Πέμπτη, Νοεμβρίου 26, 2015

Καλημέρα με νουάρ

 Ανδρέας Πασσάς

Ψοφίμι

Νουάρ

StrayDogShadows


Ανδρέας Πασσάς


Το μαύρο Ροντβάιλερ αναστατωμένο από τις φωνές και τον ορυμαγδό, γάβγιζε κάνοντας κύκλους γύρω από το μεταλλικό στύλο που ήταν δεμένο με μια χονδρή αλυσίδα.  Το γάβγισμά του αντηχούσε μέσα στην περιφραγμένη αυλή, με τα δυο σκουριασμένα αγροτικά φορτηγά, τα πεταμένα κομμάτια και εξαρτήματα οχημάτων, όλα αφημένα από την εποχή που το μέρος  λειτουργούσε ως παράνομο υπαίθριο συνεργείο, με μια λαμαρίνα, άτσαλα βαλμένη πάνω από έναν πάγκο εργασίας για να ρίχνει σκιά.
Κατέβηκε τα σκαλιά από την πόρτα του σπιτιού, πέρασε δίπλα από τον σκύλο που είχε σηκωθεί στα πίσω πόδια, με τα σάλια και την καυτή ανάσα του σχεδόν να τον γλείφουν στο μάγουλο και βιαστικά πήγε στο αυτοκίνητο. Για λίγο, πανικοβλήθηκε νομίζοντας ότι τα κλειδιά  του είχαν πέσει κάπου μέσα και θα έπρεπε να ξαναγυρίσει να τα πάρει. Ευτυχώς, ήταν στην πίσω δεξιά τσέπη του παντελονιού. Πάτησε τον διακόπτη, όμως οι κλειδαριές δεν άνοιξαν. Πάτησε το κλείδωμα και έπειτα ξαναδοκίμασε τον διακόπτη. Κάτω από το πανδαιμόνιο του σκύλου, άκουσε τον ανεπαίσθητο θόρυβο της ασφάλειας και τον ήχο της απενεργοποίησης του συναγερμού.
Την στιγμή που έβαζε μπρος, ο νεαρός άνδρας βγήκε από το σπίτι, κρατώντας ένα Καλάσνικοφ. Το αριστερό πόδι ήταν σπασμένο στο γόνατο και ο πόνος είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο του. Έριξε όλο το βάρος του πάνω στην κουπαστή της σκάλας και σημάδεψε.
«Διάολε που το βρήκε το πυροβόλο!», βλαστήμησε, ενώ το αμάξι τινάζονταν άτσαλα μπροστά, σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης. Δεν πρόλαβε να φτάσει στην έξοδο , όταν άκουσε τρείς μεταλλικούς ήχους στο αμάξωμα, ο τελευταίος συνοδεύτηκε από μια αίσθηση γροθιάς στην κοιλιά του.  Το σοκ τον έκανε να φρενάρει απότομα. Η σκόνη ήταν τόση που δεν έβλεπε τίποτα μέσα από τα τσάμια. Κοίταξε κάτω. Το παντελόνι και το κάθισμα είχαν λερωθεί με αίμα. Είδε την μικρή τρύπα στην πόρτα. Έβαλε το δάκτυλό  μέσα και έπειτα το οδήγησε εκεί που ήταν η πληγή.  Ήταν ξεγραμμένος. Τράβηξε το όπλο κάτω από το κάθισμα και βγήκε έξω κρατώντας την κοιλιά  με το ελεύθερο χέρι.
Ο άνδρας με το σπασμένο πόδι, ήταν πεσμένος κάτω και προσπαθούσε να συρθεί προς το πυροβόλο που είχε κυλήσει στην βάση της σκάλας. Σχεδόν χούφτωνε την κάνη όταν εκείνος το σκούπισε με μια δυνατή κλωτσιά μακριά στέλνοντας το  με έναν μεταλλικό κρότο μακριά.
Πρώτα πήγε στον σκύλο και τον πυροβόλησε ακριβώς μέσα στο στόμα. Έπειτα πάλι στον άνδρα.
« Όχι, όχι, σε παρακαλώ» εκλιπαρούσε με τα χέρια προτεταμένα.
Του έριξε μια στο στήθος και μια στο κεφάλι.
« Βλάκα, δεν μπορούσες να το αφήσεις έτσι! Έπρεπε να μας σκοτώσεις και τους δύο» βάλθηκε να τον κλωτσάει μέχρι που διπλώθηκε φτύνοντας μια παχιά ροχάλα αίμα που εκβίασε τον δρόμο της έξω. Ακούμπησε στον τοίχο, κρατώντας πάντα την κοιλιά του, με τα χέρια κόκκινα από το αίμα, τη μπλούζα και το τζίν να πίνουν το υγρό και να έχουν κολλήσει στο σώμα του.
Έκλεισε τα μάτια, όμως η σκέψη ότι η ζωή του έρρεε από την τρύπα στην ανυπαρξία σε τούτο το άθλιο μέρος, ανάμεσα στα σκουπίδια και την σκουριά, τον έκανε να τα ανοίξει. Αφήνοντας μια κόκκινη παλάμη στο ντουβάρι, μαζί με ένα αιμάτινο ίχνος από κάτω προς τα πάνω, κατάφερε να σταθεί και με μικρά βήματα, σέρνοντας τα πόδια, με μια μεταλλική γεύση  να δηλητηριάζει το στόμα του, έφτασε στο αμάξι και κάθισε βογκώντας.
Έβαλε πάλι μπρος και το κλιματιστικό στο μέγιστο. Η θερμοκρασία, έγραφε το καντράν, ήταν στους 36 βαθμούς.
Κοπάνησε τις γροθιές  στο τιμόνι. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να φτάσουν τα πράγματα εδώ, η αφορμή ήταν ασήμαντη. Αναθεμάτισε τον νεκρό. Σύντομα θα έπαιρνε και αυτός τον ίδιο δρόμο. Αλλά όχι εδώ. Θα οδηγούσε όσο άντεχε, σε ένα ωραίο μέρος για να ξεψυχήσει. Θα μπορούσε πάντα να προσπαθήσει να φτάσει σε ένα νοσοκομείο, αλλά αν τη γλίτωνε θα κατέληγε στη φυλακή και οι επιπτώσεις της διαφωνίας εδώ θα τον σκότωναν εκεί.
Κάποιος τον καλούσε στο κινητό. Είδε το όνομα. Κατέβασε το παράθυρο,  πέταξε πρώτα την συσκευή, ύστερα το όπλο και ξεκίνησε.
Το σπίτι ήταν απομονωμένο, στο τέλος ενός χωματόδρομου, πίσω από έναν χαμηλό λόφο. Γύρω υπήρχαν μόνο σκόρπιες εγκαταλελειμμένες στάνες. Τα πρώτα σπίτια, κάτι εξοχικές κατοικίες, βρίσκονταν αρκετά μακριά και νωρίτερα, όταν περνούσε για να έρθει, τα περισσότερα του είχαν φανεί κλειστά. Επιβεβαιώθηκε όταν έφτασε κοντά. Δεν υπήρχε κανείς να ακούσει τους πυροβολισμούς ώστε να καλέσει την αστυνομία.
Παρόλο που η θερμοκρασία στην καμπίνα είχε πέσει, ίδρωνε, χοντρές στάλες  κυλούσαν από το μέτωπο και τις μασχάλες του.  Η μυρωδιά του τον έπνιγε.  Μαύρες κηλίδες  έκαναν αστραπιαία περάσματα από τις άκρες του οπτικού του πεδίου, καθώς όσο έχανε αίμα, η πίεση  έπεφτε. Τα άκρα είχαν αρχίσει να μουδιάζουν και το σώμα του να περνάει σε μια μόνιμη κατάσταση πόνου.
Βγήκε προς τον κεντρικό δρόμο με κατεύθυνση τη θάλασσα. Ένα ανοιχτό αμάξι που το οδηγούσε μια γυναίκα, του κόρναρε γιατί ήταν στη μέση και την εμπόδιζε να τον προσπεράσει. Τα ξανθά μαλλιά της έμοιαζαν  πύρινα.
Όταν έφτασε στον δρόμο κατά μήκος της ακτής, αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να οδηγήσει για πολύ ακόμα. Οποιοδήποτε μέρος από δω και πέρα, ήταν καλό. Θα κατέβαινε δίπλα στο νερό.
Έστριψε το αμάξι σε ένα χωματόδρομο και το πάρκαρε πίσω από έναν πυκνό θάμνο. Άφησε τα κλειδιά στη μίζα και βγήκε. Εδώ μύριζε περισσότερο το ψημένο θυμάρι και το ιώδιο της θάλασσας παρά τον θάνατό του.
Μερικά μέτρα μακριά, στα δεξιά, εντόπισε  κάτι τεχνητά σκαλοπάτια που κατεύθυναν το βλέμμα του σε μια καμουφλαρισμένη βίλα μέσα στο τοπίο.  Η μάντρα της έκλεινε έναν μικρό κόλπο σε μια φυσική πισίνα. Αποφάσισε ότι θα κατέβαινε κάτω και μετά, λίγο πριν την είσοδο του σπιτιού, θα ανέβαινε πάλι  και θα έβγαινε σε έναν βράχο που έμπαινε μέσα στη θάλασσα σαν πλώρη πλοίου. Εκεί θα περίμενε το τέλος του. Το τι θα συνέβαινε  στο κουφάρι του μετά,  λίγο τον ένοιαζε.
Η κατάβαση δεν ήταν εύκολη, τα πόδια του λύγιζαν, οι σκοτοδίνες είχαν πολλαπλασιαστεί και πολλές φορές αναγκάστηκε να σταματήσει και να στηριχτεί σε  κάποια πέτρα. Η σκάλα είχε σμιλευτεί στην κυριολεξία μέσα στην πλαγιά, με κλίση που γίνονταν πιο απότομη όσο πλησίαζε προς το τέλος της και έπρεπε να προσέχει συνέχεια να μην τον παρασύρει κάτω άτσαλα.
Η θάλασσα ήταν ληθαργική  και ο καιρός αμείλικτα ζεστός και απάνεμος. Ο ήλιος  σχεδόν από πάνω του. Άκουγε τις παχιές σταγόνες του αίματος να σπάνε ανάμεσα στα πόδια του και τα βήματα  να αλλάζουν σε σύρσιμο, παρασέρνοντας χώμα και πέτρες, κάθε φορά ολοένα και δυσκολότερο να τα σηκώσει, λες και ήταν από μολύβι. Για μια στιγμή φλέρταρε με την παραίτηση, αλλά ένα παιδικό πείσμα απέναντι στην μοναξιά του θανάτου, τον έσπρωξε να συνεχίσει.
Δεν ήταν άνθρωπος με βαθιά σκέψη. Προσπάθησε να φανταστεί πως είναι το τίποτα που τον περίμενε, αλλά δεν μπόρεσε να αντιληφθεί το κενό χωρίς εκείνον μέσα, ο εγωισμός της ύπαρξης του νόθευε τις υποθέσεις για το επέκεινα. Ακόμη και η προσπάθεια να κάνει κάτι τέτοιο ξεπερνούσε τη φύση του και του έκανε εντύπωση το πως το μυαλό πάσχιζε να ανοίξει άλλες πόρτες αντίληψης.  Ο πνευματικός αγώνας όμως δεν κράτησε πολύ, η ασθμαίνουσα  οξύνοια έδωσε την σκυτάλη στο δράμα, καθώς όσο ξεψυχούσε, γδύνονταν ο άνδρας και έβγαινε στην επιφάνεια το παιδί μαζί με κάτι ηλίθιες ευαισθησίες και ψεγάδια, που νόμιζε ότι είχε ξεφορτωθεί στην εφηβεία. Συναισθηματικές αδυναμίες. Να που τώρα πέταγαν πάλι κεφάλι μέσα από την τρύπα της σφαίρας. Την επόμενη που σκούπισε το πρόσωπο του, βρήκε ότι δεν ήταν όλο το υγρό ιδρώτας. «Σκλήρυνε!» , προέτρεψε τον εαυτό του, «δεν θα πεθάνεις σαν ένα γαμημένο μυξιάρικο».  «Μόνος στο πουθενά να σε φάνε τα καβούρια και οι γαμημένες μύγες» συμπλήρωσε η σκληρή φωνή του πατέρα του, που τον πείσμωσε στον καθοδικό Γολγοθά.
Όταν έφτασε στο τελευταίο σκαλί, σχεδόν έπεσε πάνω στην μάντρα του σπιτιού Ο ώμος του χτύπησε  στη μεταλλική πόρτα και βρέθηκε πάλι στα γόνατα εξαντλημένος. Νικώντας ακόμη μια φορά το σκοτάδι, στάθηκε όρθιος και ακουμπώντας στον τοίχο περπάτησε μέχρι την άκρη όπου ένας μικρός βράχος θα του επέτρεπε να περάσει στο σημείο που είχε σημειώσει από ψηλά.
Όταν βρέθηκε στο ύψος του τοίχου, είδε μια συρόμενη  τζαμαρία ανοιχτή και  μια ξαπλώστρα στρωμένη με πετσέτα. Από το εσωτερικό ερχόταν η αχνή ηχώ μουσικής.
Αντιλήφθηκε ότι στο σημείο που είχε σταματήσει, όποιος έβγαινε θα τον έβλεπε. Πήδηξε από την κορυφή του βράχου στον χαμηλότερο δίπλα. Ο κραδασμός έκανε τα σωθικά του να αναπηδήσουν και ένα απόλυτο κύμα πόνου, του στέρησε κάθε έλεγχο στο σώμα με αποτέλεσμα να χάσει τη ισορροπία και να πέσει με το στήθος σε μια μικρή έκταση αμμουδιάς δίπλα στο νερό, λίγο μεγαλύτερη από τον διπλωμένο κορμό του. Η κραυγή του πνίγηκε στην βρεγμένη άμμο, τα νύχια του έσκαβαν αυλακιές μέχρι να καταλαγιάσει το μαρτύριο. Όταν ηρέμησε, περισσότερο μουδιασμένος και λειψός από ζωή,  άπλωσε το χέρι στο νερό και έφερε μια χούφτα στο κούτελο. Τώρα πια ήταν αδύνατο να φτάσει εκεί που ήθελε. Η δύναμη του είχε στερέψει.
Ανασηκώθηκε, έβαλε την πλάτη στην πυρακτωμένη πέτρα και έμεινα να κοιτάζει τον ορίζοντα, περιμένοντας να αδειάσει το αίμα και τα μάτια να κλείσουν οριστικά.
Είδε τη γυναίκα στη ξαπλώστρα να αλείφεται με λάδι.  Γύρω στα τριάντα, με μαύρα μακριά μαλλιά, γυμνασμένο σώμα και το στήθος ακάλυπτο. Προτού ξαπλώσει έβγαλε  το κάτω μέρος του μαγιό, προφανώς ανυποψίαστη  για την παρουσία κάποιου εκεί.
Ασυναίσθητα έφτιαξε τα μαλλιά του. Το μόνο που κατάφερε ήταν να τα λερώσει με αίμα. Η ειρωνεία της κατάστασης, μόλις τη συλλογίστηκε, τον πότισε με φόβο και πικρία που δεν υπήρχαν πριν. Αυτό είναι σαδισμός, μονολόγησε  προς τον ουρανό. Κάτι τόσο όμορφο, εκείνη τη στιγμή, όπου τραβιόταν μέσα στη γη και τα σκουλήκια, ήταν τιμωρία. « Σκατά! » κλαψούρισε χτυπώντας το κεφάλι με τη γροθιά του. Κοίταξε πίσω και πάνω. Δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να τα καταφέρει μέχρι το αμάξι και να οδηγήσει σε κάποιο νοσοκομείο. Ίσως αν τραβούσε την προσοχή της γκόμενας ;  Όμως, την είδε να έχει κατεβάσει το χέρι ανάμεσα στα πόδια της και όλα πάγωσαν, έμεινε μόνο η ρυθμική κίνηση του καρπού της και οι πρώτες υποψίες συσπάσεων στο κορμί της, και ήταν λες και κάποιος του έδωσε μια γερή δόση ηρεμιστικού, η οδύνη  μαγεύτηκε και αποκοιμήθηκε. Η ανάσα του άρχισε να μαζεύει το πνεύμα πίσω ενώ ένας αμυδρός πόθος γεννήθηκε στα λαγόνια, απομακρύνοντας τον από το βασίλειο του θανάτου. Βολεύτηκε για να βλέπει καλύτερα, με τα ένστικτά στραμμένα στην ηδονοβλεψία, στον καρπό και στο πάνω μέρος του χεριού της, στις μικρές αψίδες που σχημάτιζαν τα πόδια της, στην παχιά φλέβα στον λαιμό, με το κεφάλι γυρτό πίσω, τα βλέφαρα να πεταρίζουν και τα μαλλιά, ένα γυαλιστερό σκότος, να σαλεύει πάνω στο λευκό στρώμα της ξαπλώστρας, και κάτω από την θάλασσα και τον ήχο της καρδιάς του, που μια ξεψυχούσε και μια επέστρεφε, μπορούσε να ακούσει τον βαθύ ήχο της ηδονής να χορεύει στα χείλη της, να δροσίζει τη μεσημεριανή κάψα του αέρα, η υγρασία του αιδοίου της να ταξιδεύει μέχρι τα ρουθούνια του, μια μεταλλική οσμή ίδια με τη μυρωδιά των σπλάχνων του, με μια σταγόνα αμμωνία,  και του ήρθε τότε, ότι ίσως υπάρχει κάποια σύνδεση της τρύπας στην κοιλιά του με την οπή της, μια αόρατη γέφυρα, από τον ερυθρό κόσμο των σπλάχνων του στο άπειρο εκεί έξω, μια θεολογία της τελευταίας στιγμής, άγριας, άκομψης, που δεν μπορούσε να ταξινομήσει, αλλά έβρισκε μια ανακούφιση στις σελίδες της, ενώ οι παλμοί του έπεφταν πάλι και εκείνη έμοιαζε να πλησιάζει στο κρεσέντο, και ευχήθηκε το πνεύμα του όταν θα άφηνε οριστικά το σώμα, να πετούσε προς το μέρος της, μέσα από την ανοιχτή πόρτα πίσω στη μήτρα, πίσω στη ζωή, μακριά από τις συμπληγάδες πέτρες που έκλειναν, με τη θάλασσα και το φως πάνω τους, αρχικά λαμπερές, μετά πορτοκαλί, καταστρέφοντας σαν με σπάτουλα τα χρώματα σε μια πορτοκαλοκίτρινη  βιαιότητα, ένα κινηματογραφικό μεξικάνικο ηλιοβασίλεμα, ενώ μια σαύρα πάνω στο βράχο τον κοιτούσε με τις μικρές μαύρες χάνδρες που είχε για μάτια, ένα τύμπανο χτυπούσε ρυθμικά,  παλαμάκια και φωνές, μια μελωδία που τσίριζε στις άκρες της, πιατικά ριγμένα χάμω, μια χορδή που έσπασε με μεταλλικό ήχο και έπειτα ένα κούφιο ξύλο που δονούνταν και  η άγνωστη γυναίκα να τελειώνει τραντάζοντας τα μόρια του αέρα με τον οργασμό της, μια σταγόνα λύτρωσης, η εικόνα κάποιου παραδείσου, καμωμένου από ηλιοκαμένη σάρκα και καλοσχηματισμένες καμπύλες ενώ αυτός άφηνε τη τελευταία ανάσα μέσα σε ένα βιβλικό σκοτάδι.

Πηγή: ο αναγνώστης, στις 23 Νοεμβρίου, 2015

Δεν υπάρχουν σχόλια: