ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Στο Χριστό στο Κάστρο
(5)
(5)
"Εστία",τόμ. 33, αρ. 1 (1892)
[Συνέχεια από το προηγούμενο]
Ήδη ο ήλιος, επιφανείς ακόμη μίαν φοράν, έκλινε προς την δύσιν. Ητο τρίτη και ημίσεια ώρα. Και ο ήλιος εχαμήλωνεν, εχαμήλωνε. Και η βαρκούλα του μπαρμπα-Στεφανή, με το ανθρώπινον φορτίον της, εχόρευεν, εχόρευεν επάνω εις το κύμα, πότε ανερχομένη εις υγρά όρη, πότε κατερχομένη εις ρευστάς κοιλάδας, νυν μεν εις την ακμήν να καταποντισθή εις την άβυσσον, νυν δε ετοίμη να κατασυντριβή κατά της κρημνώδους ακτής. Και ο ιερεύς έλεγε μέσα του την παράκλησιν όλην, από το «Πολλοίς συνεχόμενος» έως το «Πάντων προστατεύεις». Κι ο μπαρμπα-Στεφανής εστενοχωρείτο, μη δυνάμενος επί παρουσία του παπά να εκχύση ελευθέρως τας αφελείς βλασφημίας του, τας οποίας εμάσα κι έπνιγε μέσα του, υποτονθορύζων (= μουρμουρίζοντας): «Σκύλιασε ο διαολόκαιρος, λύσσαξε! Θα σκάσης, αντίχριστε, Τούρκο! Το Μουχαμέτη σου, μέσα!» Κι η θεια το Μαλαμώ, ποιούσα το σημείον του Σταυρού, έλεγε το «Θεοτόκε Παρθένε», κι επανελαμβανεν: «Έλα, Κ στέ μ ! Βοήθα, Παναΐα μ !» Και τα κύματα έπληττον την πρώραν, έπληττον τα πλευρά του σκάφους, και εισορμώντα εις το κύτος εκτύπων τα νώτα, εκτύπων τους βραχίονας των επιβατών. Και ο ήλιος εχαμήλωνεν, εχαμήλωνε. Και η βαρκούλα εκινδύνευε ν΄ αφανισθή. Και η απορρώξ (=απόκρημνη) βραχώδης ακτή εφαίνετο διαφιλονεικούσα την λείαν προς τον βυθόν της θαλάσσης.
-Εδώ, εδώ, είν΄ ένα λιμανάκι, παπά, κατ΄ απ΄ το Πρυΐ, αποκάτ΄ απ΄ την Αγία Αναστασία, στα Μποστάνια.
-Θυμάσαι καλά, Στεφανή;
-Όπως ξερ΄ς η αγιωσύνη σ΄ τα γράμματα τς εκκλησιάς απ΄ όξου, παπά, έτσι κι εγώ τα ξέρω απ΄ όξου όλα τα λιμανάκια, τους κάβους, κι τς αμμουδιές, όλες τις ξέρες κι τα γκρίφια (= προεξοχές βράχων στη θάλασσα) κι τα θαλάμια(τρύπες χταποδιών).
Και προσήγγισαν με πολύν κόπον και αγώνα και βάσανον, βρεγμένοι, θαλασσοπνιγμένοι, μισοπαγωμένοι. «Εκεί, εκεί διαναστάει (=προσεγγίζει η βάρκα).
Υπήρχεν εν θαλάσσιον μάρμαρον, ως φυσική αποβάθρα, πότε καλυπτόμενον από το κύμα, πότε ανέχον υπεράνω της θαλάσσης. Την φοράν ταύτην το εκάλυπτε και δεν το εκάλυπτε το κύμα. Επλησίασαν και ησθάνθησαν πάραυτα το ευάρεστον αίσθημα της παύσεως του σάλου και της προσεγγίσεως εις σκεπαστόν και ευλίμενον μέρος.
-Πάντα κατευόδιο! είπε ποιών το σημείον του Σταυρού ο κύρ Αλεξανδρής, όστις τότε εξεζαλίσθη κι εστάθη εις τους πόδας του.
Επήδησαν εις εις (=ένας ένας) έξω· εξεφόρτωσαν τάς αποσκευάς και ηλάφρυναν την βάρκαν. Ανάμεσα εις το μάρμαρον και εις την κρημνώδη ακτήν εσχηματίζετο μικρά αμμουδιά, όση θα ήρκει διά να σύρη αλιεύς την ψαροπούλαν του, γυρμένην από την μίαν πλευράν επί της άμμου, και να εξαπλωθή και αυτός υπό την άλλην πλευράν να κοιμηθή θεωρών τους αστέρας.
-Τώρα να σύρουμε τη βάρκα, παπά, είπεν ο μπαρμπα-Στεφανής, κι ύστερα οι άνδρες να φορτωθούμε όλα τα πράγματα και ν΄ αρχίσουμε σιγά σιγά ν΄ ανεβαίνουμε. Ας πάρουν κι οι γυναίκες ό,τι μπορούν.
-Να τώρα τι άξιζε να ΄χα το μ΄ λαρι μαζί μ΄, είπεν ο Βασίλης της Μυλωνούς. Σου είπα, μπαρμπα-Στεφανή, να το μπαρκάρουμε, δε θέλησες.
Έσυραν την λέμβον. Ήναψαν τα δύο φανάρια που είχαν. Ο Βασίλης έλαβε τα πτυάρια και τας αξίνας του, και απομακρυνθείς προσωρινώς ήρχισε να κατοπτεύη πού θα εύρισκε μονοπάτι όχι πολύ πατημένον από την χιόνα, ώστε να δύνανται άνθρωποι να βαδίσωσιν. Από το μέρος εκείνο ως το Κάστρον, το οποίον διεκρίνετο ως πελώριος αμαυρός όγκος υψηλά προς βορράν, η οδός δεν θα ήτο πλέον της ώρας, αλλ΄ εις ην κατάστασιν ήτο τώρα ο δρόμος από τας χιόνας, τις οίδεν αν θα ήρκει και το τριπλάσιον του χρόνου όπως φθασωσιν. Εδείπνησαν όλοι επί ποδός με δίπυρα και με ελαίας και έπιον ολίγον οίνον ή ρακήν.
Ο Βασίλης επανελθών ανήγγειλεν ότι ανεύρε το μονοπάτι, πλακωμένον πολύ από την χιόνα, αλλ΄ ότι με πολύν κόπον, αν προπορεύωνται δύο άνθρωποι και ξεχιονίζουν, ελπίζει να φθάσουν εις το Κάστρον το γρηγορώτερον… έως τα μεσάνυκτα. Εφορτώθησαν τας αποσκευάς. Ο κύρ Αλεξανδρής έλαβε το ένα φανάρι και μία των γυναικών το άλλο. Ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο μπαρμπα-Στεφανής και ο υιός του ελαβον τα πτυάρια και τας αξίνας και προπορευόμενοι ήρχισαν να ξεχιονίζωσιν. Ο δρομίσκος ανήρχετο έρπων εις τον κρημνόν κατ΄ αρχάς, είτα κατήρχετο εις εν παραθαλάσσιον κοίλωμα. Επάτουν προσεκτικως, ως να εμετρούσαν τα βήματα των. Η σελήνη είχεν απαλλαγή των νεφών και προσεπάθει να φέξη τον δρόμον με το κρυερόν φως της. Ενίοτε έχαναν το χάραγμα του δρόμου, απεπλανώντο κι ευρίσκοντο αίφνης επί της κορυφής πελώριων βράχων, κάτω των οποίων άβυσσος ήνοιγε το στόμα της, και πάλιν κατέβαινον με τρεμουλιαστά γόνατα, κρατούμενοι εκ των πετρών και των θάμνων. Ανείρπον εις τον κρημνόν ως μικρόν κοπάδιον αιγών αποπλανηθέν και απαγόμενον οπίσω εις την μάνδραν από τους δύο βοσκούς του, οίτινες το ανεζήτησαν κρατούντες φανάρια, και μακροθεν αν τους έβλεπε τις, ηδύνατο να τους εκλάβη ως συστρεφόμενον κρικωτόν τέρας, φωσφορίζον την κεφαλήν και την ουράν, με τους δυο φανούς. Με όλον το ξεχιόνισμα, το οποίον εννοεί τις πόσον ατελώς ενηργείτο, επάτουν ενίοτε σφαλερώς κι εχώνοντο ως το γόνυ και ως τον μηρόν εις την χιόνα.
Επλησίαζε μεσάνυκτα όταν έφθασαν υπό την γέφυραν του Κάστρου, μισοπνιγμένοι, παγωμένοι, αλμυροί από θάλασσαν και λευκοί από χιόνα, μελανιασμένοι τα χείλη, αλλά θερμοί την καρδίαν.
Εκεί επάνω, πριν διέλθωσι την γέφυραν, από την σιδερόπορταν του Κάστρου ηκούσθησαν φωναί:
-Ποιοι είστε; Ποιοι είστε;
Και αντήχησε βαρύς ο τριγμός των εσκωριασμενων στροφέων, ως να εδοκίμαζέ τις να κλείση έσωθεν την σιδηράν πύλην. Ηκούσθη δε και μικρός κρότος, ως ο της υψώσεως σκανδάλης τουφεκιού.
-Καλοί! Καλοί! Πατριώτες! απήντησεν ο μπαρμπα-Στεφανής. Μα εσείς ποιοι είστε;
-Πέστε μας τα ονόματά σας!
-Ημείς είμαστε… ήρχισεν ο μπαρμπα-Στεφανής, και συγχρόνως διά του βλέμματος εσυμβουλεύετο τον παπάν.
-Μπά! αυτή είναι η φωνή τ΄ αδερφού μου, ανέκραξεν ο Βασίλης της Μυλωνούς.
Και είτα εντείνας την φωνήν:
-Αργύρη, εγώ είμαι! εφώναξε.
-Τόσο καλύτερα… μας έβγαλαν κι από έναν κόπο, εψιθυρισεν ο ιερεύς.
Ανέβησαν εις το Κάστρον, όπου συνήντησαν τον Αργύρην της Μυλωνούς και τον σύντροφόν του, τον Γιάννην τον Νυφιώτην. Ούτοι εν ολίγοις διηγήθησαν πώς τους είχε κλείσει το χιόνι επάνω στο Στοιβωτό, όπου ετρύπωσαν δυο νύκτας εις μίαν σπηλιάν, και πώς την προχθές, ήτοι εις τας 22 του μηνός, ελθόντες τους απηλευθέρωσαν εκείθεν, εκτοπίσαντες μεγάλους όγκους χιόνος, δυο αιγοβοσκοί, ο Γιαλής ο Κονιζάς και ο Γιώργης ο Μπάντας, οίτινες και ευρίσκοντο την στιγμήν ταύτην με όλον το αιπόλιον των εις το φρούριον.
Το φρούριον τούτο, όπερ αλλαχού περιεγράψαμεν, ήτο γιγαντιαίος βράχος, φυτρωμένος εκεί παρά το πέλαγος, προεκβολή της γης προς τον πόντον, ως να έδειχνεν η ξηρά τον γρόνθον εις την θάλασσαν και να την προεκάλει· φοβερός, μονοκόμματος γρανίτης, αλίκτυπος (θαλασσοδαρμένος), όπου γλαύκες και λάροι (=γλάροι) ήριζον περί κατοχής, διαφιλονεικούντες πού αρχίζει η κυριότης του ενός και πού σταματά η δικαιοδοσία του άλλου. Προσφιλής σκοπός του Βορρά και των γειτόνων του, του Καικίου (=Βορειανατολικού ανέμου) και του Αργέστου (Βορειοδυτικού ανέμου), ών το στάδιον ευρύ εκτείνεται ανάμεσον της Χαλκιδικής, του Θερμαϊκού, του Ολύμπου και του Πηλίου μεμονωμένος υψιτενής βράχος, εφ ού οι κάτοικοι εξ ανάγκης είχον κλεισθή διά φύλαξιν κατά των πειρατών και των βαρβάρων, εγκαταλιπόντες αυτόν έρημον μετά το 1821, ότε εκτίσθη η σημερινή μεσημβρινή πολίχνη. Μέχρι προ ολίγων ετών εσώζοντο ακόμη οικίαι τινές με τας στέγας και τα πατώματά των εντός του φρουρίου, αλλά τελευταίον, η ολιγωρία των δημοτικών αρχών, ο όκνος (=νωθρότητα) των ανθρώπων εις το να επισκέπτωνται το Κάστρον συχνότερα, και η ασυνειδησία ολίγων τινών συλαγωγών (= κλεπτών), πλεονεκτών η οικοδόμων, είχε καταστήσει ερειπιών σωρόν το Κάστρον. Εντεύθεν αμελήσαντες και οι εφημέριοι της σημερινής πολίχνης, άφηναν από ετών ήδη αλειτούργητον τον ναόν της Χριστού Γεννήσεως, κατ αυτήν την ημέραν της εορτής.
Ήδη ο ήλιος, επιφανείς ακόμη μίαν φοράν, έκλινε προς την δύσιν. Ητο τρίτη και ημίσεια ώρα. Και ο ήλιος εχαμήλωνεν, εχαμήλωνε. Και η βαρκούλα του μπαρμπα-Στεφανή, με το ανθρώπινον φορτίον της, εχόρευεν, εχόρευεν επάνω εις το κύμα, πότε ανερχομένη εις υγρά όρη, πότε κατερχομένη εις ρευστάς κοιλάδας, νυν μεν εις την ακμήν να καταποντισθή εις την άβυσσον, νυν δε ετοίμη να κατασυντριβή κατά της κρημνώδους ακτής. Και ο ιερεύς έλεγε μέσα του την παράκλησιν όλην, από το «Πολλοίς συνεχόμενος» έως το «Πάντων προστατεύεις». Κι ο μπαρμπα-Στεφανής εστενοχωρείτο, μη δυνάμενος επί παρουσία του παπά να εκχύση ελευθέρως τας αφελείς βλασφημίας του, τας οποίας εμάσα κι έπνιγε μέσα του, υποτονθορύζων (= μουρμουρίζοντας): «Σκύλιασε ο διαολόκαιρος, λύσσαξε! Θα σκάσης, αντίχριστε, Τούρκο! Το Μουχαμέτη σου, μέσα!» Κι η θεια το Μαλαμώ, ποιούσα το σημείον του Σταυρού, έλεγε το «Θεοτόκε Παρθένε», κι επανελαμβανεν: «Έλα, Κ στέ μ ! Βοήθα, Παναΐα μ !» Και τα κύματα έπληττον την πρώραν, έπληττον τα πλευρά του σκάφους, και εισορμώντα εις το κύτος εκτύπων τα νώτα, εκτύπων τους βραχίονας των επιβατών. Και ο ήλιος εχαμήλωνεν, εχαμήλωνε. Και η βαρκούλα εκινδύνευε ν΄ αφανισθή. Και η απορρώξ (=απόκρημνη) βραχώδης ακτή εφαίνετο διαφιλονεικούσα την λείαν προς τον βυθόν της θαλάσσης.
*
***
*****
***
*
Τέλος, ήρχισε να σκοτεινιάζη. Ενύκτωσεν ακριβώς την στιγμήν καθ΄ ην θα έβλεπον αντίκρυ το Κάστρον, ου (=από το οποίο) απείχον τώρα δύο ακόμη μίλια. Νέφη συσσωρευμένα προς ανατολάς ημπόδιζον να φανή το παρήγορον φέγγος της σελήνης. Αλλ΄ ο άνεμος, αντί να πέση, εδυνάμωνε και αγρίευε και εθέριευε, και ο πλους κατέστη αδύνατος του λοιπού. Δεν έβλεπον πλέον ούτε εμπρός ούτε δεξιά τίποτε, ειμή δύο όγκους φαιούς, αμαυρούς. Ευτυχώς, ο μπαρμπα-Στεφανής εγνώριζε καλά το μέρος.***
*****
***
*
-Εδώ, εδώ, είν΄ ένα λιμανάκι, παπά, κατ΄ απ΄ το Πρυΐ, αποκάτ΄ απ΄ την Αγία Αναστασία, στα Μποστάνια.
-Θυμάσαι καλά, Στεφανή;
-Όπως ξερ΄ς η αγιωσύνη σ΄ τα γράμματα τς εκκλησιάς απ΄ όξου, παπά, έτσι κι εγώ τα ξέρω απ΄ όξου όλα τα λιμανάκια, τους κάβους, κι τς αμμουδιές, όλες τις ξέρες κι τα γκρίφια (= προεξοχές βράχων στη θάλασσα) κι τα θαλάμια(τρύπες χταποδιών).
Και προσήγγισαν με πολύν κόπον και αγώνα και βάσανον, βρεγμένοι, θαλασσοπνιγμένοι, μισοπαγωμένοι. «Εκεί, εκεί διαναστάει (=προσεγγίζει η βάρκα).
Υπήρχεν εν θαλάσσιον μάρμαρον, ως φυσική αποβάθρα, πότε καλυπτόμενον από το κύμα, πότε ανέχον υπεράνω της θαλάσσης. Την φοράν ταύτην το εκάλυπτε και δεν το εκάλυπτε το κύμα. Επλησίασαν και ησθάνθησαν πάραυτα το ευάρεστον αίσθημα της παύσεως του σάλου και της προσεγγίσεως εις σκεπαστόν και ευλίμενον μέρος.
-Πάντα κατευόδιο! είπε ποιών το σημείον του Σταυρού ο κύρ Αλεξανδρής, όστις τότε εξεζαλίσθη κι εστάθη εις τους πόδας του.
Επήδησαν εις εις (=ένας ένας) έξω· εξεφόρτωσαν τάς αποσκευάς και ηλάφρυναν την βάρκαν. Ανάμεσα εις το μάρμαρον και εις την κρημνώδη ακτήν εσχηματίζετο μικρά αμμουδιά, όση θα ήρκει διά να σύρη αλιεύς την ψαροπούλαν του, γυρμένην από την μίαν πλευράν επί της άμμου, και να εξαπλωθή και αυτός υπό την άλλην πλευράν να κοιμηθή θεωρών τους αστέρας.
-Τώρα να σύρουμε τη βάρκα, παπά, είπεν ο μπαρμπα-Στεφανής, κι ύστερα οι άνδρες να φορτωθούμε όλα τα πράγματα και ν΄ αρχίσουμε σιγά σιγά ν΄ ανεβαίνουμε. Ας πάρουν κι οι γυναίκες ό,τι μπορούν.
-Να τώρα τι άξιζε να ΄χα το μ΄ λαρι μαζί μ΄, είπεν ο Βασίλης της Μυλωνούς. Σου είπα, μπαρμπα-Στεφανή, να το μπαρκάρουμε, δε θέλησες.
Έσυραν την λέμβον. Ήναψαν τα δύο φανάρια που είχαν. Ο Βασίλης έλαβε τα πτυάρια και τας αξίνας του, και απομακρυνθείς προσωρινώς ήρχισε να κατοπτεύη πού θα εύρισκε μονοπάτι όχι πολύ πατημένον από την χιόνα, ώστε να δύνανται άνθρωποι να βαδίσωσιν. Από το μέρος εκείνο ως το Κάστρον, το οποίον διεκρίνετο ως πελώριος αμαυρός όγκος υψηλά προς βορράν, η οδός δεν θα ήτο πλέον της ώρας, αλλ΄ εις ην κατάστασιν ήτο τώρα ο δρόμος από τας χιόνας, τις οίδεν αν θα ήρκει και το τριπλάσιον του χρόνου όπως φθασωσιν. Εδείπνησαν όλοι επί ποδός με δίπυρα και με ελαίας και έπιον ολίγον οίνον ή ρακήν.
Ο Βασίλης επανελθών ανήγγειλεν ότι ανεύρε το μονοπάτι, πλακωμένον πολύ από την χιόνα, αλλ΄ ότι με πολύν κόπον, αν προπορεύωνται δύο άνθρωποι και ξεχιονίζουν, ελπίζει να φθάσουν εις το Κάστρον το γρηγορώτερον… έως τα μεσάνυκτα. Εφορτώθησαν τας αποσκευάς. Ο κύρ Αλεξανδρής έλαβε το ένα φανάρι και μία των γυναικών το άλλο. Ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο μπαρμπα-Στεφανής και ο υιός του ελαβον τα πτυάρια και τας αξίνας και προπορευόμενοι ήρχισαν να ξεχιονίζωσιν. Ο δρομίσκος ανήρχετο έρπων εις τον κρημνόν κατ΄ αρχάς, είτα κατήρχετο εις εν παραθαλάσσιον κοίλωμα. Επάτουν προσεκτικως, ως να εμετρούσαν τα βήματα των. Η σελήνη είχεν απαλλαγή των νεφών και προσεπάθει να φέξη τον δρόμον με το κρυερόν φως της. Ενίοτε έχαναν το χάραγμα του δρόμου, απεπλανώντο κι ευρίσκοντο αίφνης επί της κορυφής πελώριων βράχων, κάτω των οποίων άβυσσος ήνοιγε το στόμα της, και πάλιν κατέβαινον με τρεμουλιαστά γόνατα, κρατούμενοι εκ των πετρών και των θάμνων. Ανείρπον εις τον κρημνόν ως μικρόν κοπάδιον αιγών αποπλανηθέν και απαγόμενον οπίσω εις την μάνδραν από τους δύο βοσκούς του, οίτινες το ανεζήτησαν κρατούντες φανάρια, και μακροθεν αν τους έβλεπε τις, ηδύνατο να τους εκλάβη ως συστρεφόμενον κρικωτόν τέρας, φωσφορίζον την κεφαλήν και την ουράν, με τους δυο φανούς. Με όλον το ξεχιόνισμα, το οποίον εννοεί τις πόσον ατελώς ενηργείτο, επάτουν ενίοτε σφαλερώς κι εχώνοντο ως το γόνυ και ως τον μηρόν εις την χιόνα.
Επλησίαζε μεσάνυκτα όταν έφθασαν υπό την γέφυραν του Κάστρου, μισοπνιγμένοι, παγωμένοι, αλμυροί από θάλασσαν και λευκοί από χιόνα, μελανιασμένοι τα χείλη, αλλά θερμοί την καρδίαν.
*
***
*****
***
*
***
*****
***
*
Εκεί επάνω, πριν διέλθωσι την γέφυραν, από την σιδερόπορταν του Κάστρου ηκούσθησαν φωναί:
-Ποιοι είστε; Ποιοι είστε;
Και αντήχησε βαρύς ο τριγμός των εσκωριασμενων στροφέων, ως να εδοκίμαζέ τις να κλείση έσωθεν την σιδηράν πύλην. Ηκούσθη δε και μικρός κρότος, ως ο της υψώσεως σκανδάλης τουφεκιού.
-Καλοί! Καλοί! Πατριώτες! απήντησεν ο μπαρμπα-Στεφανής. Μα εσείς ποιοι είστε;
-Πέστε μας τα ονόματά σας!
-Ημείς είμαστε… ήρχισεν ο μπαρμπα-Στεφανής, και συγχρόνως διά του βλέμματος εσυμβουλεύετο τον παπάν.
-Μπά! αυτή είναι η φωνή τ΄ αδερφού μου, ανέκραξεν ο Βασίλης της Μυλωνούς.
Και είτα εντείνας την φωνήν:
-Αργύρη, εγώ είμαι! εφώναξε.
-Τόσο καλύτερα… μας έβγαλαν κι από έναν κόπο, εψιθυρισεν ο ιερεύς.
*
***
*****
***
*
*****
***
*
Ανέβησαν εις το Κάστρον, όπου συνήντησαν τον Αργύρην της Μυλωνούς και τον σύντροφόν του, τον Γιάννην τον Νυφιώτην. Ούτοι εν ολίγοις διηγήθησαν πώς τους είχε κλείσει το χιόνι επάνω στο Στοιβωτό, όπου ετρύπωσαν δυο νύκτας εις μίαν σπηλιάν, και πώς την προχθές, ήτοι εις τας 22 του μηνός, ελθόντες τους απηλευθέρωσαν εκείθεν, εκτοπίσαντες μεγάλους όγκους χιόνος, δυο αιγοβοσκοί, ο Γιαλής ο Κονιζάς και ο Γιώργης ο Μπάντας, οίτινες και ευρίσκοντο την στιγμήν ταύτην με όλον το αιπόλιον των εις το φρούριον.
Το φρούριον τούτο, όπερ αλλαχού περιεγράψαμεν, ήτο γιγαντιαίος βράχος, φυτρωμένος εκεί παρά το πέλαγος, προεκβολή της γης προς τον πόντον, ως να έδειχνεν η ξηρά τον γρόνθον εις την θάλασσαν και να την προεκάλει· φοβερός, μονοκόμματος γρανίτης, αλίκτυπος (θαλασσοδαρμένος), όπου γλαύκες και λάροι (=γλάροι) ήριζον περί κατοχής, διαφιλονεικούντες πού αρχίζει η κυριότης του ενός και πού σταματά η δικαιοδοσία του άλλου. Προσφιλής σκοπός του Βορρά και των γειτόνων του, του Καικίου (=Βορειανατολικού ανέμου) και του Αργέστου (Βορειοδυτικού ανέμου), ών το στάδιον ευρύ εκτείνεται ανάμεσον της Χαλκιδικής, του Θερμαϊκού, του Ολύμπου και του Πηλίου μεμονωμένος υψιτενής βράχος, εφ ού οι κάτοικοι εξ ανάγκης είχον κλεισθή διά φύλαξιν κατά των πειρατών και των βαρβάρων, εγκαταλιπόντες αυτόν έρημον μετά το 1821, ότε εκτίσθη η σημερινή μεσημβρινή πολίχνη. Μέχρι προ ολίγων ετών εσώζοντο ακόμη οικίαι τινές με τας στέγας και τα πατώματά των εντός του φρουρίου, αλλά τελευταίον, η ολιγωρία των δημοτικών αρχών, ο όκνος (=νωθρότητα) των ανθρώπων εις το να επισκέπτωνται το Κάστρον συχνότερα, και η ασυνειδησία ολίγων τινών συλαγωγών (= κλεπτών), πλεονεκτών η οικοδόμων, είχε καταστήσει ερειπιών σωρόν το Κάστρον. Εντεύθεν αμελήσαντες και οι εφημέριοι της σημερινής πολίχνης, άφηναν από ετών ήδη αλειτούργητον τον ναόν της Χριστού Γεννήσεως, κατ αυτήν την ημέραν της εορτής.
[Συνεχίζεται...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου