Ludwig Uhland
(1787-1862)
Σπουδαίος Γερμανός φιλόλογος , ιστορικός της λογοτεχνίας και ποιητής.
Δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Τυβίγγης. Εξελέγη πολλές φορές
βουλευτής , ιδιότητα που τον ανάγκασε να παραιτηθεί από όλες
τις κρατικές θέσεις που κατείχε , λόγω των δημοκρατικών του φρονημάτων.
Ο πηγαίος λυρισμός του, τα ειλικρινή του αισθήματα, το δημοτικότροπο
ύφος και η απλότητα της έκφρασής του εξηγούν την διαρκή δημοφιλία του.
*************************
(1787-1862)
Σπουδαίος Γερμανός φιλόλογος , ιστορικός της λογοτεχνίας και ποιητής.
Δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Τυβίγγης. Εξελέγη πολλές φορές
βουλευτής , ιδιότητα που τον ανάγκασε να παραιτηθεί από όλες
τις κρατικές θέσεις που κατείχε , λόγω των δημοκρατικών του φρονημάτων.
Ο πηγαίος λυρισμός του, τα ειλικρινή του αισθήματα, το δημοτικότροπο
ύφος και η απλότητα της έκφρασής του εξηγούν την διαρκή δημοφιλία του.
*************************
Der blinde
König
Was steht
der nord'schen Fechter Schar
Hoch auf
des Meeres Bord?
Was will in
seinem grauen Haar
Der blind
König dort?
Er ruft, in
bitterm Harme
Auf seinen
Stab gelehnt,
Daß über'm
Meeresarme
Das Eiland
widertönt.
"Gib,
Räuber, aus dem Felsverließ
Die Tochter
mir zurück!
Ihr
Harfenspiel, ihr Lied so süß,
War meines
Alters Glück.
Vom Tanz
auf grünem Strande
Hast du sie
weggeraubt,
Dir ist es
ewig Schande,
Mir beugt's
das graue Haupt."
***********************************
Λούντβιχ Ούλαντ
(1787-1862)
Ο τυφλός βασιλιάς
Της Νορβηγίας τι θέλουν οι αντρειωμένοι
στους βράχους της ψηλής ακρογιαλιάς;
Γιατί τάχ' αυτού πάνω ν' ανεβαίνει
ο τυφλός ασπρομάλλης βασιλιάς;
Στο δεκανίκι ακουμπημένος βγάζει
φωνή τρανή με πίκρια και μαράζι,
που το στερνό της θάλασσας περνάει
και στο νησάκι αγνάντι αντιβοάει.
«Δώσ' μου πίσω, ληστή, τη θυγατέρα
μέσ' από τη θεοσκότεινη σπηλιά,
μόνη ευτυχιά μου είχα στα έρμα γέρα
την άρπα, τη γλυκιά της τη λαλιά.
Στο πράσινο ακρογιάλι έφερνε γύρες
στο χορό κι εσύ μού 'ρθες και την πήρες·
αυτό την άσπρη κεφαλή μου γέρνει,
κι εσέ ντροπή παντοτινή σου φέρνει».
Κι από το φάραγγ' άγριος ξετρυπώνει
ο ληστής με θεόρατο κορμί·
το γιγάντιο σπαθί ψηλά φουχτώνει
και στο σκουτάρι το χτυπά μ' ορμή:
«Φύλακες ήταν κει στημένοι τόσοι,
πώς δεν ήρθε κανείς να τη γλιτώσει;
Πολεμάρχους πολλούς έχεις στο πλάι
και κανένας γι' αυτήν δεν πολεμάει;»
Κι ο καθένας αυτού σιγοτρομάζει,
να βγουν απ' τη γραμμή τους δεν κοτούν,
ο τυφλός βασιλιάς πίσω κοιτάζει:
«Ωιμένα! όλοι μαζί με παραιτούν;»
Τότε σφίγγει το νιούτσικο παιδί του
τόσο εγκάρδια το χέρι το δεξί του:
«Γω να παλέψω, κύρη μου, άφησέ με!
Χεροδύναμος, είμαι, πίστεψέ με!»
«Αυτός ο εχτρός μας, γιε μου, είναι θερίο·
δεν βρέθηκε κανείς να τον μπορεί
μα κι εσύ είσαι από σόι γερό κι αντρείο,
του χεριού σου η σφιξιά το μαρτυρεί.
Πάρε, σου δίνω τούτη την αρχαία
από τους Σκάλδους φουμιστή ρομφαία,
κι α σκοτωθείς κι εγώ θα πέσω να 'βρω
στο κύμα, ο θλιβερός, θάνατο μαύρο».
Κι άκου! Η θάλασσ' αφρίζοντας ταράζεται
δαρμένη από της βάρκας το κουπί.
Στέκει ο τυφλός ο βασιλιάς κι αυτιάζεται,
κι ολόγυρά του είν' άκρα σιωπή.
Ώσπου βρόντησ' η αντάρα των αρμάτων
κι εβούιξαν στα σκουτάρια τα σπαθιά των,
ώσπου αντίπερα αντήχησαν οι βράχοι
απ' τες κραυγές κι από την άγρια μάχη.
«Πέτε μου σεις τι βλέπετε», φωνάζει
ο ρήγας με λαχτάρα χαροποιά.
«Ξεχώρισ', απ' το λάλημα που βγάζει,
μιαν κοφτερή της σπάθης μου χτυπιά».
«Ο ληστής, βασιλέα μας, εσκοτώθη,
με το αίμα το κρίμα του επλερώθη.
Γεια σου, χαρά σου, πρώτο παλικάρι,
του βασιλιά μας δυνατό βλαστάρι!»
Πάλι σιωπούν ολόγυρα και στέκει
κι ακουρμαίνεται ο ρήγας ο τυφλός:
«Πέτε μου ποιος σιμώνει τώρ' απ' έκει,
ακούω κουπιά κι αφρολογά ο γιαλός».
«Με σπαθί και σκουτάρι αρματωμένος
γυρίζει αυτούθε ο γιος σ' ο αντρειωμένος,
και την τετράξανθή σου θυγατέρα
τη Γουνίλδη σου φέρνει απ' έκει πέρα».
«Καλώς τους», λέγει απ' το ψηλό του βράχο
σ' αυτούς κάτου ο τυφλός ο προεστός.
«Τώρα καλά γεράματα θε να 'χω,
κι ο τάφος μου θε να 'ναι δοξαστός.
Θα μου βάλεις στο πλάγι συ, παιδί μου,
τότες το τρανολάλητο σπαθί μου,
κι εσύ, Γουνίλδη, ελεύτερη θα ζήσεις
και στον τάφο θα με μυρολογήσεις».
(1860-1912)
*************
*************
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου