Τρίτη, Νοεμβρίου 16, 2010

ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΚΑΛΟΥΤΣΑ

Αναρτούμε το πολύ ενδιαφέρον κριτικό σημείωμα της Ελισάβετ Κοτζιά
για το καινούριο βιβλίο διηγημάτων του Θεσσαλονικιού
συγγραφέα Τάσου Καλούτσα. Προσεχώς θα αναρτήσουμε και τις 
δικές μας εντυπώσεις για το βιβλίο, το οποίο , σε πρώτη ανάγνωση,
μάς άφησε εξαιρετικές εντυπώσεις.
 *
Διακρινοντας
Απόσταγμα πυκνό
Tης Ελισαβετ Kοτζια / ekotzia@yahoo.gr

Να τι μπορεί να σημαίνει λογοτεχνία: δέκα διηγήματα· ιδιωτικές ιστορίες ανθρώπων της γειτονιάς· πλοκή σχεδόν ανύπαρκτη· εξιστορήσεις και διάλογοι που συχνά δίνουν την εντύπωση πως έχουν ανεπανόρθωτα κατρακυλήσει στο ασήμαντο· κατάληξη ασαφής. Καλλιτεχνικό, ωστόσο, απόσταγμα πυκνό. Διότι κάτω από αυτή την ακαταστάλαχτη αφηγηματική επιφάνεια, πίσω από την αδύναμη υπόθεση, πέρα από τις αδιαφόρητες κουβέντες των ηρώων φαίνεται να κυκλοφορεί ένα ρεύμα, μοιάζει να υφίσταται μια εντύπωση, να υπάρχει κάτι απροσδιόριστο, να εμφιλοχωρεί μια υπόνοια, να διεισδύει μια αίσθηση, κάποια ιδέα που δεν αποδεικνύεται, που γίνεται όμως έμμεσα αντιληπτή και αποκτά για τον αναγνώστη βαρύνουσα σημασία. 


Σχολιάζοντας όσα βλέπουμε γύρω μας – μιλώντας για τους ιδιόρρυθμους συναδέλφους, για τους αναξιοπαθούντες γέροντες, για τους ανοικονόμητους συζύγους, για τη φρίκη των βομβαρδισμών στον Νότιο Λίβανο, για το επικοινωνιακό θαύμα του Διαδικτύου, η λογοτεχνία είναι ίσως εκείνο που μας επιτρέπει ταυτόχρονα να επικοινωνούμε με όσα δυσδιάκριτα διαισθανόμαστε πως συμβαίνουν σε κάποιο δυσπροπέλαστο, αθέατο επίπεδο και αφορούν μυστήρια ερωτήματα και υπαρξιακές απορίες όπως: Σε τι συνίσταται το ανομολόγητο που αισθανόμαστε πως υπάρχει μέσα μας αλλά δεν μπορούμε να το προσδιορίσουμε ούτε στις πιο ειλικρινείς στιγμές μας; Τι είναι εκείνο το ουσιώδες που μας κρατάει όρθιους ακόμα και όταν μας έχουν προ πολλού εγκαταλείψει τα οράματα κι η πίστη σε οποιεσδήποτε προσωπικές ή συλλογικές αξίες; Τι είναι αυτό που κυλάει διαρκώς μέσα απ’ τα δάχτυλα, καθιστώντας, ωστόσο, την παρουσία του αισθητή απ’ την εντύπωση του κενού που μας αφήνει στα χέρια; Λογοτεχνία είναι ίσως, λοιπόν, η φευγαλέα επαφή με το μη επικοινωνήσιμο που για μια μόνον ανεπαίσθητη στιγμή μας φανερώνει την ύπαρξή του.

Αφορμή για τα παραπάνω σχόλια μου δίνει η διηγηματογραφική συλλογή «Η ωραιότερη μέρα της» (Μεταίχμιο, σελ. 212) του Τάσου Καλούτσα. 

Καθιερωμένος στους συγγραφικούς κύκλους, ο εξηνταδυάχρονος Θεσσαλονικιός πεζογράφος δεν είναι γνωστός στο πλατύτερο κοινό. Στα είκοσι πέντε χρόνια της λογοτεχνικής παρουσίας του έχει κυκλοφορήσει άλλες τέσσερις διηγηματογραφικές συλλογές, κι η τελευταία, «Το τραγούδι των σειρήνων», είδε το φως πριν από δέκα χρόνια. 

Τι ανάγκη έχει όμως να κάνει ένας πεζογράφος διαρκώς αισθητή την παρουσία του όταν έχει κατορθώσει τη σύλληψη ενός από τα πιο δύσκολα επιτεύγματα της αφηγηματικής τέχνης – και που για να κυοφορηθεί ασφαλώς απαιτεί εξαιρετικά αργόσυρτους χρόνους; Ο Τάσος Καλούτσας φαίνεται να αρκείται στην ύψιστη αυτή ικανοποίηση και να μην επιζητεί τον συνεχή θόρυβο γύρω απ’ το όνομά του.

Ας σημειώσουμε ότι, παρά τη φαινομενική της απλοϊκότητα, η αφηγηματική του τεχνική στο βάθος της κρύβει μια συνθετότατη εφαρμογή πολυπλοκότατων πλάγιων σκοπεύσεων. Αρχίζοντας την παρουσίαση μιας ιστορίας, ο φωτισμός πέφτει πάνω στον πρωταγωνιστή κι αφού μας βάλει μέσα στην προβληματική των περιπετειών του, λίγο μετά, με μιαν αδιόρατη σχεδόν κίνηση μετατοπίζεται προς άλλον στόχο, δημιουργώντας κάποια μικρή σύγχυση ως προς το τι επιδιώκει να θίξει. Σαν να προξενεί ένα παροδικό βραχυκύκλωμα, σαν να μας σπρώχνει απότομα, σαν να τραβάει το χαλί κάτω απ’ τα πόδια, όχι όμως για να μας ρίξει χάμω, αλλ’ όσο χρειάζεται για να μας επιστήσει την προσοχή, για να μας ερεθίσει την περιέργεια, να μας ευαισθητοποιήσει ότι υποχρεούμαστε να βρισκόμαστε σε εγρήγορση, ότι πρέπει να έχουμε τις κεραίες μας ορθές, ότι οφείλουμε να είμαστε πιο δεκτικοί στο άλλο, στο υπόγειο, στο αθέατο που βρίσκεται κάτω, πέρα και πίσω απ’ αυτό που βλέπουμε και κατ’ αρχάς συζητάμε. Αυτή η έντεχνη διάσπαση, αυτός ο μικρός κατακερματισμός, αυτή η παροδική συσκότιση σε κείμενα όπως «Ολα τα παιδιά του κόσμου», «Ψυχές αγγέλων», «Το χυτήριο» και «Αδολη αγάπη», δημιουργούν μια μεγάλη συμπύκνωση και προξενούν εντάσεις που αποσπούν το βλέμμα και ξεβολεύουν την εσωτερική οπτική από τη συνήθεια καθιστώντας την ικανή να διαισθάνεται, ν’ απορεί και να νιώθει. 

Η σημασία της διηγηματογραφίας αυτής βρίσκεται στο ότι πίσω απ’ τις επιφανειακά ανώδυνες ιστορίες της κρύβεται μια ολόκληρη αντίληψη για τον κόσμο – αλλά και για την ίδια την τεχνική της αφήγηση η οποία περιφρονώντας τις κορυφώσεις του σπασπένς προτιμά τις απότομες, άρρυθμες συγκοπές του τυχαίου. Μέσα, άλλωστε, από αυτήν την ανοικειωτική τεχνική, ο Καλούτσας κατορθώνει να ξανακάνει επίκαιρα, περιφρονημένα κοινωνικά ζητήματα αντιμετωπίζοντάς τα όχι ως προβλήματα πολιτικής στράτευσης αλλά ως υπαρξιακά θέματα συνείδησης και ηθικής ευαισθησίας: Πώς αντέχουμε να ταΐζουμε τα γατιά μας πλουσιοπάροχα όταν στον τρίτο κόσμο οι άνθρωποι λιμοκτονούν απ’ την πείνα;

Δεν υπάρχουν σχόλια: