Τετάρτη, Δεκεμβρίου 23, 2009

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΜΑΣ (4)



ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Στο Χριστό στο Κάστρο
(4)
"Εστία",τόμ. 33, αρ. 1 (1892)
[Συνέχεια από το προηγούμενο]

Εξέπλευσαν. Εστράφησαν προς το μεσημβρινοδυτικόν του λιμένος, κι έβαλαν πλώρη το ακρωτήριον Καλαμάκι. Ο άνεμος ήτο βοηθητικός και ο πλους ευοίωνος ήρχιζε. Ναι μεν εκρύωναν πολύ, αλλ΄ ήσαν όλοι βαρέως ενδεδυμένοι. Ο παπάς εκάθισεν εις το πηδάλιον φορών την γούναν του. Η πρεσβύτερα είχε το σάλι της το διπλό, η θεια το Μαλαμώ είχε το βαρύ γουνάκι (=γιλέκο με μανίκια) και την κουζούκα (-καζάκα) της. Ο μπαρμπα-Στεφανής ήτο με την νιτσεράδα του (=πανωφόρι από μουσαμά), με τον κηρωτόν πίλον (= κερωμένο καπέλο) του, με τον ιμάντα δεδεμένον υπό τον πώγωνα (=πηγούνι), με τα μακρά πτερύγια σκεπάζοντα τα ώτα, και ο υιός του Σπύρος, ο καλούμενος κοινώς το Μπερκάκι, με τας πρεκνάδας (=φακίδες) και με τας βούλλας εις το πρόσωπον, ήτο με τα μανίκια της μάλλινης καμιζόλας(= μπλούζας) του ανασφουγγωμένος ως τους αγκώνας.

Ευτυχώς δεν εχιόνιζεν, αλλ΄ ο άνεμος ήτο παγερός. Αίθριος ο ουρανός, σταυρωμένος από τον βορράν (= =στρωμένος βορριάς). Η σελήνη ήτο εις το πρώτον τέταρτον και είχε δύσει προ πολλού. Τα άστρα έτρεμαν εις το στερέωμα, η πούλια εμεσουράνει, ο γαλαξίας έζωνε τον ουρανόν. Ο πήχυς και η άρκτος και ο αστήρ του πόλου έλαμπαν με βαθείαν λάμψιν εκεί επάνω. Η θάλασσα έφρισσεν υπό την πνοήν του βορρά, και ηκούοντο τα κύματα πλήττοντα μετά ρόχθου (= με πάταγο) την ακτήν, εις ην μελαγχολικώς απήντα ο φλοίσβος του ύδατος περί την πρώραν της μεγάλης και δυνατής βάρκας.

Έκαμψαν το Καλαμάκι και ακόμη δεν είχε χαράξει. Ηρχισε μόλις να γλυκοχαράζη πέραν της αγκάλης του Πλατανιά. Έφεξαν (=ξημέρωσαν) εις τον Στρουφλιά, αντίκρυ του τερπνού και συνηρεφούς(=σκιερού ) δάσους των πιτύων (=κουκουναριών ), εξ ου η θέσις ονομάζεται Κουκ΄ναριες. Τότε οι επιβάται είδον αλλήλους υπό το πρώτον λυκόφως της ημέρας, ως να έβλεπαν αλλήλους πρώτην φοράν. Πρόσωπα ωχρά και χείλη μελανά, ρίνες ερυθραί και χείρες κοκκαλιασμέναι. Η θεια το Μαλαμώ είχεν αποκοιμηθή δις ήδη υπό την πρύμνην, όπου έσκεπε το πρόσωπόν της με την μαύρην μανδήλαν ώς την ρίνα, με την ρίνα σχεδόν ώς τα γόνατα. Ο κύρ Αλεξανδρής είχε πάρει δυο τροπάρια (=κοιμήθηκε) παραπλεύρως αυτής, ονειρευόμενος ότι ήτο ακόμη εις την κλίνην του και απορών πώς αύτη εκινείτο ευρύθμως ως βρεφικόν λίκνον. Ο υιός του παπά, ο Σπύρος, έκαμνε συχνές μετάνοιες, και όσον αίμα είχεν, είχε συρρεύσει όλον εις την ρίνα του, ήτις ήτο και το μόνον ορατόν μέλος του σώματός του. Η παπαδιά, εν τη ευσεβεί φιλοστοργία της, είχε κρίνει ότι ώφειλε να τον πάρη μαζί, αφού δι΄ αυτόν ήτο το τάξιμον (=τάμα). Τον απέσπασεν αποτόμως της κλίνης, τον ένιψε και τον ενέδυσε με διπλά υποκάμισα, δυο φανέλλας, χονδρόν μάλλινον γελέκιον, διπλούν σακκάκι κι επανωφόρι, και περιετύλιξε τον λαιμόν του με χνοώδες ολομάλλινον μανδήλιον, ποικιλόχρουν και ραβδωτόν, μακρόν καταπίπτον επί το στέρνον και τα νώτα. Τώρα, παρά (=δίπλα) την πρύμνην, αριστερόθεν του παπά καθημένη, αριστερά της είχε τον Σπύρον, και ζητούσα αυτομάτως να ψηλαφήση τους βραχίονας και το στήθος του, δεν εύρισκε σχεδόν σάρκα υπό την βαρείαν σκευήν (=εξοπλισμό), δι ής είχε περιχαρακώσει τον υιόν της. Ο παπάς, όστις δεν είχεν αποβάλει την φαιδρότητά του, ουδ΄ έπαυε ν΄ ανταλλάσση αστεϊσμούς και σκώμματα (=πειράγματα) με τον μπαρμπα-Στεφανήν, στρεφόμενος προς αυτήν ενίοτε της έλεγε:

-Νά, γι αυτόνε το Λαμπράκη, το γυιο σου, τα παθαίνουμε αυτά, παπαδιά.

-Και τι πάθαμε, με τ΄ δυναμ΄ τ΄ Θεού;» απήντα η παπαδιά, ήτις, κατά βάθος, πολύ ανησύχει με αυτό το παράτολμον ταξίδιον. Ευτυχώς, η παρουσία του παπά τής έδιδε θάρρος.

-Δε μ΄ λες, παπαδιά, είπε με την τραχείαν φωνήν του ο μπαρμπα-Στεφανής, θελήσας ν΄ αστεϊσθή και με την πρεσβυτέραν, δε μ΄λες, γιατί λένε: Κυρι΄ελέησον! παπαδιά΄ πέντε μήνες δυο παιδιά!

-Γιατί, μαθές, το λένε; απήντησε χωρίς να πειραχθή η πρεσβύτερα. Πάρε παράδειγμα από μένα. Οχτώ γέννες, δέκα παιδιά.

-Θα πη, το λοιπόν, πως οι παπαδιές είναι πολύ καρπερές. Μα γιατί;

-Γιατί οι παπάδες δε λείπουν χρονο-χρονικής (=διαρκώς) από κοντά τους, είπεν η θεια το Μαλαμώ.

-Να, το Μαλαμώ πάλι το κατάλαβε, είπεν ο παπάς, δεν σας το ΄λεγα εγώ; Εσύ κι ο εξάδερφός σου ο Αλεξανδρής — εννοών τον ψάλτην — έχετε μεγάλον νου.

Ο παπάς δεν έπαυε ν΄ αστεΐζεται με όλας τας εν τω πλοιαρίω ενορίτισσάς του. Εις την μίαν έλεγε: Μα ΄κείνος ο Θοδωρής —εννοών τον άνδρα της-κοιμάται όταν τα φτιάνη αυτά τα παιδιά; Εις την άλλην: Μα δεν είναι καμμία που να μη θέλη παντρειά! Εγώ έχω στεφανωμένα, τριάντα χρόνια τώρα, παραπαν΄ από διακόσια ανδρόγυνα, και καμμία δεν ευρέθη να πη πως δεν θέλει!

Αλλά το κυριώτερον θύμα του παπα-Φραγκούλη ήτον ο Αλεξανδρής ο ψάλτης. Έξαφνα τον ηρώτα:

-Δε μου λες, Αλεξανδρή, τι θα πει, τώρα, στην καταβασία (=ωδή) των Χριστουγέννων, ‘ο ανυψώσας το κέρας ημών’; Ποιός ειν΄ αυτός ο ανυψώσας;»

-Να, ο ανιψιός σας, απήντα ο κύρ Αλεξανδρής, μη εννοών άλλως την λέξιν.

-Και τί θα πη ‘σκύλα Βαβυλών της βασιλίδος Σιών; ηρώτα πάλιν ο παπάς.

-Νά, σκύλα Βαβυλών, απήντα ο ψάλτης, νομίζων ότι περί σκύλας πράγματι επρόκειτο.

Ταύτα ελέγοντο ενόσω ήτο υπήνεμος η βάρκα, με τάς κώπας βραδυπορούσα, δεξιόθεν παραπλέουσα τον Ανάγυρον και τον Ασέληνον, αριστερόθεν πελαγωμένη αντίκρυ των Τρικέρων και του Αρτεμισίου. Ο παπα-Φραγκούλης εκάθητο κυβερνών εις το πηδάλιον, οι άλλοι εβοήθουν εις την κωπηλασίαν. Και αυτός ο κυρ Αλεξανδρής, αν και ατζαμής περί τα ναυτικά πράγματα, ησθάνθη την ανάγκην να κωπηλατήση διά να ζεσταθή. Κι η θεια το Μαλαμώ εκωπηλάτησε σχεδόν επί ημισείαν ώραν. Ευτυχώς, αν και εκρύωναν όλοι, και αι ψυχραί ριπαί αι κατερχόμεναι από των χιονοφόρτων ορέων εξύριζον τα ώτα και τους λαιμούς των, είχον όμως τους πόδας θερμούς, το ευεργετικόν τούτο αποτέλεσμα της γειτνιάσεως του πόντου. Ο ήλιος είχε προβάλει από τα σύννεφα επ΄ ολίγας στιγμάς (ήλιος με τα δόντια γριά με τα χταπόδια!, ανεκραξεν ο Λαμπράκης) διότι, ενώ την νύκτα ηθρίαζε κι εγίνετο «ο ουρανός καντήλι», την ημέραν συνήγοντο(=μαζεύονταν) πάλιν τα νέφη, και ο βορράς εφαίνετο υποχωρών εις τον απηλιώτην (= λεβάντες, ανατολικός άνεμος), ως να ηπειλείτο βροχή· αλλά μόλις επρόβαλε, κι εφάνη ως να έβλεπε ποια ήτο η υψηλοτέρα και εγγυτέρα κορυφή εκ των καταλεύκων ορέων ολόγυρα, η του Πηλίου ή η του Όθρυος, διά να σπεύση το ταχύτερον να κρυφθή. Αλλά τα νέφη σωρευθέντα πάλιν τον απήλλαξαν του κόπου τούτου.

Η ακριβής απόστασις από του μεσηβρινού λιμένος έως το βορεινότερον άκρον της νήσου, όπου έπλεον, θα ήτο ως δέκα ναυτικών μιλίων. Ο παπάς έβλεπεν ότι ήθελον νυκτώσει, πριν φθάσωσιν εις το Κάστρον. Ήτο μεσημβρία ήδη, και δεν έφθασαν ακόμη εις την Κεχρεάν, την ωραίαν μελαγχολικήν κοιλάδα με τας ελαιοφύτους κλιτύς (= πλαγιές), με τον Αραδιάν, τον πυκνόν δρυμώνα (=πυκνό δάσος) της, με το ρεύμα και τας πλατάνους και τους νερόμυλούς της. Όταν έφθασαν εις την Κεχρεάν, συνέβη εκείνο το οποίον ο μεν κακομάντις Πανάγος προέλεγεν, ο δε Στεφανής δεν ηγνόει, και ο παπα-Φραγκούλης προεβλεπεν. Είτε τροπή εις τον μαΐστρον ήτο, είτε αποθαλασσιά και μπουκάρισμα του κόρφου (=άνεμος του κόλπου, μπουκαδούρα), τα κύματα ηρχισαν να ογκούνται κατάπρωρα του μικρού σκάφους, και η βάρκα με το λευκόν πανίον της, και με τον φλόκον (=τριγωνικό πανί της πλώρης) και την αντένα της, ήρχισε να σκιρτά επί των κυμάτων, όμοια με Ελληναλβανόν χορεύοντα ηρωικούς χορούς, με τον λευκόν χιτώνα ανεμίζοντα, με τον ένα βραχίονα τριγωνοειδή εις την μέσην, με τον άλλον υψιτενή (=υψωμένο) και παίζοντα τα δάκτυλα. Αι γυναίκες ήρχισαν να δειλιώσιν. Η θεια το Μαλαμώ ηρώτα τον παπά αν δεν ήτο καλόν ν΄ αποβιβασθώσι και ανέλθωσιν εις την Παναγίαν την Κεχρεάν να λειτουργήσωσιν, όπως εορτάσωσιν εκεί τα Χριστούγεννα. Ο κυρ Αλεξανδρής, ζαλισθείς, εζάρωσεν εις μίαν γωνιάν, και οι άλλοι επιβαται μεγάλως ανησύχουν. Μόνον δύο άνδρες δεν εδειλίασαν, ο μπαρμπα-Στεφανής και ο παπα-Φραγκούλης.

Εις των επιβατών επρότεινε ν΄ αράξωσι προσωρινώς εις την Κεχρεάν, έως ότου κοπάση ο άνεμος. Ο Στεφανής και ο ιερεύς συνεννοούντο διά νευμάτων. Απείχον ακόμη από το Κάστρον υπέρ τα τρία μίλια. Δύο μέσα ηδύναντο να δοκιμάσωσιν, αν τα εύρισκον τελεσφόρα· ή να συστείλωσι τα ιστία και να προχωρήσωσι με τας κώπας, καταφρονούντες τον αφόρητον, διά τας γυναίκας μάλιστα, σάλον, περιβρεχόμενοι από τα θραυόμενα και εισπηδώντα εις το σκάφος κύματα, ριγούντες και δεινώς πάσχοντες, ή ν΄ αποβιβασθώσιν εις την ξηράν και να δοκιμάσωσιν αν θα εύρισκον ορμίσκον τινά,όχι πολύ πλακωμένον από την χιόνα, ώστε να είναι βατός εις ανθρώπους. Πτυάρια και αξίνας δυο τρεις είχε πάρει μαζί του ο Βασίλης της Μυλωνούς, προβλέπων ότι ίσως θα εχρησίμευον διά ν΄ άνοιξη δρόμον προς ανεύρεσιν του αποκλεισμένου αδελφού του. Ο παπα-Φραγκούλης απεφάνθη ότι, αφού εξ άπαντος θα ενύχτωναν, καλλιον θα ήτο να δοκιμάσωσι το πρώτον, διότι κέρδος θα ήτο, είπεν, όσον ολίγον και αν ηδύναντο να προχωρήσωσι διά θαλάσσης, και ύστερον θα είχον καιρόν να καταφύγωσι και εις την δευτέραν μέθοδον.




[Συνεχίζεται...]

Δεν υπάρχουν σχόλια: