ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ
[Από το πολύ καλό μεταφραστικό περιοδικό
ΑΠΗΛΙΩΤΗΣ
http://www.apiliotis.gr/Home.aspx?C=2 ]
Τάσος Καλούτσας / Tassos Kaloutsas
[Από το πολύ καλό μεταφραστικό περιοδικό
ΑΠΗΛΙΩΤΗΣ
http://www.apiliotis.gr/Home.aspx?C=2 ]
Τάσος Καλούτσας / Tassos Kaloutsas
Ο Τάσος Καλούτσας γεννήθηκε το 1948 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εργάζεται ως καθηγητής στη μέση εκπαίδευση. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1983 με διηγήματα στο περιοδικό Διαγώνιος. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί και σε άλλα λογοτεχνικά περιοδικά. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει τα βιβλία Το κελεπούρι και άλλα διηγήματα (1987-1997), Το κλαμπ και άλλα διηγήματα (1990), Αλήθεια και βίωμα στα διηγήματα της "Κάτω βόλτας" του Ντίνου Χριστιανόπουλου (μελέτη, 1990), Το καινούριο αμάξι (διηγήματα, 1995), Το τραγούδι των σειρήνων (διηγήματα, 2000, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω), Η ωραιότερη μέρα της (διηγήματα, 2010). Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, τα αγγλικά και τα ολλανδικά.
Το διήγημα «Το συλλαλητήριο» περιλαμβάνεται στη συλλογή Η ωραιότερη μέρα της (εκδόσεις Μεταίχμιο, 2010).
Tassos Kaloutsas, born in 1948, lives in his birthplace, Thessaloniki. He studied in the University of Thessaloniki (Faculty of Philosophy) and works as a secondary teacher. He made his debut in 1983 with short stories published in the periodical Diagonios. His work has also appeared in other literary journals. His output comprises the books, The Windfall and Other Stories (1987-1997), The Club and Other Stories (1990), Truth and Experience in the Short Stories of ‘Kato Volta’ (Detrioration) by Dinos Christianopoulos (study, 1990), The New Car (short stories, 1995), The Song of the Sirens, (short stories, 2000, State Prize and the Diavazo journal Short Story Prize), Her Greatest Day (short stories, 2010). His stories have been translated into German, English and Dutch.
The short story “The Demonstration” is included in his collection Her Best Day (Metaichmio, 2010).
ΤΟ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ* Κάποιος σπουδαίος συγγραφέας είχε πει, πριν από τριάντα πέντε περίπου χρόνια, που ο Ναπολέων ήταν ακόμα νέος, πως η πραγματική επανάσταση του αιώνα ήταν η πορνογραφία, κι αυτός το είχε δέσει κόμπο. Πίστευε ότι είχε αφουγκραστεί τον παλμό της εποχής. Τον ίδιο καιρό πάνω κάτω άρχιζε η μεταπολίτευση και οι νέοι, ιδιαίτερα ο φοιτητόκοσμος, είχαν ριχτεί με πάθος στα βιβλία με πολιτικό περιεχόμενο, μια ανάγκη που τη φλόγιζε η διάθεση να μην ξαναζήσουν ποτέ μια σκοτεινή χούντα, σαν αυτή που άφηναν πίσω τους. Ο Ναπολέων είχε πειστεί πως όλη του η ζωή, το ίδιο του το πεπρωμένο, θα καθοριζόταν από τη διαπάλη των δύο αυτών τάσεων μέσα του· το πίστευε όταν ξεκοκάλιζε τα χοντρά βιβλία που είχαν στοιβαχτεί στα ράφια της βιβλιοθήκης του και μιλούσαν για κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά και όταν, με άλλους συνομηλίκους του, κατέκλυζαν τις κινηματογραφικές αίθουσες, όπου παίζονταν πια ελεύθερα οι τσόντες, κι από το κέφι τους έφτιαχναν κάποτε φούσκες με προφυλακτικά και τις πετούσαν, κραυγάζοντας με ενθουσιασμό, στον αέρα. Ήταν τώρα πια ένας άνθρωπος μοναχικός. Εδώ και μερικά χρόνια είχε χάσει τη γυναίκα του και ζούσε με τα παιδιά του. Αποτραβηγμένος στην κάμαρή του, είχε όλο τον χρόνο να μελετάει τον εαυτό του και ν’ αναστοχάζεται τη ζωή του. Ο κόσμος γύρω του ήταν ένας διαφορετικός κόσμος, όμως ο δικός του ιδιότυπος διχασμός εξακολουθούσε. Από τα χαμηλότερα στρώματα της ύπαρξής του ανέβαινε επιτακτική η φωνή της σάρκας και τον έσπρωχνε στις παλιές του συνήθειες· οι ιδεολογίες ξέφτιζαν, σκεφτόταν, αλλά η επανάσταση που αφορούσε την ύλη, δηλαδή το σώμα, απ’ ό,τι φαινόταν, θα ήταν διαρκής. Από την άλλη ένιωθε ότι τον κρατούσαν ψηλά οι κοινωνικές και πολιτικές του ευαισθησίες, που λόγω και της αλλαγής του κλίματος των καιρών είχαν γίνει παγκόσμιες. Εξάλλου κι η πορνογραφία, εγκαταλείποντας σιγά σιγά τις δημόσιες αίθουσες, είχε εγκατασταθεί στα σπίτια των ανθρώπων, με όλα τα σύγχρονα μέσα, κυρίως με το διαδίκτυο, που σκόρπιζε αφειδώς ανά την υφήλιο ιδιωτική σεξουαλική τέρψη. Προσπαθούσε να ισορροπήσει ο Ναπολέων ανάμεσα στα δυο, αν και όχι πάντα με την ίδια επιτυχία. Την ημέρα που έγιναν οι μεγαλύτερες διαδηλώσεις των τελευταίων ετών, όχι μόνο στη χώρα του αλλά ταυτόχρονα σ’ ολόκληρο τον κόσμο, ενάντια στην πολιτική που υποδαύλιζε τον πόλεμο στο Ιράκ, ώστε να επικρατήσει τελικά η λογική της ειρήνης, αυτός ξεκίνησε το πρωί για να ψώνια του. Ένας γείτονάς του τον ρώτησε «Θα πας στο συλλαλητήριο;», κι ο Ναπολέων, νιώθοντας ξαφνικά κάποια ντροπή, συνειδητοποίησε ότι σχεδόν το ’χε ξεχάσει. Αν και στη δουλειά του είχανε συνέχεια χτες αυτή την κουβέντα, είχε προγραμματίσει για κείνο το πρωινό του Σαββάτου κάποιες άλλες δουλίτσες, ανάμεσα στις οποίες μια ήταν να περάσει από το βιντεοκλάμπ για καμιά καινούργια σεξοταινία. Έδωσε λοιπόν μασημένη απάντηση. Ωστόσο το μεσημέρι, που έβλεπε με τα παιδιά του στην τηλεόραση τον κόσμο να συρρέει, τόσο στην πρωτεύουσα όσο και στην πόλη του, τις οδομαχίες που προηγήθηκαν, τα επεισόδια των κουκουλοφόρων με τα ΜΑΤ που τον εξόργισαν, αλλά προπαντός τα πλήθη να υψώνουν διάφορα πανό, με αυταπάρνηση και πάθος, σαν να ήθελαν να τα τρίψουν στη μούρη όλων εκείνων των πολεμοχαρών, ένιωσε αμέσως κάτι να επαναστατεί μέσα του. «Θα πάω κι εγώ!» τους είπε αποφασιστικά κι εκείνα τον κοίταξαν με μια δόση περηφάνιας σαν να ‘ταν ήρωας. Άλλωστε κι ο Ναπολέων, ως οικογενειάρχης, αυτή την πτυχή του χαρακτήρα του επιδίωκε να ξέρουν και καμιά άλλη· ήτανε πολύ προσεκτικός σ’ αυτό το θέμα. Σηκώθηκε και ντύθηκε βιαστικά. Σκεφτόταν να πάει με τ’ αμάξι του, να το άφηνε κάπου ψηλά, κι αποκεί να συνέχιζε με τα πόδια, μέχρι να ενωθεί με τον κόσμο στην παραλία και ν’ ακολουθήσει την πορεία που θα κατέληγε, φυσικά, πού αλλού, μπροστά στην πρεσβεία του κράτους που σχεδίαζε την επέμβαση στο Ιράκ. Γινόταν πραγματικός χαλασμός. Μια θάλασσα αυτοκινήτων, μπήκε κι αυτός στην ουρά. Μάταια προσπαθούσαν μερικοί πεζοί να βρουν ταξί. Σταμάτησε να παρκάρει σ’ ένα πεζοδρόμιο, κοντά στο Πανεπιστήμιο, αδύνατο, ξαναμπήκε στη σειρά. Πού θ’ άφηνε το αμάξι του; Το ρεύμα τον παράσερνε όλο και πιο μακριά από τον προορισμό του. Στο τέλος βρέθηκε στον δρόμο προς το γνωστό του βιντεοκλάμπ. Άρχισε να πιλατεύει στο μυαλό του την ιδέα να πήγαινε πρώτα για τις ταινίες… Δεν θ’ αργούσε, πρέπει να είχε ένα χρονικό περιθώριο. Αμφιταλαντευόταν, όπως συνήθως. Να γυρίσει πίσω ν’ αφήσει το αμάξι δεν γινόταν, επομένως το πήρε απόφαση, θα πήγαινε εκεί. Προτιμούσε αυτή την ώρα γιατί όλα ήταν ήσυχα και διακριτικά. Ένας νεαρός στο ταμείο τού φαινόταν σύμμαχος. Μειλίχιο παιδί. Και δεν τον ατένιζε σαν να τον μεμφόταν. Ανήκε σε μια γενιά που είχε μεγαλώσει θεωρώντας τις τσόντες εντελώς φυσικό πράγμα, δεν τον ξένιζε τίποτα. Ούτε καν ότι τα μαλλιά του Ναπολέοντα είχαν γίνει κάτασπρα στους κροτάφους. Ενώ κάποιος άλλος στη θέση του ίσως σκεφτόταν για κάτι τύπους σαν την αφεντιά του –όπως άλλωστε έκοβε κι ο ίδιος καμιά φορά τη φάτσα του στον καθρέφτη– πως δεν ήταν άλλο παρά υποκριτές, μια χαμένη γενιά που τα ‘χε θαλασσώσει παντού και που δεν τους ένοιαζε τίποτα πέρα απ’ την προσωπική τους ευχαρίστηση – όλα τ’ άλλα ήταν απλώς προπέτασμα. Και βέβαια, δεν τον ανάγκαζε να νιώσει ότι η ηλικία, από μόνη της, έβαζε κάποιους φραγμούς στις επιλογές των ανθρώπων. Ανέβηκε τη στριφογυριστή σκάλα, ο πάνω όροφος ήταν άδειος, ολόδικός του, Τα κουτιά απλώνονταν ολόγυρα στα ράφια, μια πολύχρωμη εικονογραφημένη σαρκική πανδαισία. Ένας κόσμος για ενήλικες, που ασφαλώς είχαν το δικαίωμα να ορίζουν καταπώς ήθελαν τη ζωή τους. Κάθε φορά υπήρχε νέα συγκομιδή, για πιο τολμηρά γούστα, πιο ακραία… Ξαφνικά ένιωσε τρόμο όταν σκέφτηκε πως όλος αυτός ο ξετσίπωτος κόσμος τον διεκδικούσε. Διεκδικούσε έστω ένα μεγάλο μέρος του εαυτού του και τον κρατούσε δέσμιο. Περνούσαν τελευταία, με ολοένα μεγαλύτερη ένταση, παρόμοιες σκέψεις απ’ το μυαλό του. Φαίνεται ότι σ’ αυτές τις σκοτεινές δίνες της επανάστασης του σώματος που είχε παραδοθεί δεν ήταν τόσο φιλελεύθερος όσο νόμιζε. Εφόσον επέστρεφε ξανά σ’ αυτό το οφθαλμοπορνικό παζάρι της αγοραίας σάρκας, πώς ήταν δηλαδή ελεύθερος. Ακόμα και οι ωραιότερες γυναίκες που είχε γνωρίσει –και δεν ήταν λίγες, πριν από τον γάμο του– δεν είχαν καταφέρει να τον βοηθήσουν ν’ απαλλαγεί απ’ αυτή την εξάρτηση. Τι υπήρχε, λοιπόν, μέσα του που ήταν τόσο ανικανοποίητο; Όλο επέστρεφε, με το πρόσχημα ν’ ανακαλύψει τη σούπερ ερωτική ταινία, από ποιοτική άποψη τάχα –τις σαβούρες που συνήθως έπεφταν στα χέρια του έλεγε μετά πως τις σκυλοβαριόταν και τις σιχαινόταν– κι ας ήξερε ότι αυτό ήταν αδύνατο να συμβεί κι απλώς ξεγελούσε τον εαυτό του. Άραγε πότε θα έπαιρνε τέλος αυτή η ιστορία; αναρωτήθηκε ο Ναπολέων. Μάλλον όταν θα τα τινάξω, έδωσε την απάντηση μόνος του, και διάλεξε απ’ το ράφι δυο κομμάτια που είχε βάλει στο μάτι από την προηγούμενη φορά. Έχωσε τις σεξοταινίες σε μια μαύρη πλαστική σακούλα κι έφυγε με χαμηλωμένο το κεφάλι. Αποφάσισε να ξαναπάει προς τη μεριά του Πανεπιστημίου, μήπως βρει να παρκάρει αυτή τη φορά. Είχε χάσει περίπου μισή ώρα, αλλά ήλπιζε να προλάβει το συλλαλητήριο. Στον δρόμο σκεφτόταν με οργή όλους εκείνους που ήθελαν τον πόλεμο. Το να επιμένουν, με διάφορα προσχήματα, να επιτεθούν σε μια χώρα τον έβγαζε από τα ρούχα του. Φανταζόταν έναν κόσμο-ζούγκλα, όπου αυτοί που είχαν τα όπλα και τη δύναμη θα επιβάλλονταν, αργά ή γρήγορα, πάνω στους άλλους και θα τους έλιωναν ανελέητα κάτω από την μπότα τους, σαν σκουλήκια. Μήπως καθημερινά δεν ζούσαν τέτοιες καταστάσεις; Όμως οι λαοί, αν και άοπλοι, δεν μπορούσε να ‘ναι όμηροι κανενός, είχαν δύναμη, είχαν φωνή. Αυτό έπρεπε και σήμερα να συμβεί. Να δοθεί στους ισχυρούς της γης ένα ηχηρό χαστούκι. Θυμήθηκε τις σκηνές στην τηλεόραση. Τρανταχτό παρών έδιναν όλοι οι πολίτες, όχι μόνο στον τόπο μας αλλά απανταχού της γης. Με ανανεωμένη τη λαχτάρα του ο Ναπολέων πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Σχεδόν αμέσως κατάλαβε το λάθος του. Η ουρά ήταν χειρότερη από πριν. Πήγαινε πάλι σημειωτόν. Κι η ώρα περνούσε. Τώρα δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν αυτοί οι άνθρωποι γύρω του σχολούσαν από τις δουλειές τους ή βρέθηκαν στο συλλαλητήριο και το είχαν κιόλας διαλύσει. Και, ω του θαύματος, να μια θέση μπροστά του άδειαζε. Πάνω που είχε αρχίσει να απογοητεύεται ότι θα γύριζε σπίτι του άπρακτος. Πάρκαρε και μετά πήρε να κατηφορίζει βιαστικά μέσα στην κρύα μεσημεριάτικη λιακάδα. Οι πεζοί που πλημμύριζαν τους δρόμους έρχονταν καταπάνω του από την αντίθετη κατεύθυνση, η πορεία του διασταυρωνόταν με τη δική τους. Για μια στιγμή συλλογίστηκε πως είχε τελειώσει η διαδήλωση και τζάμπα αυτός πήγαινε. Και πού πήγαινε; Δεν ήξερε ακριβώς πού. Για μια στιγμή, σ’ ένα στενό, βρέθηκε αντιμέτωπος με τα ΜΑΤ, που δεν του έδωσαν την παραμικρή σημασία. Συνέχισε να βαδίζει αντίθετα. Εφόσον ο προορισμός των διαδηλωτών λογικά ήταν η πρεσβεία, θα κατευθυνόταν προς τα εκεί. Κάποτε, έστω και καθυστερημένα, ακόμα και μόνος του θα έφτανε σ’ εκείνο το σημείο, κι αυτό του αρκούσε. Θα μπορούσε να πει, παραπλανώντας και τον εαυτό του, πως είχε λάβει μέρος στο συλλαλητήριο. Ξαφνικά ένα περιοδικό κρεμασμένο στο περίπτερο τον σταμάτησε. Στο εξώφυλλο μια γυμνόστηθη κοπέλα και τυλιγμένο σε σελοφάν το θρυλούμενο προκλητικό δισκάκι μιας γνωστής σεξοβόμβας ηθοποιού. Τον έτρωγε από παλιά η περιέργεια ν’ αποκτήσει αυτό το δισκάκι. Κοντοστάθηκε, πρώτα ας πάω εκεί που ξεκίνησα να πάω, σκέφτηκε, μετά βλέπουμε. Κατέβηκε μέχρι την παραλία. Ο κόσμος είχε αραιώσει. Δεν φαινόταν πια καμιά διαδήλωση, πουθενά. Μόνο λίγες παρέες που έκοβαν βόλτες στο πλακόστρωτο και χαίρονταν τη λιακάδα. Έκανε μεταβολή, διέγραψε έναν κύκλο γύρω στον Λευκό Πύργο και πήρε ν’ ανηφορίζει τον ίδιο δρόμο προς την Έκθεση. Σταμάτησε στο περίπτερο ν’ αγοράσει το περιοδικό και, τη στιγμή που το έκρυβε σε μια αδιαφανή σακούλα, ένιωσε πάλι σαν τον σκλάβο στα δεσμά του. Τώρα όμως βάδιζε κατά τη φορά του ρεύματος του κόσμου, όχι αντίθετα. Αν κάποιος τον συναντούσε, αυτό που θα περνούσε χωρίς αμφιβολία από το μυαλό του ήταν πως ερχόταν από την καρδιά της μεγαλειώδους διαδήλωσης που είχε διαλυθεί, κατευθείαν από τον πυρήνα της λαϊκής διαμαρτυρίας. Η σκέψη αυτή τον έκανε να ορθώσει το παράστημά του, αλλά επίσης ακαριαία ν’ αντιληφθεί πώς λειτουργούσε ο περίεργος μηχανισμός που υπήρχε μέσα του ώστε τη μια στιγμή να αισθάνεται δούλος και την άλλη ελεύθερος. Και πραγματικά έβλεπε –εκτός κι αν ήταν ψευδαίσθηση– πλήθος κόσμου στη στάση απέναντί του που τον παρατηρούσε καθώς διάβαινε το πεζοδρόμιο, ορθόκορμος και αποφασιστικός, θαρρείς τροπαιοφόρος – στο βλέμμα τους να τρεμοπαίζει ένα κρυφός θαυμασμός, όπως όταν αντικρίζεις έναν περήφανο αγωνιστή. Κατά βάθος βέβαια, σκεφτόταν σε κάποια γωνιά του μυαλού του, ίσως άξιζε μόνο τη χλεύη τους, έτσι καθώς περνούσε από μπροστά τους, με το ευτελές δισκάκι της σεξοβόμβας υπό μάλης. Αντήχησε μια βροντερή φωνή. Τον καλούσαν με τ’ όνομά του από το ανοιχτό παράθυρο ενός αμαξιού. Ήταν ένας φίλος του, συνδικαλιστής – αυτός τον είχε παροτρύνει θερμά στο γραφείο χτες να πάει στο συλλαλητήριο. Η φωνή του είχε κάτι το θριαμβικό. Του έκανε κι αυτός το σήμα της νίκης, κουνώντας το χέρι του σαν νευρόσπαστο. Όλο το μπράτσο του άλλου πρόβαλε από το παράθυρο, ανταποδίδοντας τη νικητήρια χειρονομία, που συνοδεύτηκε από ένα παρατεταμένο κορνάρισμα. Η κίνηση είχε αραιώσει, όλα ήταν πιο εύκολα τώρα. Έβαλε μπρος τ’ αμάξι του και σε λίγο έφτασε στο σπίτι του. «Ειρήνη!..» του είπε χαμογελώντας η κόρη του, μόλις πέρασε το κατώφλι. Το ίδιο βράδυ, βλέποντας τις ειδήσεις, τον φώναξε από το διπλανό δωμάτιο, όπου ήταν καταχωνιασμένος και ξεφύλλιζε το περιοδικό: «Έλα, τρέξε, σε δείχνει η τηλεόραση… Εσύ δεν είσαι αυτός;» «Δεν είμ’ εγώ…» απάντησε κοφτά ο Ναπολέων, πριν ακόμα δει τη σκηνή που τον έδειχνε. Θα μπορούσα όμως να ήμουν, σκεφτόταν μελαγχολικά από μέσα του. | THE DEMONSTRATION Thirty five years ago, when Napoleon was still young, a certain famous writer said that the true revolution of the century was pornography and of that he felt a hundred percent certain. He believed that he had felt the pulse of the epoch. At the same time, more or less, the political changeover began and young people, particularly the student population, had plunged themselves into political literature with a passion: this need was ignited by their desire to never relive a dark junta, like the one which they had left behind. Napoleon had convinced himself that his destiny would be determined by the battle of these two tendencies inside him. He believed it when he devoured the thick books concerning social justice, which had been stacked on the shelves of his bookcase. But also when he and his contemporaries would flock to cinemas where pornographic films were shown freely. Full of fun, they would blow up condoms and throw them in the air, screaming enthusiastically. Now he was a loner. It was some time since he had lost his wife and he lived with his children. Withdrawn in his room, he had all the time to reflect on his life. People around him were from another world but he persisted in own singular rift. From the lowest strata of his existence rose the masterful voice of the flesh, which led him to his old habits: ideologies declined, he thought, but the revolution was about material, that is to say, the body, and from how it seemed, it would be unrelieved. On the other hand, he felt that his social and political sentiments kept him at a high standard, which because of the change in climate and of the time had become universal. Moreover, pornography gradually departed from cinemas and had been installed into people’s homes with all the latest ploys, mainly from the Net, which spread private sexual pleasure unsparingly, over the globe. Napoleon tried to keep a balance between the two, although not always with the same success. On the day when the largest protest march of the last few years took place, not only in Greece but simultaneously all over the world, against the politics which instigated the war in Iraq, so as to retain the sanity of peace, he himself started the morning with his shopping. A neighbour of his asked him: “Are you going on the march?” And Napoleon, suddenly feeling somewhat ashamed, became aware that he had almost forgotten about it. Although at work, it had been talked about continuously, he had arranged some other errands during his spare time on Saturday morning, which included one where he would pass by the video shop for a new pornographic video. So he replied in an indecisive fashion. Nevertheless, at midday when he was watching television with his children it showed not only people swarming into the capital but also into their town. They saw episodes of street fights which broke out between hoodies and the MAT (Riot Police) which infuriated him. First of all the crowd hoisted different banners with self-sacrifice and passion, as though they wanted to rub them into the faces of all those in the bellicose police force. At once he felt something rise in revolt inside him. “I’m going to go too!” he told them decidedly and they looked at him with a hint of pride as though he were a hero. Nevertheless, Napoleon, as head of the family, had aspired to show them only this part of his character: he was very careful about this subject. He got up and dressed quickly. He thought he would go by car, leaving it somewhere further on, and from there he would continue on foot until he joined the crowd on the seafront and would follow the demonstration, which would end up, naturally, (where else?) in front of the embassy of the country which planned the invasion of Iraq. It became a real to do. There was a mass of cars in front and he joined the line of traffic. In vain some pedestrians tried to hail a taxi. He stopped to park on a pavement, near the university. It was impossible. So he got into the queue again. Where would he leave the car? The wave of traffic swept everything along and further than his destination. In the end he found the road near to his video shop. The idea of going to hire videos first began to plague his mind… He was not going to be late; he had to have a time limit. He wavered, as usual. To return to park the car was not possible. Subsequently, he made up his mind. He would go to the video shop. He preferred this time of day because everything was quiet and discreet. A young man at the till seemed like an ally to him; an affable fellow. And he did not stare as though he was reproving him. He belonged to the generation who had grown up thinking that pornography was a completely natural matter. Nothing surprised him. He never so much as noticed that Napoleon’s hair was white at the temple. Someone else in his place may have considered Napoleon differently. He, himself, moreover, had checked out his face in the mirror concluding that he was nothing more than a hypocrite, a lost generation, which had tied itself in knots every where and in which nothing mattered except its personal pleasure – everything else was simply a smoke-screen. Certainly no one compelled him to feel that age itself, on its own, placed some obstacle in the choices of people. He went up the winding staircase; the floor above was empty; he had it to himself. The tape boxes were spread all round the shelves; a multi-coloured illustrated carnal feast; a world for adults which surely had the right to rule over the way they wanted to live their lives. Every time there was a new crop, it was a more daring taste, more extreme…. Suddenly he felt terrified when he thought of how this entire shameless world was vindicated by him. It was claiming a great part of him and he was being kept captive. Lately, he was experiencing, always with greater intensity, similar thoughts in his mind. It seemed that this dark whirlpool of his body’s rebellion to which he had indulged in was not as free as he thought. As long as he could return again to this lecherous bazaar of coarse flesh, that it was, so to say, free. Even though the most beautiful women whom he had known – and there were quite a few, before his marriage – they did not help to free him from his addiction. What was there, after all? What was this thing inside him that was so unsatisfied; he always returned with the same excuse to discover the super-erotic film supposedly searching from the quality point of view, so to speak – the rubbish which he usually came across, he said afterwards, how he was bored stiff with it and found it repulsive – and he knew that it was impossible to happen in reality and he was simply fooling himself. He wondered when this whole thing would end. Napoleon asked himself “Perhaps when I pop off!” was the reply he gave himself and he chose two videotapes from the shelf, which he had had his eye on from his last visit. He shoved the sex videos in a black plastic bag and he left with his head down. He decided to go again in the direction of the university. Perhaps he would find a place to park this time. He had lost about half an hour, but he hoped to be in time for the demonstration. On the road he thought in indignation about all those people who wanted the war. They insisted on it, with various pretexts, to attack a country; it enraged him. He imagined a world-jungle, where those who had weapons and power would exercise control, over the others. They would trample on them pitilessly with their boots, like worms. Perhaps they lived through such situations daily? But although the people were unarmed and could not take anyone hostage, they had power; they had a voice. Let the mighty of the world be given a resounding slap in the face. He remembered the scenes on the television. There was a booming presence given to all citizens, not only in our town but all over the world. With renewed eagerness, Napoleon took the road back. Almost immediately he understood his mistake. It was worse than before. Again he went at a crawl. And time was passing… Now he could not make out if these people around him had finished work or were part of the demonstration which had already dispersed. O for a miracle to find an empty place in front! He parked his car above where he had started to become discouraged that he would return home not having participated, and then descended in a hurry into the chilly early afternoon sunshine. The pedestrians that thronged the streets were coming at him from the opposite direction; his march intersected into theirs. For a moment he contemplated that the protest march had ended and it would be a waste of time for him to go. Where would he go? He did not know exactly. For a moment, in a narrow road, he found himself face to face with the MAT, who did not take the slightest notice of him. He continued walking in the opposite direction. Logically, the aim of the demonstrators was the embassy. So he would make his way towards it. Somewhat late, even on his own, he would reach that spot and that would suffice. He could say, and deceiving even himself, that he had taken part in the protest march. Suddenly a magazine hanging up at a kiosk made him stop. On the cover was a bare-breasted girl and wrapped in cellophane was the legendary provoking tape of a well-known actress – a sex-bomb. This curiosity to acquire this tape had been gnawing at him for long time. He paused first. “I must go there; where I began to go,” he thought. “Then we’ll see.” He went towards the sea-front. The crowd had thinned out. There did not seem to be any demonstration anywhere. Only some groups which slackened their walk on the pavement and greeted the sunshine. He did an about-turn. He circled round the White Tower once and went to go up the same road towards the Exhibition Centre. He stopped at the kiosk and bought the magazine. The moment that he hid it in an opaque bag, he once again began to feel like a slave in chains. Now, however, he headed away from the stream of people, not towards them. If someone met him that was passing, without doubt, they would think he was coming from the heart of the awe-inspiring demonstration, which had been directed by the working-class population. This thought made him straighten his poise. But he also felt instantly aware of how the strange mechanism in his mind was working; at one moment he felt like a pawn and the next he felt free. And really he saw it – unless it was an illusion – a crowd of people at the stop in front of him, whom he was observing just as he was crossing the road; erect and decisive, courageous and victorious. In their glances there was a flicker of a secret miracle similar to that of a proud fighter. Basically deep down, certainly a part of his mind was thinking, perhaps he deserved only their jeering as he passed in front of them with the sordid video of the sex-bomb under his arm. A loud voice rang out. It called out his name from an open window of a car. It was his friend, the trade unionist – he who had urged him in earnest in the office yesterday to go to the demonstration. His voice had something triumphant about it. He gave him the victory sign, shaking his hand like a puppet. He stuck out his other entire arm from the window, reciprocating the victory gesture, which was accompanied by a prolonged sounding of the horn. The traffic had thinned out; everything was easy now. He drove off and got home shortly. “Peace!” said his daughter smiling at him, as soon as he came through the door. The same evening, watching the news, she called out to him from the next room, where he was deep into turning the pages of the magazine: “Come here! Run! You’re on the television…. Isn’t that you?” “It’s not me….” Napoleon replied sharply, before he had seen the screen, which was showing him. It could have been me, however, he thought gloomily to himself. Translated by Kathleen Ann O’Donnell |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου