Κλάους Μπάουμγκαρτ*
Το αστέρι της Λάουρας
«Μακάρι να είχα έναν
φίλο», αναστέναξε η Λάουρα, ατενίζοντας
έξω από το παράθυρο του δωματίου της.
«Κάποιον ξεχωριστό με τον οποίο θα
μοιραζόμουν όλα μου τα μυστικά». Κανείς
όμως δεν την άκουγε, μόνο τα μακρινά
αστέρια που τρεμόφεγγαν και σπινθηροβολούσαν
σαν μικροσκοπικά στολίδια στον νυχτερινό
ουρανό. Ξαφνικά, κάτι τράβηξε την προσοχή
της Λάουρας.
Μια ασημένια λουρίδα
φάνηκε μες στην νύχτα, στριφογυρίζοντας
και στροβιλίζοντας. Της κόπηκε η ανάσα,
όταν η λουρίδα πέρασε σβουρίζοντας από
το παράθυρό της, τοσο κοντά που μπορούσε
σχεδόν να την αγγίξει. Κάτι θαυμάσιο
και μαγικό συνέβαινε. Η Λάουρα φόρεσε
γρήγορα τη ρόμπα και τις παντόφλες της
και έτρεξε έξω.
Εξω, στο σκιερό πεζοδρόμιο,
ήταν πεσμένο ένα μικρό αστέρι που πετούσε
σπίθες και χρώματα σαν πυροτέχνημα.
«Είσαι όμορφο»,
μουρμούρισε η Λάουρα και παρατήρησε
ότι μια από τις άκρες του αστεριού είχε
σπάσει, όταν χτύπησε στο έδαφος.
«Μην ανησυχείς», είπε
η Λάουρα,ενώ το μετέφερε προσεκτικά
μέσα στο σπίτι.»Θα σε κάνω γρήγορα καλά,
αστεράκι».
Ανέβηκε στο δωμάτιό
της και το κόλλησε με εξαιρετική φροντίδα.
Μετά η Λάουρα του αποκάλυψε όλα της τα
μυστικά. Της φαινόταν ότι τώρα λαμπύριζε
πιο ζωηρά,σαν να καταλάβαινε τι του
έλεγε. Ενώ βυθιζόταν στον ύπνο, η Λάουρα
ήξερε ότι είχε βρεί επιτέλους έναν
ξεχωριστό φίλο.
Όταν η Λάουρα ξύπνησε
το επόμενο πρωί, δεν υπήρχε τίποτα πάνω
στο μαξιλάρι της. Το αστεράκι είχε φύγει!
Η Λάουρα ήταν απελπισμένη. Εψαξε κάτω
από τα σκεπάσματα και ψαχούλεψε στα
συρτάρια της. Κοίταξε στο πάνω μέρος
της ντουλάπας και σύρθηκε κάτω από το
κρεβάτι. Ηταν ανώφελο. Το μικρό αστέρι
δεν ήταν πουθενά. Η Λάουρα αισθάνθηκε
παγωμένη και άδεια, λες και το φώς είχε
φύγει από μέσα της. Ηταν άραγε το υπέροχο
μικρό αστεράκι μόνο ένα όνειρο;
Όταν η Λάουρα επεστρεψε
από την παιδική χαρά, οι γονείς της
έκαναν ότι μπορούσαν, για να τη
χαροποιήσουν.
«Τι θα έλεγες για ένα
κομμάτι από το αγαπημένο σου γλυκό;
«είπε ο μπαμπάς της.»
Δε σου αρέσει το αστείο
καπέλο μου;» τη ρώτησε η μαμά της.
Η Λάουρα δεν μπορούσε
να τους πεί για ποιο λόγο ήταν τόσο
λυπημένη. Ισως να έλεγαν ότι το μικρό
αστέρι ήταν απλώς διημιούργημα της
φαντασίας της.
Εκείνο το βράδυ, καθώς
η Λάουρα ανέβαινε βαριεστημένα τα
σκαλιά,για να πάει για ύπνο, πρόσεξε ότι
από το δωμάτιό της έβγαινε ένα παράξενο
φώς. Εσπρωξε την πόρτα να ανοίξει, χωρίς
να τολμά να σκεφτεί το παραμικρό. Η
ξαφνική λάμψη ήταν εκτυφλωτική. Το
αστεράκι , που άστραφε σαν χιλιάδες
διαμάντια, είχε γυρίσει και στεκόταν
εκεί ακριβώς που το είχε αφήσει. Στην
αρχή η Λάουρα έμεινε ακίνητη και βάλθηκε
να το κοιτά. Κατόπιν, έτρεξε όλο χαρά
προς το μέρος του. «Ξέρω τι έγινε!»,
φώναξε δυνατά . «Τα στέρια βγαίνουν μόνο
την νύχτα. Ησουν εδώ όλη την ώρα,αλλά
εγώ δεν μπορούσα να σε δώ. Επρεπε να το
ξέρω ότι δεν θα έφευγες, χωρίς να με
αποχαιρετήσεις».
Η Λάουρα και το αστεράκι
διασκέδασαν πάρα πολύ. Επαιξαν διάφορα
παιχνίδια, σκαρφίστηκαν πολλά κόλπα
και η Λάουρα διάβασε το αγαπημένο της
βιβλίο. Σιγά, σιγά, όμως , η Λάουρα
συνειδητοποίησε κάτι. Το μικρό αστέρι
άρχισε να παγώνει μες στην παλάμη της,
σαν να ξεψυχούσε. Η Λάουρα χτύπησε απαλά
με τα δάχτυλά της το αστεράκι που ήταν
κρυσταλλωμένο από το κρύο. Ενιωσε την
λαχτάρα μέσα του και, ξαφνικά, κατάλαβε
για ποιο λόγο πέθαινε.
Αφού διάλεξε τα τέσσερα
καλύτερά της μπαλόνια, η Λάουρα τα έδεσε
με προσοχή γύρω από το αστεράκι. «Θα
είσαι πάντα ο ξεχωριστός μου φίλος»,
του ψιθύρισε, ανοίγοντας το παράθυρο,
για να αφήσει ελεύθερους τους σπάγκους.
Τα μπαλόνια υψώθηκαν ψηλά στον ουρανό
και χάθηκαν αργά μες στο σκοτάδι, ενώ
το αστεράκι, που μίκραινε ολοένα και
περισσότερο, αστραποβολούσε προς τη
Λάουρα, μέχρι που συνάντησε τελικά τα
υπόλοιπα αστέρια στον ουρανό του
μεσονυχτίου.
Η Λάουρα δεν ήταν πλέον
λυπημένη, γιατί ο φίλος της είχε επιστρέψει
εκεί όπου ανήκε. Κάθε βράδυ, προτού πέσει
για ύπνο, του έλεγε χαμηλόφωνα μές στην
νύχτα όλα της τα μυστικά, ξέροντας πως
το μικρό αστεράκι ήταν κάπου εκεί έξω
και την άκουγε.
Πηγή: www.ithaque.gr
Πηγή: www.ithaque.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου