[......]
Κι ο Αντρέας στενοχωρημένος εκοίταζε τα δύο
πλάσματα, που αγαπιόνταν, που υπόφερναν
εξαιτίας του και που τώρα δεν εμιλούσαν.
Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς την στην
αγκαλιά του: "Σ' εδυστύχεψε!"
Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη
γυναίκα του, μα ο Αντρέας ενόμισε πως τα λόγια
τον εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: "Έφταιξα, μα
τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω
στεφάνι. Εδώ τα κλειδιά του κομού.Είπε να μου τα
δώκεις τα χίλια".
"Και ξαναγοράζεις" του 'πε η Ρήνη πικρά "και
την αγάπη; Ω, τι έκαμες!" Κι εβάλθηκε να κλαίει.
"Την αγάπη;" ερώτησε αχνίζοντας. "Και δεν την
έχω;"
"Όχι!" του αποκρίθηκε "Όχι! Για λίγα χρήματα
ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε
μ' έπαιρνες. Πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!"
"Θα ξανάρθει" της απολογήθηκε λυπημένος, "στη
ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας θα' ναι
παράδεισος!"
"Όχι!" του 'πε. "Έπειτα απ' ό,τι έκαμες, όχι! Κι α
σ' αγαπούσα, δε θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι
δουλεύτρα. Ποιόνε έχω ανάγκη;"
Και σε μία στιγμή ξακολούθησε:
"Γιατί ν' αδικηθούν τα αδέρφια μου;"
"Σ' εδυστύχεψε!" είπε πάλι πικρά ο πατέρας,
που τώρα ήταν ξενέρωτος. "Γιατί να μην τα δώσει
από την αρχή, όπως τση τό 'πα; Ανάθεμά τα τα
τάλαρα!"
"Πάμε!" είπε ο Αντρέας.
"Όχι!" του 'πε μ' απόφαση. "Εδώ είναι ο
χωρισμός μας. Θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον
κόσμο, σ' άλλους τόπους. θα δουλέψω για με και
για να κουναρήσω (=αναθρέψω) το παιδί που θα γεννηθεί.
Θα μου δώσει η μάνα γράμματα, για να 'βρω αλλού
εργασία. Θα τα πάρει από τες κυράδες της. Όχι, δεν
έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα. Ποιόνε έχω ανάγκη;" Κι
έπειτα από μία στιγμή, σα ν' απαντούσε σε κάποια
της σκέψη, εξαναφώναξε:
"Δεν έρχομαι, δεν έρχομαι!"
Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι
εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα 'ταν χαμένα.
"Ανάθεμά τα τα τάλαρα!" εφώναξε πάλι
απελπισμένος. "Πάει η ευτυχία μου!"
Κι εβγήκε στο δρόμο.
Κ. ΘΕΟΤΟΚΗΣ (1972-1923), "Η τιμή και το χρήμα",
Πρώτη έκδοση:1914.
Κι ο Αντρέας στενοχωρημένος εκοίταζε τα δύο
πλάσματα, που αγαπιόνταν, που υπόφερναν
εξαιτίας του και που τώρα δεν εμιλούσαν.
Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς την στην
αγκαλιά του: "Σ' εδυστύχεψε!"
Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη
γυναίκα του, μα ο Αντρέας ενόμισε πως τα λόγια
τον εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: "Έφταιξα, μα
τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω
στεφάνι. Εδώ τα κλειδιά του κομού.Είπε να μου τα
δώκεις τα χίλια".
"Και ξαναγοράζεις" του 'πε η Ρήνη πικρά "και
την αγάπη; Ω, τι έκαμες!" Κι εβάλθηκε να κλαίει.
"Την αγάπη;" ερώτησε αχνίζοντας. "Και δεν την
έχω;"
"Όχι!" του αποκρίθηκε "Όχι! Για λίγα χρήματα
ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε
μ' έπαιρνες. Πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!"
"Θα ξανάρθει" της απολογήθηκε λυπημένος, "στη
ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας θα' ναι
παράδεισος!"
"Όχι!" του 'πε. "Έπειτα απ' ό,τι έκαμες, όχι! Κι α
σ' αγαπούσα, δε θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι
δουλεύτρα. Ποιόνε έχω ανάγκη;"
Και σε μία στιγμή ξακολούθησε:
"Γιατί ν' αδικηθούν τα αδέρφια μου;"
"Σ' εδυστύχεψε!" είπε πάλι πικρά ο πατέρας,
που τώρα ήταν ξενέρωτος. "Γιατί να μην τα δώσει
από την αρχή, όπως τση τό 'πα; Ανάθεμά τα τα
τάλαρα!"
"Πάμε!" είπε ο Αντρέας.
"Όχι!" του 'πε μ' απόφαση. "Εδώ είναι ο
χωρισμός μας. Θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον
κόσμο, σ' άλλους τόπους. θα δουλέψω για με και
για να κουναρήσω (=αναθρέψω) το παιδί που θα γεννηθεί.
Θα μου δώσει η μάνα γράμματα, για να 'βρω αλλού
εργασία. Θα τα πάρει από τες κυράδες της. Όχι, δεν
έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα. Ποιόνε έχω ανάγκη;" Κι
έπειτα από μία στιγμή, σα ν' απαντούσε σε κάποια
της σκέψη, εξαναφώναξε:
"Δεν έρχομαι, δεν έρχομαι!"
Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι
εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα 'ταν χαμένα.
"Ανάθεμά τα τα τάλαρα!" εφώναξε πάλι
απελπισμένος. "Πάει η ευτυχία μου!"
Κι εβγήκε στο δρόμο.
Κ. ΘΕΟΤΟΚΗΣ (1972-1923), "Η τιμή και το χρήμα",
Πρώτη έκδοση:1914.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου