Δευτέρα, Δεκεμβρίου 21, 2009

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΜΑΣ (2)



ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Στο Χριστό στο Κάστρο
(2)
"Εστία",τόμ. 33, αρ. 1 (1892)
[Συνέχεια από το προηγούμενο]

Όλοι οι παρόντες ηκροάσθησαν εν σιωπή την σύντομον και αυτοσχέδιον ταύτην διδαχήν του παπά. Η θειά το Μαλαμώ έσπευσε να είπη:


-Αλήθεια, παπά μ’ , δεν είναι καλό πράμα αυτοδά, θα πώ, ν’ αφήνουν τόσα χρόνια τώρα το Χριστό αλειτούργητο την ημέρα της Γέννας του… Για τούτο θα μάς χαλάσ’ κι ου Θεός!

-Κι είχαμε κάμει κι ένα τάξιμο πέρυσι το Δωδεκάμερο — αλήθεια, παπαδιά; είπεν αίφνης στραφείς προς την συμβίαν του ο ιερεύς.

Η παπαδιά τον εκοίταξεν ως να μην εννόει.

-Όπου ήταν άρρωστος αυτός ο Λαμπράκης, επανελαβεν ο ιερεύς, δεικνύων τον δωδεκαετή υιόν του. Θυμάσαι το τάμα που κάμαμε;

Η παπαδιά εσιώπα.

-Έταξες, αν γλυτώση, να πάμε σα μπροστά να λειτουργήσουμε το Χριστό, την ημέρα της εορτής του.

-Το θυμούμαι, είπε σείουσα την κεφαλήν η παπαδιά.

Τώ όντι (=πράγματι), ο μόνος υιός του παπά, ο δωδεκαετής Σπύρος, ον (=τον οποίο) αυτός απεκάλει ειρωνικώς και θωπευτικώς Λαμπράκην, ένεκα της άκρας ισχνότητος και αδυναμίας, εξής έφεγγεν οιονεί το προσωπάκι του, είχε κινδυνεύσει ν΄ αποθάνη πέρυσι τας ημέρας των Χριστουγέννων. Η παπαδιά, ήτις ήγγιζεν ήδη το πεντηκοστόν και τον είχε μόνον και υστερόγονον, κατόπιν τεσσάρων επιζώντων κορασιών, ών αι δυο πρώται ήσαν υπανδρευμέναι ήδη, και μετά οκτώ γέννας, ών αι δύο δίδυμων, και πέντε θανάτους, η παπαδιά είχε τάξει, αν εγλύτωνε το αγόρι της, να υπάγη του χρόνου να λειτουργήση τον Χριστόν.

Το ενθυμείτο και το εσυλλογίζετο προ ημερών, και απ’ αρχής της ομιλίας του παπά αυτό μόνον εσκέπτετο. Αλλ΄ έβλεπεν ότι εφέτος θα ήτο δυσκολώτατον, φοβερόν, ανήκουστον τόλμημα, ένεκα του βαρέος χειμώνος, και εφρόνει ότι ο Χριστός θα ήτο συγγνώμων και θα παρεχώρει νέαν προθεσμίαν.

Εν τούτοις, γνωρίζουσα την συνήθη τακτικήν του παπά, ως και την ισχυρογνωμοσυνήν του, απεφάσισεν ενδομύχως να μη αντιλέξη (= φέρει αντίρρηση). Και ου μόνον τούτο, αλλά και άλλο τι ηρωικώτερον και εις πολλούς απίστευτον: όπου αποφασίση να υπάγη ο παπάς, να υπάγη κι αύτη μαζί του.

Ήτο γυνή δειλοτάτη, αλλά μόνον ενόσω ευρίσκετο μακράν του παπά. Όταν ήτο πλησίον του παπά της, ελάμβανε θάρρος, η καρδία της εζεσταίνετο και δεν εφοβείτο τους κινδύνους. Εάν τυχόν ανεχώρει ο παπάς χωρίς αυτής, να υπάγη εις το Κάστρον, η καρδούλα της θα έτρεμεν ως το πουλάκι το κυνηγημένον. Αλλ εάν την έπαιρνε μαζί του, θα ήτο ησυχωτάτη.

Η μεγάλη κόρη, η εικοσαέτις το Μυγδαλιώ, ενόησεν αμέσως τα τρέχοντα, και ήρχισε, παρά το πλευρόν της μητρός της καθημένη, πλησίον της εστίας, να ολολύζη (= μτφ: κλαψουρίζει) ταπεινή τη φωνή (=χαμηλόφωνα) εις το ούς (=αυτί) της μητρός της:

-Πού θα πάτε, θα πω; Παλαβώσατε, θα πω; Με τέτοιον καιρό! να πάτε στο Κάστρο; Ώχ, καημένη… Τι να γίνω;

Η νεωτέρα κόρη, η δεκαεξαέτις το Βασώ, αρχίσασα και αύτη να εννοή, υπεψιθύρισε:

-Τι λέει; Θα πάνε στο Κάστρο; Κι άρχισες τα κλάματα! Μουρλάθηκες; Σιώπα, θα με πάρουν κι εμέ μαζί. Θα με πάρετε, μα;»

-Σουτ! Λ’ φάξτε! (=πάψτε) είπεν αυστηρώς η παπαδιά.

-Τι τρέχει; είπεν η θειά το Μαλαμώ, ακούσασα τους ψιθυρισμούς εκείθεν της εστίας.


-Τίποτε, Μαλαμώ, είπε με αυστηρόν βλέμμα ο παπάς. Ησύχασε, Πανάγο, είπε, στραφείς προς τον γείτονα τον μαραγκόν, ευρών εύσχημον τρόπον να τον αποπέμψη, δεν πας, να ΄χης την ευχή, να πης του μπαρμπα-Στεφανή του Μπέρκα να ΄ρθή από δω; Τόνε θέλω να τ’ πω.

Ο Πανάγος ο μαραγκός ηγέρθη, υψηλός, μεγαλόσωμος, ολίγον κυρτός, τινάξας τα σκέλη του.

-Πηγαίνω, παπά, είπε. Θέλω κι εγώ να πάω να ιδώ μή μο’ χη τίποτα η Πανάγαινα για να φάμ’ απόψε.

-Πήγαινε να του πης πρώτα, κι ύστερα γυρίζεις και τρώτε.

-Η ευχή σας. Καληνυχτά, παπαδιά. Και εξήλθε.

-Τι λέει, θα πω, είπεν η θειά το Μαλαμώ μετά την αναχώρησιν του Πανάγου, θά πας στο Κάστρο, παπά;

-Να ιδούμε τι θα μας πη κι ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μπερκας.

-Ιγώ, ένας-είμ΄, είπεν η θειά το Μαλαμώ, α’ θε να πας, έρχουμι.

-Κι ιγώ, είπεν η παπαδιά.

-Δεν είναι για να ρθης εσύ, παπαδιά, είπεν ο ιερεύς. Φτάνει πού θα κακοπαθησω εγώ. Δεν πρέπει να λείψουμε κι οι δυο απ το σπίτι.

-Ιγώ το ΄καμα του τάμα, είπεν η παπαδιά.

-Μα αν πάω εγώ, το ίδιο είναι.

-Δεν είμαι ήσυχη, αν δεν είμαι κουντά σου, παπά μ’ , είπεν η παπαδιά.

-Κι ημάς, πού θα μάς αφήσετε!, έκραξε με δάκρυα εις τους οφθαλμούς το Μυγδαλιώ.

-Σιώπα, καημένη, είπε το Βάσω. Θα με παρ’ νε (=πάρουνε) κι εμένα μαζί, σιώπα!

-Ναι, εσένα σ’ φαίνεται πως είσ’ ακόμα μικρή, χαδούλα μ’ ! Γιατί έτσ’ σ’ εμάθανε. Δε φταίς εσύ! είπε το Μυγδαλιώ, εκχύνουσα την ενδόμυχον ζηλειαν της επί (=για) τη τύχη της αδελφής της, ήτις, ως μικρότερα, δεν είχε κρυφθή ακόμη, ήτοι δεν απείργετο (αποκλειόταν) της κοινωνίας (από τις κοινωνικές συναναστροφές) ως (=όπως) αι προς γάμον ώριμοι, και απέλαυε σχετικήςτινος ελευθερίας.

Ο μικρός Λαμπράκης είχε πέσει επί τον τράχηλον της μητρός του.

-Θα με πάρετε κι έμενα μαζί, μάννα; εψιθυρισε περιπτυσσόμενος τον λαιμόν της.

- Τι λες, χαδούλη μ’ ! Τί λες, πιδί μ’ » απήντησε φιλούσα αυτόν η παπαδιά. Εγώ, αν πάω, για σένα θα πάω, γυιε μ’ , κι αν απομείνω, για σένα θ’ απομείνω, γυιόκα μ’ , για να μην κρυώσης. Όπως αποφασίση ο παππάς σ’ , μικρό μ’ . Τώρα, σύρ’ να πς την προσευχή σ’ και να κάμης μετάνοια τ΄παππά σ’ , να πλαγιάσης, για να μή μαργώνης (= παγώνεις), κανάρι μ’ !

-Ναι, θα πας, αμ’ δε θα πας! έκραξε το Μυγδαλιώ, απαντώσα εις εν ρήμα της μητρός της.


-Σιωπάτε! Ακόμα δεν αποφασίσαμε τίποτε, κι εσηκωσατ΄ επανάσταση, είπεν ο παπάς. Να ιδούμε τί θα μας πη κι ο μπαρμπα-Στεφανής.

Είτα στραφείς προς την παπαδιά:
-Μας φέρανε τίποτε λειτουργίες, μπάριμ
(=τουλάχιστον ) ;

Η παπαδιά έδειξε διά του βλέμματος, σκεπασμένας με ραβδωτήν δίχρουν σινδόνα, τας ολίγας προσφοράς, όσας είχαν φέρει εις την οικίαν του ιερέως τινές των ενοριτισσών, μελλουσαι να μεταλάβωσι τη επαύριον, παραμονή των Χριστουγέννων. Η θεια το Μαλαμώ τας είχεν ιδεί προ πολλού, και προσεπάθει να τας ξεσκεπάση οιονεί με τάς ακτίνας του βλέμματος, να μαντεύση ως πόσαι να ήσαν.


-Μας βρίσκεται και τίποτε παξιμάδι; ηρώτησε πάλιν ο ιερεύς.

-Θα έμεινε κάτι ολίγο απ΄ της Παναγίας. Όλο το Σαρανταήμερο ζυμώνομε κι τρώμε απ΄ τα βλογούδια, είπεν η πρεσβύτερα.

Βλογούδια ήσαν οι μικροί σταυροσφράγιστοι αρτίσκοι, οι προσφερόμενοι υπό των ενοριτών εις τους οίκους των ιερέων κατά το Σαρανταήμερον. Αντί όμως αρτίσκων, αι περισσότεραι ενορίτισσαι κατά τους τελευταίους χρόνους επροτίμων να προσφέρωσιν απλούν άλευρον, και διά τούτο η παπαδιά είπεν ότι εζύμωναν απ΄ τα βλογούδια.

Βήμα ηκούσθη εις τον πρόδομον. Ηνοίχθη η θύρα και εισήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μπέρκας, υψηλός, στιβαρός, σχεδόν εξηκοντούτης, με παχύν φαιόν μύστακα, με σκληρόν και ηλιοκαές δέρμα, φορών πλατύν κούκκον και καμιζόλαν (= μπλούζα ) μάλλινην βαθυκύανον, με το ζωνάρι κόκκινον, δυο πιθαμές πλατύ. Κατόπιν τούτου εφάνη και άλλη μορφή, ορθή ισταμένη παρά την θύραν. Ητο ο Πανάγος ο μαραγκός, όστις, αν και ειχεν αφήσει την καλήν νύκτα, ειπών ότι θα μετέβαινεν οίκαδε (=στο σπίτι) να δειπνήση, ουχ ήττον (=όχι λιγότερο), κεντηθείσης, φαίνεται, της περιεργείας του να μάθη τι τον ήθελαν τον μπαρμπα-Στεφανή τον Μπέρκαν, ανέβη και πάλιν εις την οικίαν του παπά.

-Καπετάν Στεφανή, είπεν ο ιερεύς, τι λες, μ΄ αυτόν τον καιρό μπορεί κανείς να πάη στο Κάστρο με τ ΄βάρκα, από Σταβέτ (= μεσημβρινοδυτική μεριά);»

-Από Σταβέτ; Με τ’ βάρκα; Στο Κάστρο; ηκούσθη από της θύρας ως καινή (=καινούρια) τις πρωθύστερος και ανάστροφος ερωτηματική ηχώ.

Ητο ο μαστρο-Πανάγος ο μαραγκός, με την κεφαλήν προέχουσαν εις το ανώφλιον, με την μίαν πλευρά οιονεί κολλημένην επί του παραστάτου.

Αλλ΄ ο μπαρμπα-Στεφανής, μόλις ηκουσε την ερώτησιν του ιερέως, και χωρίς να σκεφθή πλέον του δευτερολέπτου, με την χονδρήν, ταχείαν κι εμπερδεμένην προφοράν του, ανέκραξε:

-Μπράβο, μπράβο! Ακούς, ακούς! Στο Κάστρο; μετά χαράς! Όρεξη να ΄χης, όρεξη να ΄χης, παπά!

-Να άνθρωπος! είπεν ο παπάς. Έτσι σε θέλω, Στεφανή! Τι λες, είναι κίνδυνος;»

-Κίντυνος, λέει; Ντιπ καταντίπ, καθόλ’ ! Εγώ σας παίρνω απάνου μ’ , παπά. Μοναχά πως μπορεί να κρυώσετε, τίποτε άλλο. Θα ΄ρθή κι η παπαδιά, θα ΄ρθή κι άλλος κόσμος, πολύς κόσμος; Η βάρκα είναι μεγάλη, κατάλαβες, παίρνει κι τριάντα νομάτοι, κι σαράντα νοματοι, κι μ΄ ούλες τις κουμπάνιες σας, με τα σέγια (= αποσκευές) σας, με τα πράματά σας. Κι η φουρτούνα τώρα, κατάλαβες, όσο πάει κι πέφτ΄ . Ταχιά θα χουμε καλωσυνη, μπονάτσα, κάλμα. Όλο κι καλωσ΄νεύει, να, τώρα καλωσύνεψε!

Ως διά να ψεύση (=διαψεύσει) την διαβεβαίωσιν του γέροντος πορθμέως (=βαρκάρη), οξύς συρριγμός (=σφύριγμα) παγερού βορρά ηκούσθη, σείων τα δένδρα του κήπου και τους ξυλοτοίχους του μαγειρείου επί του σκεπαστού εξώστου της οικίας, αι ύελοι δε και τα παράθυρα απήντησαν διά γοερού στεναγμού.

-Να, ακούς; Καλωσύνεψε! είπε καγχάζων θριαμβευτικως ο μαστροΠανάγος.

-Σιώπα εσύ, δεν ξέρ΄ς εσύ, ανέκραξεν ο Στεφανής. Εσύ ξερ΄ς να πελεκάς στραβόξυλα και να καρφώνης μαδέρια. Αυτή είναι η στερνή δύναμη της φουρτούνας, είναι αέρας πού ψ΄χομαχάει. Αύριο θα μαλακωσ΄ ο καιρός, σας λέω εγώ. Μπορεί να χουμε ακόμα και καμμία μικρή χιονιά, δε σας λέω, μα ημείς, από Σταβέτ, ανάγκη δεν έχουμε.

-Και σαν τόνε γυρίση στο μαΐστρο; επέμεινεν ο μαραγκός.

-Κι χωρίς να τόνε γυρίση στο μαΐστρο, εγώ σ΄λέω πως απ την Κεχριά κι εκεί θεν΄ έχουμε θαλασσίτσα, είπε τρίβων τας χείρας ο Στεφανής. Αυτά είναι αποθαλασσιές και δε λείπουν, κατάλαβες, κι ο κόρφος μπουκάρει ολοένα (= και ο κυματισμός στον κόλπο αγριεύει συνέχεια), κι ούλο στρίβει (= αλλάζει προς το χειρότερο). Μα δε μας πειραζ΄ ημάς αυτό. Εγώ σας παίρνω απάνου μ΄, ο Στεφανής σάς παίρνει απαν΄ τ΄ !

-Μπράβο, Στεφανή, τώρα μ΄ έκαμες ν΄ αποφασίσω. Ήπιες ρακί; Τράβα κι άλλο ένα, είπεν ο παπάς.

-Έχω πιει πέντ΄ εξ΄ ως τώρα, έτσι να χω την ευχή σ΄ , παπά.·

-Πιε κι άλλο ένα να γίνουν εφτά.

Ο μπαρμπα-Στεφανής ερρόφησε γενναίαν δόσιν εκ της μικράς φιάλης, της πάντοτε κενουμένης και ουδέποτε στειρευούσης, του ιερατικού μελάθρου (=ανακτόρου).

-Είσαστ έτοιμοι, είσαστ έτοιμοι;»είπεν ακολούθως. «Πήρες τα ιερά σ’ , παπά, τα χαρτιά σ’ ούλα, τα ΄χεις έτοιμα; Έχετε τίποτε πράματα να σας κουβαλήσω, για να ΄μαστ΄ ασένιο (έτοιμοι);

-Από τώρα; είπεν ο παπα-Φραγκούλης.

-Από τώρα! Τι λες; Να είμαστ’ απρόντο (=έτοιμοι), παπά. Εγώ στες δυο θα ΄ρθω να σας φωνάξω, κι εσείς να είσαστ’ αλέστα (=έτοιμοι). Διάβασε τι θα διαβάσης, παπά, κι στες τρεις να μπαρκάρουμε.


-Εγώ θα είμαι ξυπνητός απ΄ τη μία, είπεν ο ιερεύς, γιατί έχω το ξυπνητήρι μου… Κι έπειτα, είμαι μοναχός μου ξυπνητήρι. Μα στες τρεις, είναι πολύ νωρίς. Να χαράξη, Στεφανή, και να μπαρκάρουμε».

-Στες τρεις, στες τέσσερες, παπά, για να μην πέση ο αέρας, να τον έχουμε πρύμα ως τες Κουκ’ ναριές, να χουμε μέρα μπροστά μας. Από κεί ως το Μανδράκι κι ως τον Ασέληνο, τραβούμε σιγά σιγά με το κουπί. Από κεί ως τις Κεχρεές κι ως την Άγια Ελένη, θα μάς παίρνη αγάλι αγάλια με το πανάκι. Κι απ την Άγια Ελένη κι εκεί, αν δεν μπορέσουμε να μ’ ντάρουμε (= να καβαντζάρουμε το ακρωτήρι)…

-Έ, ύστερα;

-Εγώ θαλασσώνω (= μπαίνω στη θάλασσα ως τα γόνατα) και βγαίνω στη στεριά, και σάς τραβώ με την μπαρούμα (= σκοινί της βάρκας) ως τον Άη Σώστη.

Εκάγχασαν όλοι προς τον αστεϊσμόν του απλοϊκού ναύτου, ο δε παπάς, όστις εφοβείτο και αυτός την τροπήν του ανέμου εις το μέρος περί ού ο λόγος, παρετήρησε προς παραμυθίαν (= παρηγοριά, ανακούφιση) των ακροατών:

-Μα εγώ λέω ότι θα μπορέσουμε στεριά να τραβήξουμε στην ακρογιαλιά, τον κρεμνό τον ανήφορο. Όσο ψηλά κι αν το στοίβαξε το χιόνι στα βουνά, στες ακρογιαλιές ο τόπος πατιέται.





[Συνεχίζεται...]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Take My Life/Η ζωή μου είναι στα χέρια σου (1947): μια καλογυρισμένη αγγλική ταινία νουάρ

Ένας άντρας που κατηγορείται άδικα για τη δολοφονία μιας πρώην φίλης πρέπει να βασιστεί στη σύζυγό του για να κάνει το ντετέκτιβ και να βρει...