Athens Voice, 10/12/2015
Βάνδαλοι
Είμαι αρκετά μεγάλη για να θυμάμαι τη
Νέα Υόρκη των σύγχρονων βανδάλων: μολονότι ο δήμαρχος Τζον Λίντσυ
κήρυξε πόλεμο, ήδη από τη δεκαετία του 1960, σε κάθε μορφή βανδαλισμού,
τα γκραφίτι είχαν αρχίσει να καλύπτουν την πόλη: τα βαγόνια, τα τζάμια,
τα καθίσματα του υπόγειου σιδηροδρόμου· τους τοίχους· την «επίπλωση» των
δρόμων (παγκάκια, φανοστάτες, τηλεφωνικούς θαλάμους), τα έργα τέχνης,
τις πινακίδες της τροχαίας. Η χρωματική δυσαρμονία του υπόγειου κόσμου
–ένα αποκρουστικό θέαμα– διαχεόταν σε ολόκληρη την πόλη και συνοδευόταν
από καταστροφές δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας: σε πολλές συνοικίες
γίνονταν εμπρησμοί κτηρίων και αυτοκινήτων· επικρατούσε πνεύμα
καταστροφικής γιορτής. Ο Τζον Λίντσυ πάντως χαρακτήρισε τη spray can art
βανδαλισμό και, μέχρι το τέλος του 1989, επί δημαρχίας Eντ Κοτς, ο
δημόσιος χώρος στη Νέα Υόρκη είχε αρχίσει να προστατεύεται.
Αναφέρω τη Νέα Υόρκη επειδή έπεσε πολύ χαμηλά και ύστερα αναστήθηκε με τον λαμπρότερο τρόπο: δεν άλλαξε μόνον η μέθοδος επιβολής των νόμων, άλλαξαν οι ίδιοι οι Νεοϋορκέζοι· η συμπεριφορά τους στον δημόσιο χώρο· το επίπεδο ανοχής τους στην ασχήμια και στην παρανομία – εν τέλει, η σχέση τους με την πόλη και με τον εαυτό τους. Αυτή η σχέση μού φαίνεται σήμερα το στοίχημα της Αθήνας, της πιο βανδαλισμένης πόλης στην Ευρώπη όπου οτιδήποτε ωραίο ρημάζει, φθείρεται και διαλύεται. Αναρχοφασίστες και άλλα είδη κακών πολιτών δεν μπορούν να ανεχθούν την καθαριότητα και την ομορφιά· ο όχλος επιτίθεται τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό χώρο κινούμενος από αρχέγονα ένστικτα σαν εκείνα των γερμανικών φύλων που λεηλάτησαν τη Ρώμη το 455. Και των ορδών, που μετά τη Γαλλική Επανάσταση, κατέστρεψαν έργα τέχνης με δήθεν επαναστατική διάθεση.
Οι βάρβαροι εκδήλωναν, ανέκαθεν, καταστροφική μανία· η μη κατανόηση του πολιτισμού και η αποστροφή για οτιδήποτε ωραίο είναι χαρακτηριστικό της βαρβαρότητας. Στην πορεία της ιστορίας, η καταστροφικότητα των βαρβάρων επεκτάθηκε σε μηδενιστικές ομάδες και άτομα που πρέσβευαν μια «εγκληματική κουλτούρα» – μια ιδέα και πράξη που εμφανίστηκε ξανά και σε επαναστατικές περιόδους (π.χ. στην Κομμούνα του Παρισιού, στη διάρκεια των αναρχο-τρομοκρατικών κινημάτων πριν από τον μπολσεβικισμό κτλ.) καθώς και σε περιόδους κοινωνικής παρακμής (π.χ. στη διάρκεια της ανόδου του ναζισμού). Επίσης, επεκτάθηκε και χαρακτηρίζει ακόμα σύνολα και αγελαία άτομα που ακολουθούν ηγετίσκους με βαθιά προβληματική ψυχολογία: ο Άρνολντ Γκόλντσταϊν, μεταξύ άλλων, έχει ασχοληθεί με την ψυχολογία των βανδάλων· με το πώς διαμορφώνεται το ψυχικό κενό που κάνει τον άνθρωπο καταστροφέα· με το γιατί νεαρά ή λιγότερο νεαρά άτομα ασχημίζουν βιαίως τον χώρο στον οποίον ζουν· με το πώς φτάνει κανείς σε πλήρη έλλειψη σεβασμού, σε περιφρόνηση και μίσος των πραγμάτων, των προσώπων και του περιβάλλοντος.
Η πανεπιστημιούπολη στου Ζωγράφου είναι ένα παράδειγμα προς μελέτη. Το κτήριο είναι εκ κατασκευής καταθλιπτικό – αλλά γίνεται αβάσταχτο εξαιτίας της παρέμβασης των φοιτητών και της απουσίας κάθε αρχής, κάθε authority. Τι λογής άνθρωποι είναι αυτοί που ξύνουν με σουγιάδες και κλειδιά τις μεταλλικές επιφάνειες των ασανσέρ; Που γράφουν παντού με σπρέι και μαρκαδόρους συνθήματα (βίαια, επιθετικά και ανορθόγραφα), ή που σκαλίζουν, απλώς, το όνομά τους στους τοίχους; Τι λογής άνθρωποι κολλάνε αυτοκόλλητα στις κολόνες και ξεχαρβαλώνουν τα θρανία και τα έδρανα των αμφιθεάτρων; Αν κρίνω από το ανθρώπινο υλικό που συναντώ στις αίθουσες διδασκαλίας πρόκειται για νέους χωρίς παιδεία και χωρίς φιλοδοξία· κυρίως, χωρίς καμιά αίσθηση καθαριότητας και ομορφιάς: συνυπάρχουν ανέμελα δίπλα σε σωρούς απορριμμάτων· καπνίζουν ενώ, επισήμως, το κάπνισμα απαγορεύεται· τρώνε και πίνουν μέσα στο αμφιθέατρο. Κανείς δεν διαμαρτύρεται, κανείς δεν επικαλείται την προαναφερθείσα φαντασματική authority. Τίποτα δεν έχει αλλάξει από το 1975, όταν πρωτομπήκα στο ελληνικό πανεπιστήμιο και έπαθα το σοκ που έπαθα. Ό,τι συνέβαινε συνεχίζει να συμβαίνει σαράντα χρόνια αργότερα: ακολουθώντας κάποιου είδους peer pressure, οι φοιτητές αψηφούν κάθε κανόνα η παραβίαση του οποίου δεν επισύρει τιμωρία. Ο βανδαλισμός είναι εύκολος, ανώνυμος, ομαδικός – και παραμένει ατιμώρητος. Ενέχει μάλιστα ένα φτωχικό, ένα φτηνό ιδεολογικό μήνυμα: την απόρριψη της «περιουσίας», την απόρριψη της γνώσης. Στην πραγματικότητα τον φθόνο έναντι της περιουσίας και της γνώσης.
Στη συνέχεια, βγαίνει κανείς στην πόλη και η κατάσταση είναι παρόμοια: tagging, παραμόρφωση προσόψεων, συνθήματα σε όλες τις επιφάνειες, ακόμα και στις πιο μικρές όπως τα ταχυδρομικά κουτιά και οι κάδοι των σκουπιδιών. Η αντικοινωνική συμπεριφορά γίνεται ανεκτή· έχουμε μάλιστα συνηθίσει να μην τη βλέπουμε γύρω μας, είτε από στωικότητα είτε από αδιαφορία. Ωστόσο, η ασχήμια επηρεάζει θλιβερά την ποιότητα της ζωής· είναι αυτονόητο.
Για να επιστρέψω στην περίπτωση της Νέας Υόρκης, ο Ρούντολφ Τζουλιάνι είχε, φυσικά, απόλυτο δίκιο όταν περιέλαβε τον βανδαλισμό στην εκστρατεία του εναντίον της εγκληματικότητας – μια εκστρατεία που διαπαιδαγώγησε τους Νεοϋορκέζους και κατέληξε όχι μόνον στη μείωση των βίαιων εγκλημάτων αλλά σ' ένα ανανεωμένο κοινοτικό ιδεώδες που πλαισιώνεται από μια επιτυχημένη διαχείριση πλήθους.
Στην Ελλάδα δεν τολμάμε να τα βάλουμε με τον εσμό των βανδάλων. Δεν φαίνεται καν να χρησιμοποιούμε τα λάθη και τις επιτυχίες των άλλων χωρών για να διαμορφώσουμε πολιτική και να αποτρέψουμε συμφορές: η Αθήνα είναι πολύ διαφορετική από τη Νέα Υόρκη, αλλά η ανθρώπινη φύση είναι παντού η ίδια· αν ο βανδαλισμός αρχίσει να τιμωρείται όπως τιμωρείται σε όλες τις σοβαρές χώρες (στη Σιγκαπούρη, που εμπνέεται από ασιατική αντίληψη εγκλήματος και τιμωρίας, οποιαδήποτε αυθαίρετη παρέμβαση στον δημόσιο χώρο σημαίνει τρία χρόνια κάθειρξη), απλούστατα θα σταματήσει. Η πολιτική της μηδενικής ανοχής ακούγεται αυταρχική αλλά απομονώνει τους εγκληματίες και απελευθερώνει τους αθώους. Για να μην επιβληθεί ο αυταρχισμός, που τρομάζει τόσο τις ευαίσθητες δημοκρατικές ψυχές, υπάρχει λύση: το να πάψουν οι βάνδαλοι να επιτίθενται σε ό,τι δεν τους ανήκει και να ασχημίζουν τον χώρο τον οποίο μοιράζονται με τους άλλους. Η πολιτική της μέγιστης ανοχής που εφαρμόζεται σήμερα είναι μια μορφή δικτατορίας ψυχοπαθητικών μειοψηφιών που ευνοούνται από την απάθεια ή τη βαθιά αποκαρδίωση της πλειοψηφίας.
Αναφέρω τη Νέα Υόρκη επειδή έπεσε πολύ χαμηλά και ύστερα αναστήθηκε με τον λαμπρότερο τρόπο: δεν άλλαξε μόνον η μέθοδος επιβολής των νόμων, άλλαξαν οι ίδιοι οι Νεοϋορκέζοι· η συμπεριφορά τους στον δημόσιο χώρο· το επίπεδο ανοχής τους στην ασχήμια και στην παρανομία – εν τέλει, η σχέση τους με την πόλη και με τον εαυτό τους. Αυτή η σχέση μού φαίνεται σήμερα το στοίχημα της Αθήνας, της πιο βανδαλισμένης πόλης στην Ευρώπη όπου οτιδήποτε ωραίο ρημάζει, φθείρεται και διαλύεται. Αναρχοφασίστες και άλλα είδη κακών πολιτών δεν μπορούν να ανεχθούν την καθαριότητα και την ομορφιά· ο όχλος επιτίθεται τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό χώρο κινούμενος από αρχέγονα ένστικτα σαν εκείνα των γερμανικών φύλων που λεηλάτησαν τη Ρώμη το 455. Και των ορδών, που μετά τη Γαλλική Επανάσταση, κατέστρεψαν έργα τέχνης με δήθεν επαναστατική διάθεση.
Οι βάρβαροι εκδήλωναν, ανέκαθεν, καταστροφική μανία· η μη κατανόηση του πολιτισμού και η αποστροφή για οτιδήποτε ωραίο είναι χαρακτηριστικό της βαρβαρότητας. Στην πορεία της ιστορίας, η καταστροφικότητα των βαρβάρων επεκτάθηκε σε μηδενιστικές ομάδες και άτομα που πρέσβευαν μια «εγκληματική κουλτούρα» – μια ιδέα και πράξη που εμφανίστηκε ξανά και σε επαναστατικές περιόδους (π.χ. στην Κομμούνα του Παρισιού, στη διάρκεια των αναρχο-τρομοκρατικών κινημάτων πριν από τον μπολσεβικισμό κτλ.) καθώς και σε περιόδους κοινωνικής παρακμής (π.χ. στη διάρκεια της ανόδου του ναζισμού). Επίσης, επεκτάθηκε και χαρακτηρίζει ακόμα σύνολα και αγελαία άτομα που ακολουθούν ηγετίσκους με βαθιά προβληματική ψυχολογία: ο Άρνολντ Γκόλντσταϊν, μεταξύ άλλων, έχει ασχοληθεί με την ψυχολογία των βανδάλων· με το πώς διαμορφώνεται το ψυχικό κενό που κάνει τον άνθρωπο καταστροφέα· με το γιατί νεαρά ή λιγότερο νεαρά άτομα ασχημίζουν βιαίως τον χώρο στον οποίον ζουν· με το πώς φτάνει κανείς σε πλήρη έλλειψη σεβασμού, σε περιφρόνηση και μίσος των πραγμάτων, των προσώπων και του περιβάλλοντος.
Η πανεπιστημιούπολη στου Ζωγράφου είναι ένα παράδειγμα προς μελέτη. Το κτήριο είναι εκ κατασκευής καταθλιπτικό – αλλά γίνεται αβάσταχτο εξαιτίας της παρέμβασης των φοιτητών και της απουσίας κάθε αρχής, κάθε authority. Τι λογής άνθρωποι είναι αυτοί που ξύνουν με σουγιάδες και κλειδιά τις μεταλλικές επιφάνειες των ασανσέρ; Που γράφουν παντού με σπρέι και μαρκαδόρους συνθήματα (βίαια, επιθετικά και ανορθόγραφα), ή που σκαλίζουν, απλώς, το όνομά τους στους τοίχους; Τι λογής άνθρωποι κολλάνε αυτοκόλλητα στις κολόνες και ξεχαρβαλώνουν τα θρανία και τα έδρανα των αμφιθεάτρων; Αν κρίνω από το ανθρώπινο υλικό που συναντώ στις αίθουσες διδασκαλίας πρόκειται για νέους χωρίς παιδεία και χωρίς φιλοδοξία· κυρίως, χωρίς καμιά αίσθηση καθαριότητας και ομορφιάς: συνυπάρχουν ανέμελα δίπλα σε σωρούς απορριμμάτων· καπνίζουν ενώ, επισήμως, το κάπνισμα απαγορεύεται· τρώνε και πίνουν μέσα στο αμφιθέατρο. Κανείς δεν διαμαρτύρεται, κανείς δεν επικαλείται την προαναφερθείσα φαντασματική authority. Τίποτα δεν έχει αλλάξει από το 1975, όταν πρωτομπήκα στο ελληνικό πανεπιστήμιο και έπαθα το σοκ που έπαθα. Ό,τι συνέβαινε συνεχίζει να συμβαίνει σαράντα χρόνια αργότερα: ακολουθώντας κάποιου είδους peer pressure, οι φοιτητές αψηφούν κάθε κανόνα η παραβίαση του οποίου δεν επισύρει τιμωρία. Ο βανδαλισμός είναι εύκολος, ανώνυμος, ομαδικός – και παραμένει ατιμώρητος. Ενέχει μάλιστα ένα φτωχικό, ένα φτηνό ιδεολογικό μήνυμα: την απόρριψη της «περιουσίας», την απόρριψη της γνώσης. Στην πραγματικότητα τον φθόνο έναντι της περιουσίας και της γνώσης.
Στη συνέχεια, βγαίνει κανείς στην πόλη και η κατάσταση είναι παρόμοια: tagging, παραμόρφωση προσόψεων, συνθήματα σε όλες τις επιφάνειες, ακόμα και στις πιο μικρές όπως τα ταχυδρομικά κουτιά και οι κάδοι των σκουπιδιών. Η αντικοινωνική συμπεριφορά γίνεται ανεκτή· έχουμε μάλιστα συνηθίσει να μην τη βλέπουμε γύρω μας, είτε από στωικότητα είτε από αδιαφορία. Ωστόσο, η ασχήμια επηρεάζει θλιβερά την ποιότητα της ζωής· είναι αυτονόητο.
Για να επιστρέψω στην περίπτωση της Νέας Υόρκης, ο Ρούντολφ Τζουλιάνι είχε, φυσικά, απόλυτο δίκιο όταν περιέλαβε τον βανδαλισμό στην εκστρατεία του εναντίον της εγκληματικότητας – μια εκστρατεία που διαπαιδαγώγησε τους Νεοϋορκέζους και κατέληξε όχι μόνον στη μείωση των βίαιων εγκλημάτων αλλά σ' ένα ανανεωμένο κοινοτικό ιδεώδες που πλαισιώνεται από μια επιτυχημένη διαχείριση πλήθους.
Στην Ελλάδα δεν τολμάμε να τα βάλουμε με τον εσμό των βανδάλων. Δεν φαίνεται καν να χρησιμοποιούμε τα λάθη και τις επιτυχίες των άλλων χωρών για να διαμορφώσουμε πολιτική και να αποτρέψουμε συμφορές: η Αθήνα είναι πολύ διαφορετική από τη Νέα Υόρκη, αλλά η ανθρώπινη φύση είναι παντού η ίδια· αν ο βανδαλισμός αρχίσει να τιμωρείται όπως τιμωρείται σε όλες τις σοβαρές χώρες (στη Σιγκαπούρη, που εμπνέεται από ασιατική αντίληψη εγκλήματος και τιμωρίας, οποιαδήποτε αυθαίρετη παρέμβαση στον δημόσιο χώρο σημαίνει τρία χρόνια κάθειρξη), απλούστατα θα σταματήσει. Η πολιτική της μηδενικής ανοχής ακούγεται αυταρχική αλλά απομονώνει τους εγκληματίες και απελευθερώνει τους αθώους. Για να μην επιβληθεί ο αυταρχισμός, που τρομάζει τόσο τις ευαίσθητες δημοκρατικές ψυχές, υπάρχει λύση: το να πάψουν οι βάνδαλοι να επιτίθενται σε ό,τι δεν τους ανήκει και να ασχημίζουν τον χώρο τον οποίο μοιράζονται με τους άλλους. Η πολιτική της μέγιστης ανοχής που εφαρμόζεται σήμερα είναι μια μορφή δικτατορίας ψυχοπαθητικών μειοψηφιών που ευνοούνται από την απάθεια ή τη βαθιά αποκαρδίωση της πλειοψηφίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου