Τι προσδοκά αυτή η χώρα;
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
Τα Νέα: Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012
Οταν ο δημόσιος διάλογος για την ελευθερία του λόγου γίνεται
με αφορμή την «πλάκα» ενός ανθρώπου είκοσι εφτά ετών, τότε το πρώτο πράγμα που
σου έρχεται στο μυαλό είναι ότι αυτή η χώρα, που είναι η χώρα σου, δεν μπορεί
να προσδοκά τίποτε. Οταν ο πρόεδρος της Βουλής μιλάει σαν χουλιγκάνος
χαμηλοτάτης υποστάθμης, τότε θυμάσαι αυτό που έλεγε ο Ροΐδης. Το παραθέτω από
μνήμης, άρα παραφράζω: «Κάθε τόπος έχει τα δεινά του, η Αγγλία τας ομίχλας της,
η Αίγυπτος τας ακρίδας της και η Ελλάς τους Ελληνας».
Αλήθεια, ποια είναι η Ελλάδα και ποιοι είναι οι Ελληνες που
ζητούν την αλληλεγγύη σου, και από ποια Ελλάδα και ποιους Ελληνες θα ζητήσεις
εσύ να φανούν αλληλέγγυοι στις δύσκολες στιγμές που περνάς; Από τον γείτονα που
έχτισε το αυθαίρετο και στηρίζεται στη σιωπή σου, εν ονόματι της «καλής
γειτονίας»; Ή από τον άλλο που παράγει θόρυβο με το μηχανάκι του, διότι στο
κάτω κάτω λέμε ότι δεν παράγουμε τίποτε, όμως αν μπορούσαμε να εξάγουμε τον
θόρυβο που παράγουμε με τα πάσης φύσεως μηχανήματα, τότε θα ήμασταν πάμπλουτοι.
Οι Σαουδάραβες του θορύβου και της αυθαιρεσίας. Ποια Ελλάδα διεκδικούν οι
δύσμορφοι ροπαλοφόροι της Χρυσής Αυγής και ποια τα παιδιά που δεν έχουν πρόσωπο
αλλά το στόμα τους ξερνάει φλόγες αντί για λέξεις; Ρόπαλα και φλόγες αντί για
τις λέξεις μιας γλώσσας για την οποία, υποτίθεται, είμαστε υπερήφανοι. Ποια
Ελλάδα εκπροσωπούν οι πολιτικοί όταν τσακώνονται ποιος τα έφαγε περισσότερο από
τον άλλον;
Θα μου πείτε, η Ελλάδα πάντα πλήγωνε, πλήγωνε και τον Σεφέρη
όπου κι αν ταξίδευε - τον πλήρωνε κιόλας γιατί ήταν διπλωμάτης -, όμως η Ελλάδα
είχε και τον Σεφέρη για να μετρήσει τις πληγές της. Τι μπορεί να προσδοκά μια
χώρα όταν η μόνη κοινωνική συναναστροφή στηρίζεται στην καχυποψία τού «εσύ τα
έφαγες, γι' αυτό εγώ κατάντησα εκεί που κατάντησα»; Διότι κι οι καταδότες είναι
κομμάτι της παράδοσής μας. Τι μπορεί να προσδοκά αυτή η χώρα όταν το άθλιο,
φαλιρισμένο ηθικά και οικονομικά, Δημόσιο είναι η «μόνη μαφία στον κόσμο που
έπεσε έξω»; (όπως λέει ο φίλος Πέτρος Μάρκαρης). Τι διεκδικούν όλοι αυτοί οι
υποτιθέμενοι «αρχηγοί» που μπαίνουν και βγαίνουν και λένε συμφωνήσαμε
διαφωνώντας αλλά θα διαφωνήσουμε εν τέλει όταν συμφωνήσουμε; Την επιβίωσή μας;
Θα φτωχύνουμε, λέει, απελπιστικά. Μα είμαστε ήδη φτωχοί. Γιατί όταν δεν έχεις
να διεκδικήσεις τίποτε παραπάνω από την επιβίωσή σου, είσαι πάμφτωχος. Μα και
στο χοιροτροφείο οι χοίροι επιβιώνουν. Και πώς τα καταφέραμε να φτιάξουμε μια
χώρα χοιροτροφείο και σπρωχνόμαστε μέσα στη λάσπη για την καρπουζόφλουδα;
Μιλάμε για μισθούς, συντάξεις, επιδόματα, όμως μας διαφεύγει το ουσιώδες, ότι
φτάσαμε στο σημείο να μην προσδοκάμε τίποτε ο ένας από τον άλλον, να μην
περιμένουμε τίποτε από τον ίδιο μας τον εαυτό.
Κι όμως, υπάρχει μια Ελλάδα που εξακολουθεί πεισματικά να
κρατάει τον εαυτό της. Αυτό το «ομηρικό ακρογιάλι» που, όπως λέει ο
Ντοστογιέφσκι, κάθε ανθρώπινη ψυχή κουβαλάει στον μυχό της και την περιμένει
για να αναπαυθεί. Πες το ανάμνηση απ' τα εφηβικά σου χρόνια, πες το
«καλοκαίρι», πες το ό,τι θέλεις. Ο καθένας μας κουβαλάει ένα τέτοιο κομμάτι από
Ελλάδα μέσα του, μια γλώσσα που με τη θαλπωρή των αιώνων της μας έδωσε το
θάρρος να κοιτάμε τον κόσμο κατάματα. Αυτή η Ελλάδα δίνει το στίγμα του
πατριωτισμού μας, κι αυτήν πρέπει να ξαναβρούμε, αυτήν πρέπει να ξαναμάθουμε
απ' την αρχή κι αυτή μόνη μπορεί να ξαναγεννήσει τις χαμένες προσδοκίες μας.