι στη ίδια κατάσταση. Δεν μπορούσε να το σηκώσει και επινόησε έναν άλλον τρόπο. Το μάζεψε με τα δόντια του και το έτριψε πάνω στο πόδι του καμιά εικοσαριά φορές πριν μπορέσει να το ανάψει. Και όπως ήταν αναμμένο, έβαλε τη φλόγα του πάνω στη φλούδα της σημύδας. Όμως το θειάφι του σπίρτου όπως καιγόταν ανέβηκε στα ρουθούνια του και έτσι εισχώρησε στα πνευμόνια του προκαλώντας έναν σπασμωδικό βήχα. Κατά συνέπεια το σπίρτο έπεσε στο χιόνι κι έσβησε. Ο παλιοκαιρινός στο Σάλφερ Κρικ είχε δίκιο, σκέφτηκε τη στιγμή ελεγχόμενης απελπισίας που ακολούθησε: κάτω από τους πενήντα βαθμούς, χρειάζεσαι έναν συνταξιδιώτη. Χτύπησε πάλι τα χέρια του, αλλά τη φορά αυτή δεν μπόρεσε να διεγείρει καμιά αίσθηση. Ξαφνικά ξεγύμνωσε και τα δυο του χέρια βγάζοντας τα γάντια του με τα δόντια του. Άδραξε ολόκληρο το μάτσο με τα σπίρτα με τα μήλα των γυμνών χεριών του. Οι μύες των μπράτσων του δεν είχαν ξεπαγιάσει επιτρέποντας έτσι τα σφίξει δυνατά με τα μήλα των χεριών του τα σπίρτα. Μετά έτριψε ολόκληρο το μάτσο πάνω στο πόδι του. Και τα εβδομήντα πέντε σπίρτα φούντωσαν σε μια φλόγα αμέσως! Δεν φυσούσε αέρας να τα σβήσει. Είχε γείρει το κεφάλι του πλάγια για να μην εισπνεύσει τον αποπνικτικό καπνό, και κράτησε το φλεγόμενο μάτσο κάτω από τη φλούδα της σημύδας. Και καθώς το κρατούσε ένιωσε μια ελαφρά αίσθηση στο χέρι του. Η σάρκα του καιγόταν και μπορούσε να τη μυρίσει. Βαθιά μέσα στο κρέας κάτω από την επιφάνεια του δέρματος ένιωσε και το κάψιμο που σιγά – σιγά εξελίχθηκε σε πόνο που έγινε οξύς. Αυτός όμως εξακολουθούσε να τον υποφέρει κρατώντας τη φλόγα των σπίρτων αδέξια κάτω από τη φλούδα, η οποία δεν έπαιρνε γρήγορα φωτιά, γιατί τα χέρια του που καίγονταν απορροφούσαν την περισσότερη φλόγα. Στο τέλος, μη μπορώντας να υποφέρει άλλο τον πόνο, τίναξε τα χέρια του ανοίγοντάς τα. Τα φλεγόμενα σπίρτα έπεσαν τσιτσιρίζοντας πάνω στο χιόνι, αλλά η φλούδα της σημύδας είχε πάρει φωτιά και έκαιγε. Άρχισε να βάζει πάνω της ξερόχορτα και μικροσκοπικά κλαράκια. Δεν ήταν όμως σε θέση να διαλέγει, γιατί ήταν αναγκασμένος να τα σηκώνει με τα μήλα των χεριών. Κομματάκια από σαπόξυλο και βρύα κολλούσαν στα κλαράκια, τα οποία απομάκρυνε με τα δόντια όσο καλύτερα μπορούσε. Προφύλαγε τη φλόγα προσεκτικά, αλλά αδέξια. Η φλόγα σήμαινε ζωή και δεν έπρεπε να την αφήσει να σβήσει. Η υποχώρηση του αίματος από την περιφέρεια του σώματός του τον έκανε τώρα να τουρτουρίζει, και κατά συνέπεια να τον καθιστά πιο αδέξιο. Ένα μεγάλο κομμάτι από πράσινες λειχήνες έπεσε φαρδύ πλατύ πάνω στη μικρή ακόμη φωτιά. Προσπάθησε να το απομακρύνει με τα δάχτυλά του, αλλά με το τουρτούρισμα που ένιωθε στο κορμί του ανατάραξε τον πυρήνα της φωτιάς, και τα καιγόμενα ξερόχορτα και κλαράκια χώρισαν και σκόρπισαν. Πάσχισε αμέσως να τα συνδαυλίσει, αλλά παρόλη την εντατική του προσπάθεια, το τουρτούρισμα πήρε το πάνω χέρι με αποτέλεσμα τα κλαράκια να μείνουν απελπιστικά το ένα εδώ και το άλλο εκεί. Κάθε αναμμένο κλαράκι έβγαλε μια πνοή καπνού και έσβησε. Ο Προμηθέας απέτυχε. Κοιτάζοντας τριγύρω του απαθής, τα μάτια του έπεσαν πάνω στο σκυλί που καθόταν από την άλλη άκρη της σβησμένης φωτιάς, στο χιόνι, ανήσυχο και καμπουριασμένο, σηκώνοντας ανεπαίσθητα, πότε το ένα, πότε το άλλο του πόδι, μετακινώντας το βάρος του πέρα δώθε με μελαγχολική προσμονή. Η θέα του σκύλου του έβαλε μια τρελή ιδέα στο μυαλό του. Του ήρθε στο νου η ιστορία κάποιου που βρέθηκε στη μέση μιας χιονοθύελλας, σκότωσε ένα μοσχάρι και σύρθηκε μέσα στο κουφάρι του για να ζεσταθεί, και μ’ αυτόν τον τρόπο σώθηκε. Θα σκότωνε λοιπόν το σκυλί και θα έχωνε τα χέρια του στο ζεστό του κορμί μέχρι που να φύγει το μούδιασμα. Μετά θα μπορούσε να ανάψει μια καινούρια φωτιά. Στράφηκε στο σκυλί καλώντας το κοντά του, αλλά στη φωνή του ακουγόταν ένας παράξενος τόνος φόβου που τρόμαξε το ζώο, το οποίο ποτέ πριν δεν είχε ακούσει τον άντρα να του μιλάει με τέτοιο τρόπο. Κάτι δεν πήγαινε καλά και η φιλύποπτη φύση του διαισθανόταν κίνδυνο – δεν καταλάβαινε το είδος του κινδύνου, αλλά κάπου, κάπως, μέσα στον εγκέφαλό του γεννήθηκε ένας φόβος για τον άντρα. Τσίτωσε τα αυτιά του προς τα πίσω στον ήχο της φωνής του άντρα, και οι ανήσυχες, καμπουριαστές κινήσεις καθώς και το πέρα δώθε κούνημα του σώματος έγιναν πιο έντονα. Όμως με κανένα τρόπο δεν έλεγε να πλησιάσει τον άντρα. Ο άντρας πέφτοντας στα τέσσερα άρχισε να σέρνεται προς τον σκύλο. Αυτή η αφύσικη στάση εξήψε περισσότερο την υποψία του και το ζώο άρχισε να απομακρύνεται διστακτικά. Ο άντρας ανακάθισε στο χιόνι για μια στιγμή και πάσχισε ν’ ανακτήσει την ψυχραιμία του. Κατόπιν με τη βοήθεια των δοντιών του φόρεσε τα γάντια του και σηκώθηκε όρθιος. Πρώτα – πρώτα κοίταξε προς τα κάτω για να βεβαιωθεί πως πράγματι στεκόταν στα πόδια του, γιατί η απουσία αίσθησης στα πόδια του έδινε την εντύπωση πως δεν πατούσε στη γη. Η όρθια στάση του και μόνο έδιωξε τα ίχνη υποψίας από το νου του σκύλου, και όταν ο άντρας του μίλησε προστακτικά, με τη φωνή του μαστιγίου, ο σκύλος απέτισε τη συνηθισμένη υποταγή και πλησίασε τον άντρα. Καθώς όμως ήταν σε απόσταση να τον πιάσει, ο άντρας έχασε τον έλεγχο. Τα χέρια του τινάχτηκαν προς τα μπρος να πιάσουν το σκυλί, αλλά δοκίμασε καθαρά δυσάρεστη έκπληξη ανακαλύπτοντας πως τα χέρια του δεν μπορούσαν να σφίξουν για να πιάσουν κι ούτε μπορούσε να νιώσει καμιά αίσθηση ή λύγισμα στα δάκτυλά του. Είχε ξεχάσει προς στιγμή ότι είχαν ξεπαγιάσει και συνέχιζαν να ξυλιάζουν όλο και περισσότερο. Όλο το συμβάν έγινε γρήγορα, και προτού προλάβει το ζώο να ξεφύγει, αυτός είχε ήδη αγκαλιάσει το σώμα του σκυλιού. Καθόταν πάνω στο χιόνι, κρατώντας το σκυλί μ’ αυτόν τον τρόπο, ενώ αυτό γρύλλιζε και κλαψούριζε πασχίζοντας να ξεφύγει. Ο άντρας όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο από το να κρατά το σκυλί αγκαλιασμένο και να κάθεται. Διαπίστωσε ότι δεν ήταν σε θέση να σκοτώσει το σκυλί. Δεν υπήρχε τρόπος να το κάνει. Με τα ανήμπορά του χέρια δεν μπορούσε ούτε να βγάλει από τη θήκη και να κρατήσει το μαχαίρι κι ούτε να πνίξει το ζώο. Ακολούθως το άφησε ελεύθερο κι αυτό έξαλλο ξέφυγε γρυλλίζοντας μακριά του, με την ουρά ανάμεσα στα σκέλη. Σταμάτησε καμιά σαρανταριά βήματα πιο πέρα κοιτάζοντάς τον περίεργα με τα αυτιά του τσιτωμένα προς τα μπρος. Ο άντρας κοίταξε προς τα κάτω για να εντοπίσει τα χέρια του, βλέποντάς τα να κρέμονται στις άκρες των μπράτσων του. Του ήρθε πολύ παράξενο που έπρεπε να χρησιμοποιήσει τα μάτια του για να βρει που είναι τα χέρια του. Άρχισε να τινάζει τα χέρια του μπρος πίσω και να χτυπάει τους καρπούς στα πλευρά του με βιαιότητα. Συνέχισε έτσι για πέντε λεπτά μέχρι που η καρδιά του έστειλε αρκετό αίμα στην περιφέρεια για να σταματήσει το τουρτούρισμα. Όμως καμιά αίσθηση δεν επανήλθε στα χέρια του δίνοντάς του την εντύπωση ότι κρέμονταν σαν βαρίδια στα άκρα από τα μπράτσα του. Όμως όταν προσπάθησε να διώξει αυτή την εντύπωση, πάλι δεν ένιωσε καμιά αίσθηση. Και τότε κυριεύτηκε από έναν ακαθόριστο φόβο θανάτου, που τον συνέθλιβε. Και τούτος ο φόβος γινόταν οξύτερος καθώς διαπίστωνε ότι δεν ήταν πλέον απλά μια υπόθεση ξεπαγιάσματος των δακτύλων των χεριών και των ποδιών του, ούτε και η απώλεια χεριών και ποδιών, αλλά ήταν θέμα ζωής και θανάτου με όλες τις πιθανότητες εναντίον του. Τούτο τον πανικόβαλε και άρχισε να τρέχει ακολουθώντας το παλιό, δυσδιάκριτο μονοπάτι κατά μήκος της κοίτης του ρέματος. Το σκυλί έτρεχε κι αυτό μαζί του κατά πόδας. Ο άντρας έτρεχε στα τυφλά, χωρίς κανέναν σκοπό, με τέτοιο φόβο που δεν είχε νιώσει ποτέ του πριν στη ζωή. Βαθμηδόν, καθώς προχωρούσε παραδέρνοντας και οργώνοντας μέσα στο χιόνι, άρχισε να βλέπει γνώριμα αντικείμενα πάλι – τις όχθες του ρέματος, τους ανακατωμένους σωρούς από ξύλα, τις γυμνές λεύκες και τον ουρανό.
Το τρέξιμο τον έκανε να αισθανθεί καλύτερα. Σταμάτησε να τουρτουρίζει. Ίσως, αν συνέχιζε να τρέχει, τα πόδια του θα ξεπάγωναν, και, εξάλλου, εάν έτρεχε αρκετά μακριά, να έφτανε στην κατασκήνωση και στους συντρόφους του. Αναμφίβολα θα έχανε μερικά δάκτυλα από τα χέρια και τα πόδια, και μέρος του προσώπου του, αλλά οι σύντροφοί του θα τον φρόντιζαν και κατά τα άλλα θα γλίτωνε όταν θα έφθανε εκεί. Συγχρόνως όμως μια άλλη σκέψη καρφώθηκε στο μυαλό του που του έλεγε πως δε θα έφθανε ποτέ στην κατασκήνωση και στους συντρόφους του. Ότι ήταν μίλια μακριά, ότι το ξεπάγιασμα προχώρησε πολύ μέσα του, και σύντομα θα κοκάλωνε και θα πέθαινε. Αυτή τη σκέψη την απώθησε στο πίσω μέρος του νου του και αρνούταν να τη λάβει υπόψη. Ενίοτε όμως αυτή έβγαινε μπροστά του και απαιτούσε να ακουστεί, αυτός όμως την απωθούσα πάλι πίσω καταβάλλοντας επίπονες προσπάθειες να σκέφτεται άλλα πράγματα. Και για μια φορά ακόμη του φάνηκε περίεργο που μπορούσε καν να τρέχει με πόδια τόσο παγωμένα που από το μούδιασμα δεν τα ένιωθε καθόλου όταν αυτά πατούσαν στη γη σηκώνοντας το βάρος του σώματός του. Του φαινόταν να υπερίπταται σε μικρή απόσταση πάνω από το έδαφος χωρίς καμιά σύνδεση με τη γη. Κάποτε είχε δει έναν φτερωτό Ερμή και αναρωτήθηκε αν ο Ερμής ένιωθε το ίδιο όπως αυτός τώρα που πετούσε φαινομενικά λίγο πιο πάνω από το έδαφος.
Η θεωρία του να τρέξει μέχρι την κατασκήνωση και τους συντρόφους του είχε ένα και μοναδικό ψεγάδι: δεν θα άντεχε να τρέξει μια τόσο μεγάλη απόσταση. Αρκετές φορές σκόνταψε και τελικά κλονίστηκε, διπλώθηκε και έπεσε. Όταν προσπάθησε να σηκωθεί, δεν μπορούσε. Έκρινε πως έπρεπε να καθίσει και να ξεκουραστεί, και μετά έπρεπε απλά να συνεχίσει να περπατά. Όπως είχε καθίσει να πάρει ανάσα, παρατήρησε πως ένιωθε εντελώς ζεστός και άνετος. Δεν τουρτούριζε πια, και επί πλέον του φαινόταν πως μια θαλπωρή είχε διαχυθεί στο στήθος του και στο κορμί του. Όταν όμως άγγιξε τη μύτη και τα μάγουλά του, δεν υπήρχε καμιά αίσθηση. Το τρέξιμο λοιπόν δεν θα τα ξεπάγωνε, ούτε και τα πάνω ούτε και κάτω άκρα. Κατόπιν του ήρθε στο νου και μια άλλη σκέψη: πως δηλαδή το ξεπάγιασμα όλο και προχωρούσε πιο βαθιά στο σώμα του. Προσπάθησε να διώξει την ιδέα, να την ξεχάσει και να σκεφτεί κάτι άλλο. Αντιλήφθηκε το αίσθημα πανικού που του προξενούσε αυτή η σκέψη και φοβόταν τον πανικό. Αλλά η σκέψη πήρε το πάνω χέρι, τον κυρίευσε μέχρι που οραματίστηκε το σώμα του εντελώς παγωμένο.
Εντωμεταξύ, το σκυλί τον ακολουθούσε κατά πόδας. Όταν αυτός έπεσε για δεύτερη φορά, το σκυλί κουλούριασε την ουρά του πάνω από τα μπροστινά του πόδια και κάθισε μπροστά του, κοιτώντάς τον με μια περίεργη και έντονη προσμονή. Η ζέστη και η ασφάλεια του ζώου τον εκνεύρισε και άρχισε να το βρίζει μέχρι που το ζώο τσίτωσε τα αυτιά του σε μια κατευναστική στάση. Τώρα το ρίγος ξανάρθε στον άντρα γρηγορότερα. Έχανε πια τη μάχη με την παγωνιά. Η παγωνιά σερνόταν μέσα στο σώμα του από όλες τις μεριές. Αυτό τον έκανε να συνεχίσει το τρέξιμο, αλλά δεν μπόρεσε να τρέξει παραπάνω από εκατό βήματα και τρεκλίζοντας έπεσε προς τα μπρος φαρδύς πλατύς. Ήταν ο τελευταίος του πανικός.
Όταν ανάκτησε την αναπνοή του και τον έλεγχο, ανακάθισε και απασχόλησε το μυαλό του με την ιδέα να δεχθεί τον θάνατο με αξιοπρέπεια. Η ιδέα αυτή του ήρθε με την ακόλουθη παρομοίωση: Μέχρι τώρα είχε γελοιοποιηθεί στον εαυτό του, με το να τρέχει άσκοπα σαν κοτόπουλο με κομμένο το κεφάλι. Λοιπόν τώρα έτσι κι αλλιώς θα ξεπάγιαζε μέχρι θανάτου, πράγμα που κάλλιστα ας το δεχόταν ευπρεπώς. Με γαληνεμένο το μυαλό του, ένιωσε και τα πρώτα σημάδια υπνηλίας. Καλή ιδέα, σκέφτηκε, να τελειώσει μέσα στον ύπνο. Ήταν σαν να είχε πάρει αναισθητικό. Το να πεθάνεις από το κρύο δεν ήταν και τόσο άσχημο όπως πίστευε ο κόσμος. Υπήρχαν και χειρότεροι τρόποι να πεθάνει κανείς.
Έφερε στο νου του την εικόνα των συντρόφων του να βρίσκουν το πτώμα του την επόμενη μέρα. Και ξαφνικά είδε πως βρισκόταν κι αυτός μαζί τους, ακολουθώντας το μονοπάτι και ψάχνοντας να βρει το πτώμα του. Και στρίβοντας μια καμπή βρήκε τον εαυτό του ξαπλωμένο στο χιόνι. Δεν ήταν πια ο ίδιος, γιατί βρισκόταν έξω από το σώμα του, να στέκεται εκεί με τους συντρόφους του και να κοιτάζει τον εαυτό του πάνω στο χιόνι. Πράγματι έκανε πάρα πολύ κρύο, ήταν η πρώτη σκέψη που έκανε. Όταν θα επέστρεφε πίσω στην πατρίδα, θα έλεγε στους δικούς τι σημαίνει πραγματικό κρύο. Μετά φαντάστηκε τον παλιοκαιρίσιο στο Σάλφερ Κρικ. Τον έβλεπε καθαρά, στη ζεστασιά και στην άνεσή του να καπνίζει την πίπα του.
«Πόσο δίκιο είχες, γερόλυκε», μουρμούρισε απευθυνόμενος στον παλιοκαιρίσιο του Σάλφερ Κρικ. Μετά ο άντρας ένιωσε πως έπεσε σ’ έναν πάρα πολύ αναπαυτικό και γαλήνιο ύπνο που δεν είχε ποτέ γνωρίσει. Το σκυλί τον κοίταζε και περίμενε. Η σύντομη μέρα τελείωσε σ’ ένα αργό, παρατεταμένο λυκόφως. Δεν υπήρχαν σημάδια πως θα άναβε φωτιά, και εξάλλου ποτέ ο σκύλος, σύμφωνα με την εμπειρία του, δεν είχε δει έναν άνθρωπο να κάθεται έτσι απλά στο χιόνι χωρίς ν’ ανάψει φωτιά. Καθώς η αμφιλύκη έφτανε στο τέλος και έπεφτε το σκοτάδι, η σφοδρή του επιθυμία για φωτιά κυρίευσε το ζώο, και σηκώνοντας και μετακινώντας τα μπροστινά του πόδια, άρχισε να κλαψουρίζει σιγανά. Κατόπιν ίσιωσε τα αυτιά του περιμένοντας ο άντρας να το μαλώσει. Όμως αυτός παρέμενε ήσυχος. Αργότερα το ζώο άρχισε να κλαίει δυνατότερα και μετά από λίγο σύρθηκε κοντά στον άντρα κι ένιωσε τη μυρωδιά του θανάτου. Τούτο έκανε τις τρίχες του να σηκωθούν και οπισθοχώρησε φοβισμένο. Καθυστέρησε λίγο ακόμη ουρλιάζοντας κάτω από τα άστρα που εμφανίστηκαν απότομα λάμποντας ζωηρά στο παγωμένο στερέωμα. Ύστερα, γύρισε και έφυγε τροχάζοντας στο μονοπάτι προς την κατεύθυνση της κατασκήνωσης που ήξερε, όπου θα εύρισκε άλλους που θα του παρείχαν τροφή και φωτιά. 

Τζακ Λόντον - Βικιπαίδεια

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη

  Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη pelop.gr  Πελοπόννησος Newsroom ...