ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Στο Χριστό στο Κάστρο
(3)
(3)
"Εστία",τόμ. 33, αρ. 1 (1892)
[Συνέχεια από το προηγούμενο]
Έμειναν σύμφωνοι, να έλθη ο λεμβούχος να τους δώση είδησιν εις τας τρεις διά να ετοιμασθούν, και εις τας τέσσαρας να εκκινήσωσιν. Ο παπα Φραγκούλης διέταξε να τεθώσιν εις σάκκους αι προσφοραί, όσας είχε, και τινά δίπυρα (=παξιμάδια), και εις δυο μεγάλα κλειδοπινάκια (=ξύλινα δοχεία για τη μεταφορά φαγητού) έθεσεν ελαίας και χαβιάρι. Εγέμισε δυο επταοκάδους φλάσκας με οίνον από την εσοδείαν του. Ετύλιξεν εις χαρτία δύο η τρία ξηροχτάποδα, και μικρόν κυτίον το εγέμισεν ισχάδας (=ξερά σύκα) και μεγαλόρραγας (="χοντρές") σταφίδας. Τα δύο παπαδοκόριτσα, με τα παράπονα και τους γογγυσμούς της η μία, με τους κρύφιους γέλωτας και την ελπίδα της συμμετοχής του ταξιδιού η άλλη, έβρασαν όσα αυγά είχαν, έως τεσσάρας δωδεκάδας, και τα έθεσαν εις τον πάτον ενός καλαθιού, το οποίον απεγέμισαν είτα με δυο πρόσφορα τυλιγμένα εις οθόνας (=λευκά πανιά), με κηρία και με λίβανον. Προσέτι ο παπα-Φραγκούλης είχε παρακαλέσει τον μπαρμπα-Στεφανήν να περάση από τα σπίτια δυο εμποροπλοιάρχων φίλων του, εκ των παραχειμαζόντων (=περνούσαν το χειμώνα) με τα πλοία των εις τον λιμένα, να τους παρακαλέση εκ μέρους του να του στείλουν, αν τους ευρίσκετο, ολίγον κρέας σαλάδο (= παστό), εξ εκείνου το οποίον μαγειρεύουν εις τα πλοία τα εκτελούντα μακρούς πλους. Εκείνοι φιλοτιμηθέντες έστειλαν δυο μεγάλα τεμάχια, έως πέντε οκάδας τα δύο.
Όλας ταύτας τάς προμηθείας έκαμνεν ο παπάς προβλεπτικως διά τους αποκλεισθέντας εις το βουνόν από την χιόνα, περί ων έγινε λόγος εν αρχή (=στην αρχή), καθώς και δι΄ εαυτόν και τους μεθ΄ εαυτού συνεκδημήσοντας (= συνταξιδιώτες) προσκυνητάς, καθ΄ όσον ενδεχόμενον ήτο να θυμώση και πάλιν ο καιρός και να τους κλείση ο χειμών εις το Κάστρον, αν εν τοσούτω έμελλον να φθάσωσιν εις το Κάστρον σώοι και υγιείς.
Πριν κατακλιθή (=ξαπλώσει), ο παπα-Φραγκούλης έστειλε μήνυμα εις τον συνεφημέριόν του τον παπα-Αλέξην, όστις άλλως ήτο και ο εφημέριος της εβδομάδος, ότι δεν θα ήτο συλλειτουργός την επιούσαν (=επομένη), παραμονήν των Χριστουγέννων, εν τώ ενοριακώ ναώ, καθ΄ όσον απεφάσισε, συν Θεώ βοηθώ, να υπάγη να λειτουργήση τον ναόν του Χριστού εις το Κάστρον.
Είχαν πάρει είδησιν αφ΄ εσπέρας δυο- τρεις ενορίτισσαι, γειτόνισσαι του παπά, διότι ο Πανάγος εξελθών ανεκοίνωσε το πράγμα εις την γυναίκα του, και αύτη το διηγήθη εις τας γειτονίσσας. Επίσης και η θεια το Μαλαμώ εστάλη να φέρη είδησιν εις τον κύρ Αλεξανδρήν τον ψαλτην, μεθ΄ ο εξελθούσα έσπευσε να προσηλυτίση δύο η τρεις πανηγυριστάς και άλλας τόσας προσκυνητρίας.
Όταν έμελλον να επιβιβασθώσιν, ευρέθησαν δεκαπέντε άτομα. Η απόφασις του παπά και η γενναιότης του μπαρμπα-Στεφανή, μετά την πρώτην έκπληξιν, ενέβαλε θάρρος εις άνδρας και γυναίκας. Ήσαν δε όλοι εξ εκείνων, οίτινες συχνά τρέχουσιν, άρρητον (=ανέκφραστη) ευρίσκοντες ηδονήν, εις πανηγύρια και εις εξωκκλήσια. Ησαν ο παπα-Φραγκούλης μετά της παπαδιάς, της Βάσως και του Σπύρου, ο μπαρμπα-Στεφανής μετά του δεκαεπταετούς υιού, όστις ήτο και ο ναύτης του, η θεια το Μαλαμώ, ο κύρ Αλεξανδρής ο ψάλτης, τρεις άλλοι πανηγυρισταί και τέσσαρες προσκυνήτριαι. Την τελευταίαν στιγμήν προσετέθη και δέκατος έκτος.
Ούτος ήτο ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο αδελφός του Αργύρη, του αποκλεισμένου από τας χιόνας. Ήλθεν εις την αποβάθραν με σάκκον πλήρη τροφίμων και με άλλα τινά εφόδια διά την εκδρομήν. Ιδών αυτόν ο ιερεύς:
-Πώς το έμαθες, Βασίλη; του λέγει.
-Το έμαθα, παπά, απ΄ το μαστρο-Πανάγο το μαραγκό.
-Τι ώρα και πού τον είδες;
-Κατά τας δέκα τον ηύρα εις το καπηλειό του Γιάννη του Μπουμπούνα. Είχε φάει ψωμί κι εβγήκε να πιει δυο τρία κρασιά με το ισνάφι (= συντεχνία, παρέα). Έλεγε πώς αποφασίσατε να πάτε στο Κάστρο, και σας εκατάκρινε για την τόλμη. Μα εγώ το χάρηκα, γιατί ανησυχώ για κείνον τον αδερφό μου, και θέλω να ' ρθω μαζί σας, αν με παίρνετε.
-Ας είναι, καλώς να ΄ρθης, είπεν ο ιερεύς.
Έμειναν σύμφωνοι, να έλθη ο λεμβούχος να τους δώση είδησιν εις τας τρεις διά να ετοιμασθούν, και εις τας τέσσαρας να εκκινήσωσιν. Ο παπα Φραγκούλης διέταξε να τεθώσιν εις σάκκους αι προσφοραί, όσας είχε, και τινά δίπυρα (=παξιμάδια), και εις δυο μεγάλα κλειδοπινάκια (=ξύλινα δοχεία για τη μεταφορά φαγητού) έθεσεν ελαίας και χαβιάρι. Εγέμισε δυο επταοκάδους φλάσκας με οίνον από την εσοδείαν του. Ετύλιξεν εις χαρτία δύο η τρία ξηροχτάποδα, και μικρόν κυτίον το εγέμισεν ισχάδας (=ξερά σύκα) και μεγαλόρραγας (="χοντρές") σταφίδας. Τα δύο παπαδοκόριτσα, με τα παράπονα και τους γογγυσμούς της η μία, με τους κρύφιους γέλωτας και την ελπίδα της συμμετοχής του ταξιδιού η άλλη, έβρασαν όσα αυγά είχαν, έως τεσσάρας δωδεκάδας, και τα έθεσαν εις τον πάτον ενός καλαθιού, το οποίον απεγέμισαν είτα με δυο πρόσφορα τυλιγμένα εις οθόνας (=λευκά πανιά), με κηρία και με λίβανον. Προσέτι ο παπα-Φραγκούλης είχε παρακαλέσει τον μπαρμπα-Στεφανήν να περάση από τα σπίτια δυο εμποροπλοιάρχων φίλων του, εκ των παραχειμαζόντων (=περνούσαν το χειμώνα) με τα πλοία των εις τον λιμένα, να τους παρακαλέση εκ μέρους του να του στείλουν, αν τους ευρίσκετο, ολίγον κρέας σαλάδο (= παστό), εξ εκείνου το οποίον μαγειρεύουν εις τα πλοία τα εκτελούντα μακρούς πλους. Εκείνοι φιλοτιμηθέντες έστειλαν δυο μεγάλα τεμάχια, έως πέντε οκάδας τα δύο.
Όλας ταύτας τάς προμηθείας έκαμνεν ο παπάς προβλεπτικως διά τους αποκλεισθέντας εις το βουνόν από την χιόνα, περί ων έγινε λόγος εν αρχή (=στην αρχή), καθώς και δι΄ εαυτόν και τους μεθ΄ εαυτού συνεκδημήσοντας (= συνταξιδιώτες) προσκυνητάς, καθ΄ όσον ενδεχόμενον ήτο να θυμώση και πάλιν ο καιρός και να τους κλείση ο χειμών εις το Κάστρον, αν εν τοσούτω έμελλον να φθάσωσιν εις το Κάστρον σώοι και υγιείς.
Πριν κατακλιθή (=ξαπλώσει), ο παπα-Φραγκούλης έστειλε μήνυμα εις τον συνεφημέριόν του τον παπα-Αλέξην, όστις άλλως ήτο και ο εφημέριος της εβδομάδος, ότι δεν θα ήτο συλλειτουργός την επιούσαν (=επομένη), παραμονήν των Χριστουγέννων, εν τώ ενοριακώ ναώ, καθ΄ όσον απεφάσισε, συν Θεώ βοηθώ, να υπάγη να λειτουργήση τον ναόν του Χριστού εις το Κάστρον.
*
***
*
***
*
Είχαν πάρει είδησιν αφ΄ εσπέρας δυο- τρεις ενορίτισσαι, γειτόνισσαι του παπά, διότι ο Πανάγος εξελθών ανεκοίνωσε το πράγμα εις την γυναίκα του, και αύτη το διηγήθη εις τας γειτονίσσας. Επίσης και η θεια το Μαλαμώ εστάλη να φέρη είδησιν εις τον κύρ Αλεξανδρήν τον ψαλτην, μεθ΄ ο εξελθούσα έσπευσε να προσηλυτίση δύο η τρεις πανηγυριστάς και άλλας τόσας προσκυνητρίας.
Όταν έμελλον να επιβιβασθώσιν, ευρέθησαν δεκαπέντε άτομα. Η απόφασις του παπά και η γενναιότης του μπαρμπα-Στεφανή, μετά την πρώτην έκπληξιν, ενέβαλε θάρρος εις άνδρας και γυναίκας. Ήσαν δε όλοι εξ εκείνων, οίτινες συχνά τρέχουσιν, άρρητον (=ανέκφραστη) ευρίσκοντες ηδονήν, εις πανηγύρια και εις εξωκκλήσια. Ησαν ο παπα-Φραγκούλης μετά της παπαδιάς, της Βάσως και του Σπύρου, ο μπαρμπα-Στεφανής μετά του δεκαεπταετούς υιού, όστις ήτο και ο ναύτης του, η θεια το Μαλαμώ, ο κύρ Αλεξανδρής ο ψάλτης, τρεις άλλοι πανηγυρισταί και τέσσαρες προσκυνήτριαι. Την τελευταίαν στιγμήν προσετέθη και δέκατος έκτος.
Ούτος ήτο ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο αδελφός του Αργύρη, του αποκλεισμένου από τας χιόνας. Ήλθεν εις την αποβάθραν με σάκκον πλήρη τροφίμων και με άλλα τινά εφόδια διά την εκδρομήν. Ιδών αυτόν ο ιερεύς:
-Πώς το έμαθες, Βασίλη; του λέγει.
-Το έμαθα, παπά, απ΄ το μαστρο-Πανάγο το μαραγκό.
-Τι ώρα και πού τον είδες;
-Κατά τας δέκα τον ηύρα εις το καπηλειό του Γιάννη του Μπουμπούνα. Είχε φάει ψωμί κι εβγήκε να πιει δυο τρία κρασιά με το ισνάφι (= συντεχνία, παρέα). Έλεγε πώς αποφασίσατε να πάτε στο Κάστρο, και σας εκατάκρινε για την τόλμη. Μα εγώ το χάρηκα, γιατί ανησυχώ για κείνον τον αδερφό μου, και θέλω να ' ρθω μαζί σας, αν με παίρνετε.
-Ας είναι, καλώς να ΄ρθης, είπεν ο ιερεύς.
[Συνεχίζεται...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου