Όταν τα παιδιά θυμώνουν
και τα κάνουν όλα λίμπα...
Το 1988 γνωρίσαμε τον «θυμωμένο Αρθουρ», χάρη στον οποίο ο Ιάπωνας Satoshi Kitamura κέρδισε το βραβείο «για τον πιο εντυπωσιακό νεοεισερχόμενο στη βρετανική εικονογράφηση» (1983): «Φτάνει!», είπε ο παππούς του. «Σταμάτα πια». Αλλά ο Αρθουρ δεν σταμάτησε. Και έγινε ο θυμός του μεγάλος σεισμός που ράγισε τη γη απ’ άκρη σ’ άκρη, όπως ραγίζουν τα αυγά στα χέρια ενός γίγαντα. «Φτάνει!», είπε η γιαγιά του. «Σταμάτα πια». Αλλά ο Αρθουρ δεν σταμάτησε. Και έγινε ο θυμός του παγκόσμια έκρηξη αναφέρει η Καθημερινή (3/4/2011).
Τον ερχόμενο Μάιο θα γνωρίσουμε τον «Θυμό της Αλίνας», με μιαν ονειρική γαλλική εικονογράφηση: «Η Αλίνα είναι τόσο θυμωμένη, που τα μαλλιά της σηκώνονται ψηλά και ανοίγουν σαν φωτοστέφανο που τρέμει γύρω απ’ το πρόσωπό της. Τόσο θυμωμένη, που τα μάτια της λαμπυρίζουν σαν αστέρια που θα μπορούσαμε να δούμε ακόμα και στην ηλιόλουστη μέρα. Τόσο θυμωμένη, που μόλις οι πατούσες της αγγίζουν το ξερό χορτάρι, αυτό παίρνει φωτιά. «Μωρό μου», της λέει η μητέρα της καθώς επιστρέφουν στο κρυστάλλινο παλάτι, «νομίζω πως υπερβάλλεις. Είσαι λίγο κακομαθημένη...».
«Τασούλα»
Καλή συμβουλή μάς έδωσε ένα όμορφα αφηγημένο παραμύθι του τόπου μας: «Τον αποψινό θυμό, φύλαξέ τον το πουρνό...» (1993). Η Γκρινιάρα Τασούλα (2005) –υπάρχουν, αλήθεια, ακόμη στην Ελλάδα κορίτσια που ακούνε στο όνομα «Τασούλα»;– είχε κάθε λόγο να κερδίσει την καρδιά μας, όχι μόνο για την εκφραστική φάτσα που θυμίζει Μαφάλντα, αλλά και γιατί η κατάστασή της δεν αφήνει πολλά περιθώρια να μην την κατανοήσουμε: «Ο μπαμπάς μου δουλεύει πολλές ώρες. Και η μαμά μου δουλεύει πολλές ώρες. Ο αδελφός μου πάει στο γυμνάσιο και όλο διαβάζει. Εγώ πάω στο νηπιαγωγείο». Ο «μεγάλος θυμός» της Ντ’ Αλλανσέ χτυπά, μέσα στις λιγοστές φράσεις που αποτελούν το βιβλίο, κατευθείαν στην καρδιά του θυμού ως αυτοκαταστροφής. Αποκλείεται να μην αναγνωρίσουν αμέσως τα πιτσιρίκια το κατακόκκινο άμορφο τέρας που φουσκώνει και βγαίνει από το στόμα και τα κάνει όλα λίμπα.
Ο πρόσφατης ελληνικής παραγωγής «οικογενειακός» θυμός, που βγαίνει συνεχώς απ’ το κουτί του (2010), στέλνοντας όλα τα μέλη της οικογένειας... στα κεραμίδια, διαθέτει ευφάνταστη πλοκή και μιαν εικονογράφηση άξια να διακριθεί: «Είχαμε τόσα πράγματα στ’ αλήθεια για να θυμώνουμε ο ένας με τον άλλον. Η αδελφή μου γιατί είχα γεννηθεί. Εγώ γιατί με καταπίεζε. Η μαμά μου γιατί είχα γεννηθεί και η αδελφή μου με καταπίεζε. Και ο μπαμπάς γιατί είχε χάσει την ησυχία του και την υπομονή του».
Ολοι οι θυμοί οφείλουν, εννοείται, να τελειώνουν με μια μεγάλη αγκαλιά, όπως συμβαίνει στην τελευταία σελίδα του «Γιωργάκη» (2010), αφού όλοι το ξέρουν ότι τα ευέξαπτα παιδάκια είναι αυτά που κάνουν και τις πιο δυνατές, τις πιο σφιχτές αγκαλιές.
Οπως καθαρά διαφαίνεται στα παραπάνω «επεισόδια», ο πιο κοινός τρόπος για να αναμετρηθεί με τον θυμό η παιδική λογοτεχνία είναι το χιούμορ. Και στην πραγματική ζωή το χιούμορ, συνήθως, σώζει. Μιλάμε, βεβαίως, για τις πολύ νεαρές ηλικίες, όταν είναι ακόμη ούτως ή άλλως αδιανόητες άλλες διαπραγματεύσεις. Το χιούμορ δεν είναι μόνον ένας καλός τρόπος για να αφηγηθεί κανείς τον θυμό. Είναι ήδη μια αρχή θεραπείας της ψυχικής αυτής έκρηξης, που εκτείνεται από την αυτοκαταστροφή μέχρι το bulling και από την κακομαθημένη στάση απέναντι στους γονείς και την προς τρίτους αγένεια μέχρι τη βίαιη παρενόχληση. Συχνά ο θυμός συνιστά μια μορφή διαμαρτυρίας για τα κακώς κείμενα (την παραμέληση που οφείλεται στον σύγχρονο τρόπο ζωής, την απουσία του γονιού, την αδικία).
Με όλη τη διακωμώδηση της υπόθεσης, δύο πράγματα δεν διαφεύγουν την προσοχή των συγγραφέων: ότι, αφενός, ο θυμός είναι μια ιδιαιτέρως καταστροφική υπόθεση· ότι, αφετέρου, ακόμη κι όταν είναι κατανοητός ως προς τα αίτιά του, δεν είναι δικαιολογημένος ως προς τις επιπτώσεις του στους άλλους και πρέπει να επισύρει συνέπειες. Καμία απολύτως αφήγηση από όσες συζητούμε εδώ δεν «νομιμοποιεί» τον θυμό ως συνθήκη διεκδίκησης. Ο τρόπος αντιμετώπισης ποικίλλει: το θυμωμένο παιδί στέλνεται στο δωμάτιό του ή στο κρεβάτι του, ο γονιός συζητά μαζί του με αγάπη αλλά και ανυποχώρητη αυστηρότητα ενώ, όταν συμπαρασύρεται κι ο γονιός στο παιχνίδι του θυμού... ανεβαίνουν όλοι μαζί στα κεραμίδια – βλέπε γίνονται ρεζίλι στη γειτονιά. Ξέσπασμα, ναι, κάποτε δίκαιο - αλλά δεν λύνει κανένα πρόβλημα, το φέρνει μονάχα στην επιφάνεια. Χιούμορ, ναι, αλλά όχι ανοχή της βίας εις βάρος των άλλων. Το πρόβλημα το λύνει κυρίως η συζήτηση, αφού όμως έχουν εκ των προτέρων τεθεί τα όρια (έχουν επιβληθεί στερήσεις και περιορισμοί, έχουν αντιμετωπιστεί οι δραματικές εκκλήσεις με αδιάφορη συγκατάβαση).
Ακόμη κι αν ο θυμωσιάρης είναι ο χαριτωμένος και γενναίος μικρός Ισπανός, ο Κρεμμυδοσουπόν-Υ-Τυρόν, που κρατά την αναπνοή του για να του γίνει κάθε φορά το χατίρι («Αστερίξ στην Ισπανία») –ίσως μάλιστα ιδιαίτερα τότε– τα όρια οφείλουν να είναι αδιαπραγμάτευτα. Από την άλλη, βεβαίως, το τόσο συχνό μοτίβο ενός θυμού-φυσικού φαινομένου (πλημμύρας, σεισμού, πυρκαγιάς, όπως στις περιπτώσεις των Αρθουρ και Αλίνας) τείνει να εμπεδώσει μια διάσταση αναπόφευκτου. Εξίσου απεγνωσμένα με την ανάγκη να γνωρίσουν τα όριά τους, οι ιδιοσυγκρασίες αυτές αποζητούν να κάψουν την τρομερή βενζίνη που διαθέτουν για να κρυφτούν, αμέσως κατόπιν, ξαλαφρωμένες, σε μια ζεστή αγκαλιά.
Για διάβασμα
Παλιά και καινούργια βιβλία για τον παιδικό θυμό:
- Hiawyn Oram, Satoshi Kitamura, «Ο θυμωμένος Αρθουρ», εκδόσεις Ε. Ρώσση, 1988.
- Μενέλαος Στεφανίδης, Φωτεινή Στεφανίδη, «Οι τρεις συμβουλές», εκδ. Σίγμα, 1993.
- Αγαθή Δημητρούκα, «Το μαρούλι της καλοσύνης», εκδ. Πατάκης, 2004.
- Ειρήνη Καμαράτου-Γιαλλούση, «Η Γκρινιάρα», εκδ. Ψυχογιός, 2005.
- Ειρήνη Καμαράτου-Γιαλλούση, «Ο Θυμιούλης», εκδ. Ψυχογιός, 2006.
- Τρέις Μορόνι, «Θυμός», εκδ. Μεταίχμιο, 2007.
- Phil Roxbee Cox, Jan McCafferty, «Μην κάνεις αγριάδες, γιατί θα βρεις μπελάδες», εκδ. Αγκυρα, 2008.
- Mireille d’ Allance, «Ο μεγάλος θυμός», εκδ. Ηλίβατον, 2008.
- Οσκάρ Μπρενιφιέ, Σερζ Μπλοχ, «Τα συναισθήματα τι είναι;», εκδ. Καστανιώτης, 2008.
- Cornelia Maude Spelman, «Οταν θυμώνω», εκδ. Παπαδόπουλος, 2009.
- Κώστας Χαραλάς, Ντανιέλα Σταματιάδη, «Το κουτί του θυμού», εκδ. Μεταίχμιο, 2010.
- David Shannon, «Οχι, Γιωργάκη!», εκδ. Παπαδόπουλος, 2010.
- Ζαν-Φρανσουά Σαμπά, Νταβίντ Σαλά, «Ο θυμός της Αλίνας», εκδ. Πατάκης, 2011 (υπό έκδοση).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου