ΠΩΣ ΠΩΛΗΘΗΚΕ-ΚΟΨΟΧΡΟΝΙΑ ΕΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ Σ΄ ΕΝΑ ΣΤΥΓΝΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑ
Η μωρία των αστών
Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι. Η μωρία της ελληνικής αστικής τάξης δεν προέρχεται όμως μόνο από τον Κύριο. Πηγάζει και από την ίδια. Αλλιώς δεν εξηγείται ο συνεχής αυτοακρωτηριασμός της, που άρχισε με την οικονομική και πολιτική της συνθηκολόγηση έναντι των δανειστών (μέσω της αποδοχής των μνημονίων) και συνεχίζεται τώρα στον τομέα των μέσων ενημέρωσης.Κορυφαίο παράδειγμα, η απάθεια με την οποία παρακολούθησε την εκποίηση του ΔΟΛ, ο οποίος, ως γνωστόν, αγοράστηκε την Τετάρτη, 31 Μαΐου, από τον εφοπλιστή Βαγγέλη Μαρινάκη.
Σύντομη διευκρίνιση: ο πλειοδοτικός διαγωνισμός για τον ΔΟΛ ήταν καθ’ όλα άψογος. Η αλλαγή ιδιοκτήτη δεν παραβίασε κανέναν κανόνα του κράτους, ή της αγοράς, αλλά, αντίθετα, έγινε εξ ολοκλήρου κατά το γράμμα και το πνεύμα των σχετικών νόμων.
Παρ’ όλα αυτά, τέτοια απάθεια αποτελεί ιστορικό σκάνδαλο. Κι αυτό επειδή η αστική τάξη, αντί να βάλει το χέρι στην τσέπη, κατ’ αρχάς, για να σώσει τον παραπαίοντα ΔΟΛ και ύστερα, μετά τη χρεοκοπία του, να τον εξαγοράσει, τον άφησε να περιέλθει στα χέρια ενός ξένου προς τον κλάδο επιχειρηματία – βάζοντας έτσι σε κίνδυνο την ταυτότητα, την κουλτούρα και γενικότερα την υπόσταση του σημαντικότερου στην Ελλάδα δημοσιογραφικού φορέα του πολιτικού φιλελευθερισμού.
Οι εναλλακτικές λύσεις δεν έλειπαν. Μια από αυτές θα ήταν να εξαγοράσει τον όμιλο μια ομάδα επενδυτών ή και ένας σύνδεσμος επιχειρηματιών, όπως ο ΣΕΒ, ή η ΕΣΕΕ. Οχι για να τον κάνουν δικό τους όργανο – αν το έκαναν δεν θα διέφεραν από τους «ξένους στον κλάδο» επιχειρηματίες. Αλλά για να τον υπαγάγουν σε ένα ανεξάρτητο ίδρυμα που θα λειτουργούσε αφενός στο πνεύμα του παλιού ΔΟΛ και αφετέρου της κλασικής αγοράς.
Τέτοια παραδείγματα, που εμφανίζονται συνήθως στην «ώρα μηδέν» μιας κοινωνίας, όπως μετά από έναν μεγάλο πόλεμο, ή κατά τη διάρκεια μιας καταστροφικής κρίσης, υπάρχουν πολλά. Ένα από αυτά είναι η «Frankfurter Allgemeine Zeitung», το κορυφαίο δημοσιογραφικό όργανο της γερμανικής αστικής τάξης, που δημιουργήθηκε το 1949 από την Wipog, έναν σύνδεσμο επιχειρηματιών – με διακηρυγμένη πρόθεση, τη «μεγαλύτερη προβολή των συμφερόντων τους».
Η προβολή αυτή δεν γίνεται ωστόσο άμεσα: η εποπτεία της εφημερίδας ανατέθηκε, σοφώ τω τρόπω, σε ίδρυμα που εξασφαλίζει την ανεξαρτησία της συντακτικής επιτροπής. Το αποτέλεσμα είναι ένα υπόδειγμα συντηρητικής εφημερίδας που πληροί τα υψηλότερα στάνταρ της ποιοτικής δημοσιογραφίας.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η ελβετική «Neue Zürcher Zeitung», που αποτελεί μετοχική εταιρεία, με σταθερά 1.400 μετόχους. Κανείς από αυτούς δεν επιτρέπεται να κατέχει περισσότερo από το 1% των μετοχών. Έτσι εξασφαλίζεται η εκπροσώπηση των συμφερόντων όλων των μετόχων και γενικότερα όλων των επιχειρηματιών της χώρας.
Το αποτέλεσμα είναι αξιοζήλευτο: ο Σοσιαλδημοκράτης πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ έλεγε ότι διαβάζει σχεδόν «μόνο» τη «ΝΖΖ» - περισσότερα δεν χρειάζεται για να καταλάβει τι συμβαίνει στον κόσμο.
Αλλά και η πολύπαθη «Le Monde» που, όντας κατ’ αρχάς πλειοψηφικά στην κατοχή των συντακτών της, πουλήθηκε το 2010 σε μια τριανδρία επιχειρηματιών, διατηρεί τον χαρακτήρα του «ταξικού-υπερταξικού πληρεξούσιου» στα μέσα ενημέρωσης της γαλλικής αστικής τάξης χάρη σε ειδική συμφωνία των νέων ιδιοκτητών με το προσωπικό.
Τέτοια ανεξάρτητα όργανα είναι απαραίτητα για όλες τις σοβαρές αστικές τάξεις. Κι αυτό επειδή κάνουν εκείνο που δεν μπορούν να κάνουν, λόγω άλλων ασχολιών, οι συνήθεις επιχειρηματίες: να επεξεργάζονται πληροφορίες, να αναλύουν γεγονότα, να διαδίδουν ιδέες, να αναπτύσσουν προβληματισμό – με άλλα λόγια να φωτίζουν κατά το μέγιστο δυνατό το «σκοτάδι της ζωής που ζούμε» (Eρνστ Μπλοχ).
Πρόκειται για μέσα ταξικής αυτογνωσίας που βοηθούν τους αναγνώστες ή τους θεατές τους «να ξέρουν τι τους γίνεται», να προσανατολίζονται επιχειρηματικά, επαγγελματικά, αλλά και εν γένει υπαρξιακά σε έναν κόσμο που, χωρίς αυτά, θα τους έμενε εν πολλοίς σκοτεινός και ακατανόητος.
Υπό κανονικές καταστάσεις, τη λειτουργία αυτή την εκπληρώνουν τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης. Αυτό δεν αποτελεί όμως πάντα την καλύτερη επιλογή ή μια αναπόδραστη μοίρα. Η δραστηριότητα των ιδιωτών εκδοτών επηρεάζεται από ιδιοτελή συμφέροντα και υπηρετεί ιδιωτικές εξουσίες. Αν αυτά έμπαιναν στο περιθώριο, αν πρυτάνευε δηλαδή το γενικό ταξικό συμφέρον, που θα έδινε τη δυνατότητα και στον πολιτικό φιλελευθερισμό ελεύθερα να εκδηλωθεί, το εκδοτικό προϊόν θα ήταν ασύγκριτα καλύτερο.
Οι μη κανονικές καταστάσεις, όπως η σημερινή κρίση, προσφέρουν την ιδανική ευκαιρία γι’ αυτό. Ή μάλλον την πρόσφεραν. Τώρα, μετά την πώληση του ΔΟΛ σε ιδιώτη επιχειρηματία, η ευκαιρία χάθηκε ανεπιστρεπτί. Όχι επειδή «λεφτά δεν υπήρχαν». Αλλά επειδή η μωρία περισσεύει. Οι Έλληνες αστοί προτιμούν προφανώς, αντί για το κλασικό δημοσιογραφικό φως τύπου ΔΟΛ, το ημίφως. Και αποδεικνύουν έτσι ότι και στον τομέα των μέσων ενημέρωσης είναι άξιοι της τύχης τους.
* Ανταποκριτής του «Βήματος» στη Γερμανία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου