Δημήτρης Σκουλίδης: Ένας αυθεντικός flâneur*
της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου
3 Αυγούστου 2014
Πηγή: Ενθέματα της Αυγής
Στη μνήμη
μου ο Δημήτρης Σκουλίδης, ο αγαπημένος «Δημητρός» ή «Τοτός», για τους
φίλους που τον λάτρεψαν, θα έρχεται πάντα μέσα από πολύ διαφορετικούς
δρόμους, χαρμόσυνους όσο και προβληματικούς, αφού γι’ αυτόν, καθώς
πιστεύω, η αγωνία της συνεχούς αναζήτησης, αισθητικής και υπαρξιακής,
συνόδευε ακατάπαυστα τον αγώνα του για τις ιδέες, για τις οποίες άλλωστε
είχε δοκιμαστεί σκληρά με φυλακίσεις, ακόμη και με θανατική ποινή, στα
χρόνια του Εμφυλίου.
Πριν γνωρίσω
τον ίδιο, γνώρισα τα αντικείμενα-δημιουργήματα της φαντασίας και της
καλαισθησίας του –ένα απτό ίχνος των οραμάτων του — που επιχειρούσαν μια
τολμηρή παρέμβαση στην οικιακή αισθητική μας στα μέσα της δεκαετίας του
’70: εννοώ τα υπέροχα υφαντά της «Σερραίας», για τις πιο κοινές χρήσεις
του σπιτιού, που μετέτρεπαν τη χρησιμότητα σε ομορφιά, στόλισμα,
αισθητική απόλαυση, και εμφυσούσαν δύναμη στα διδάγματα της λαϊκής
τέχνης, που την επισκίαζε ήδη ο ανερχόμενος πολιτισμός του συνθετικού
και της πλαστικής απομίμησης. Μαλακά, χνουδωτά, μεταξένια υφαντά, μας
ξανάφερναν στις ρίζες της «ομορφιάς», όπως την είχαν καλλιεργήσει οι
παλιότεροι, για κάθε χρηστική ανάγκη τους. Τα υφαντά του Σκουλίδη τα
πρωτογνώρισα στα Γιάννενα, όπου τότε υπηρετούσα ως εκπαιδευτικός, στα
μέσα της δεκαετίας του ’70, σε ένα νέο μαγαζί στο κέντρο της πόλης, με
την επωνυμία «Σερραία» , που έφερνε στην «μικρή μας πόλη» έναν αέρα νέου
πολιτισμού, που σεβόταν, αναδείκνυε και ανανέωνε την παραδοσικαή τέχνη
της υφαντουργίας. Για τη γενιά μου, που ζητούσε την επανάσταση αλλά
έψαχνε και τις ρίζες της στην ιστορία των κοινοτήτων και στις τέχνες
τους –ποιoς θυμάται άραγε τα ταγάρια που κρατούσαμε, ή τα σταμπωτά
μαντήλια της κεφαλής– η «Σερραία» ήταν ένας σταθμός. Η επανάστασή μας
ήταν αγωνία όχι μόνο για τα γνωστά μας ιδεώδη αλλά και για το γνήσιο, το
αυθεντικό, που το ψάχναμε παντού, σε ό, τι ακουστικό, οπτικό και
απτικό. Ο Δημήτρης Σκουλίδης ήταν ο άνθρωπος που έδωσε μορφή όσο
ελάχιστοι σε αυτήν την επανάσταση. Έκτοτε δεν αποχωρίστηκα δυο λινές
κουβέρτες, που αντέχουν σχεδόν σαράντα χρόνια, με συντρόφεψαν σε μικρές
και μεγάλες τρικυμίες και δεν τις αποχωρίζομαι.
Όταν λίγα
χρόνια αργότερα γνώρισα τον Δημήτρη Σκουλίδη με την αγαπημένη του
σύντροφο Μερόπη στο σπίτι του Μανόλη Αναγνωστάκη, βρήκα νέους λόγους για
να θαυμάζω αυτόν τον «κομμουνιστή-βιομήχανο», όπως τον αποκαλούσαν,
βλέποντάς τον περίπου σαν προσωποποίηση ενός οξύμωρου. Ήταν ένας
άνθρωπος που μπορούσε να ζήσει κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, όπως
στη φυλακή, αλλά πάντα με απαιτήσεις και προδιαγραφές μιας αισθητικής
που πήγαζε από τις πιο απλές χειρονομίες. Το άγραφο σύνθημά του στις
κοινωνικές σχέσεις ήταν: «χέρια ποτέ αδειανά», γιατί πιστεύω πως όδευε
σε αυτές με την καρδιά πάντα γεμάτη, παλλόμενη, εναγώνια — την καρδιά
του ποιητή. Στις συναντήσεις μας, στο σπίτι του Μανόλη Αναγνωστάκη ή στο
δικό του, πάντα με τη συντροφιά πολύ παλιών φίλων, ρωτούσε επίμονα,
ζητούσε αναλύσεις, επεδίωκε πάντα το ουσιώδες.
Ο Σκουλίδης, κάτω από άλλες συνθήκες, θα μπορούσε να είναι ένας αυθεντικός flâneur
(όπως τον οριοθέτησε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν) στις παρισινές στοές ή σε
όποιες αγορές και σουκ του κόσμου στη φάση της νεοτερικότητας, ένας
άνθρωπος δυνάμει ποιητής — άλλωστε όλα αυτό δείχνουν, πχ. μια μετάφραση
του Hiroshima mon amour, που έκανε στις αρχές της δεκαετίας του ’60, και το βιβλιαράκι του, τις Ψηφίδες
(εκδ. Εξάντας), που εξέδωσε λίγα χρόνια πριν μας φύγει―. Όμως ο ποιητής
της «Σερραίας» ήταν ένας flaneur που έψαχνε να ενσταλάξει την ομορφιά
μέσα στο «χρήσιμο», στην εποχή της εκβιομηχάνησης, όπως οι παλιοί
άνθρωποι στα «εσνάφια», αλλά συνάμα ήθελε να την διερευνήσει, να την
ανα-δημιουργήσει, με όποιον τρόπο, για τη χαρά των συνανθρώπων του.
Αυτήν την υπόθεση κάνω για να εξηγήσω τους λόγους που έκαναν αυτό το
αρχοντόπουλο από ανθηρή οικογένεια των Σερρών, όταν επέστρεψε στην πόλη
του από το κολαστήριο του Επταπυργίου, να επιλέξει να εκφράσει την
αγωνία του όχι μέσα από την υποκειμενική έκφραση του λογοτέχνη αλλά από
τις εφαρμοσμένες τέχνες που είχαν φέρει οι παππούδες του από τις 40
Εκκλησίες της Ανατολικής Θράκης. Διάλεξε την υφαντουργία, και έφτασε να
έχει 300 εξειδικευμένες υφάντρες στο εργοστάσιο. Όμως το εργοστάσιο
κάποια στιγμή βούλιαξε άπατο οικονομικά. Γιατί; Από όλες τις ερμηνείες
που έχω ακούσει για το θέμα αυτό, έχω συγκρατήσει προπάντων τις
αφηγήσεις του αλησμόνητου Χρόνη Μίσιου, λατρεμένου φίλου του «Τοτού»,
που είχε δουλέψει κάποια χρόνια στη «Σερραία»: ο Σκουλίδης-βιομήχανος
μπορούσε όλα να τα αφήσει για να να ικανοποιήσει την άμεση βιωτική
ανάγκη αλλά και τη λαχτάρα ενός φίλου για ένα ωραίο αντικείμενο –πχ. ένα
παλιό έπιπλο– τρέχοντας για να το βρει ακόμη και στη Λάρισσα. Θυμάμαι
τις σχεδόν απίστευτες ιστορίες που μας έλεγε ο Χρόνης για τον «Δημητρό»,
και πείθομαι ότι ο υπέροχος αυτός άνθρωπος έζησε σαν ποιητής — αν αυτό
σημαίνει παθιασμένη αναζήτηση του αυθεντικού. Την ίδια αυθεντικότητα
αισθήματος και υπέρβαση του ανθρωπισμού έδειξε άλλωστε και στην
οικογενειακή του ζωή, μαζί με την Μερόπη Σκουλίδη –μια παπαδιαμαντική
ηρωίδα–, με τις ατυχίες και τα προβλήματα υγείας της κορούλας τους
Κατερίνας.
Καθώς
αναλογίζομαι την ιστορία της ζωής του, την προσωπικότητα και τις
επιλογές του, σκέφτομαι ότι ο Δημήτρης Σκουλίδης ανήκει σε ένα είδος
ανθρώπων που πρέπει συνεχώς να απασχολήσει τους ιστορικούς μας αλλά
κυρίως πρέπει συνεχώς να μνημονεύουμε — όσοι από μας πιστεύουν σε αξίες
όπως το όραμα της απόλυτης γενναιοδωρίας ως τρόπος ζωής, ακόμη κι όταν
προσκρούει στην αναπόφευκτη πεζότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου