Οι πρώτοι προβληματισμοί για το
περιεχόμενο της σχολικής εκπαίδευσης, για την καταλληλότητα των βιβλίων
και των μεθόδων διδασκαλίας άρχισαν να συστηματοποιούνται από τη ίδρυση
του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» (1910). Από τότε είναι συνεχείς οι
μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που σταματούσαν τις περιόδους των
πολιτικών εκτροπών για να ξαναρχίσουν με την αποκατάσταση της εύρυθμης
δημοκρατικής λειτουργίας της κοινωνίας. Στόχος όλων των μεταρρυθμιστών
ήταν η αναμόρφωση της ελληνικής εκπαίδευσης, ώστε οι μελλοντικοί πολίτες
να διακρίνονται για την κριτική τους σκέψη και να έχουν πλήρη εποπτεία
επί της ιστορικής πορείας του τόπου.
Βεβαίως, οι επιδιώξεις αυτές των μεταρρυθμιστών λίγο επηρέασαν την πραγματική εκπαιδευτική λειτουργία, εφόσον πάντα μεταξύ της πρόθεσης και του αποτελέσματος διαμεσολαβούσε η πολιτική άποψη των κρατούντων και οι αντιλήψεις περί των στενών κρατικών συμφερόντων.
Αυτή η κατάσταση φαίνεται να επιβιώνει μέχρι σήμερα, οπότε κρίνεται αναγκαία η αναμόρφωση τόσο των μεθόδων όσο και το περιεχομένου, ώστε να υπάρξει συμφωνία με τις ευγενικές προθέσεις και να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ιστοριογραφικές κατακτήσεις, στις αλλαγές που συμβαίνουν στην εποχή μας, αλλά και στις αγωνίες και τα ερωτήματα που η ίδια η κοινωνία θέτει.
Έτσι για ένα πλήθος θεμάτων, τα οποία θα αναπτύξουμε στη συνέχεια, η διδασκόμενη ιστορία είχε να παραθέσει μόνο σιωπές, ακόμα και διαστρεβλώσεις. Επί της ουσίας αποτελούσε ένα μέσο ιδεολογικής χειραγώγησης τόσο από την πολιτική εξουσία όσο και από ομάδες που ήλεγχαν τμήματα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Θέματα ιστορίας που αμφισβητούσαν στερεότυπα και πολιτικές προκαταλήψεις αγνοούνταν ή παρουσιάζονταν με ένα μεροληπτικό τρόπο. Τέτοια θέματα υπήρξαν οι μηχανισμοί μετασχηματισμού της οθωμανικής Ανατολής σε κράτος-έθνος, η σοβιετική εμπειρία και τα γκουλάγκ, η μετεμφυλιακή βία στην Ελλάδα και η ξένη εξάρτηση κ.ά.
Και αυτά συνοδεύονταν με τον υπερβολικό ελλαδοκεντρισμό, που προκαλούσε η υπερφίαλη ιδεολογία του «εθνικού κέντρου», σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα ήταν η Μητρόπολη και ολόγυρά της υποδεέστερες και εξαρτημένες ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Έτσι, χαρακτηριστικό της διδασκόμενης ύλης υπήρξε η υποβάθμιση της ιστορίας και της σημασίας του εξωελλαδικού ελληνισμού. Αποσιωπήθηκε ακόμα και η ύπαρξη άλλων πολιτικών, οικονομικών αλλά και εθνικών κέντρων, όπως το Φανάρι, η Μικρασιατική Άμυνα στη Σμύρνη, η Εθνοσυνέλευση του Πόντου, οι Αυτόνομες Ελληνικές Σοβιετικές Περιοχές στην ΕΣΣΔ του Μεσοπολέμου. Κέντρα που δεν εξαρτούσαν την ύπαρξη και τη δράση τους από τη βούληση της Αθήνας.
Ενδεικτικό της αποσιώπησης όλων αυτών υπήρξε το γεγονός ότι για επτά δεκαετίες η μεγαλύτερη καταστροφή που υπέστησαν οι Έλληνες δεν διδάσκονταν. Ο κόσμος των Ελλήνων της Ανατολής ήταν ανύπαρκτος στην εκπαιδευτική αντίληψη του ελληνικού κράτους. Μόλις μετά το 1981 άρχισαν να εισάγονται δειλά κάποια στοιχεία για όλα αυτά και για τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Οι σιωπές των σχολικών βιβλίων
Η διαδικασία μετασχηματισμού της πολυεθνικής ισλαμικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε κράτος-έθνος μέσα από το μηχανισμό των εθνικών εκκαθαρίσεων δεν εντάχθηκε ποτέ στη διδασκαλία. Η αντίληψη των γεγονότων περνούσε αποκλειστικά και μόνο μέσα από την εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους και αγνοούνταν εντελώς διεργασίες που δεν είχαν καμιά σχέση με την πολιτική αυτή. Οι εσωτερικές διεργασίες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τα στάδια μετασχηματισμού της, η ανάδυση του εθνικισμού που επέλεξε την εσωτερική «τακτοποίηση» ήταν διαδικασίες που ουδεμία σχέση είχαν με την πολιτική του ελληνικού κράτους. Ως ιστορικό φαινόμενο, η γενοκτονία των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνδεόταν με τις ενδοοθωμανικές διεργασίες και τις ταξικές και πολιτικές αντιθέσεις. Τα συμφέροντα του τουρκικού εθνικισμού για τη δημιουργία «εθνικά καθαρού» ομοιογενούς κράτους με την ταυτόχρονη κεφαλαιακή συσσώρευση, ήταν υπέρτερες και πολύ πιο καθοριστικές από τα όποια συμφέροντα των ελλαδικών ελίτ.
Το ιστορικό αυτό γεγονός που η εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα επέλεξε έως σήμερα να αγνοήσει, ανήκει στην ίδια ακριβώς κατηγορία με τις Γενοκτονίες των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
Ήδη η γενοκτονολογική επιστήμη έχει μελετήσει και έχει αποφανθεί επί των συγκεκριμένων μηχανισμών. Και έχει απολύτως διευκρινίσει ότι εκείνοι οι βίαιοι μηχανισμοί που επελέγησαν για την «εθνική τακτοποίηση» του πολυεθνικού χώρου, υπήρξαν αποτέλεσμα της κυριαρχίας του ακραίου μιλιταριστικού εθνικισμού, Ενός εθνικισμού που εμπνεύστηκε από τη γερμανική φυλετική ιδεολογία και βασίστηκε σ’ αυτήν για να διαμορφώσει ρατσιστικές συμπεριφορές. Επίσης, οι Νεότουρκοι αμφισβήτησαν και ανέτρεψαν την οθωμανική οικουμενικότητα και εξόντωσαν τους δημοκράτες αστούς Οθωμανούς, που προσδοκούσαν και επιδίωκαν τη μετατροπή της Αυτοκρατορίας σε κράτος δικαίου.
Όλα αυτά τα γεγονότα επηρέασαν αποφασιστικά την ελληνική κοινωνία και συνέβαλαν στην τελική της διαμόρφωση. Σήμερα ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού που κατοικεί στην Ελλάδα είναι αποτέλεσμα εκείνων των ιστορικών διεργασιών. Η παρεχόμενη έως τώρα εκπαίδευση δεν συμπεριλαμβάνει την ιδιαίτερη ιστορική εμπειρία του πληθυσμού αυτού, έστω και αν αυτή η εμπειρία συνδέεται με απόλυτο τρόπο με τις διαδικασίες της οριστικής διαμόρφωσης της Εγγύς Ανατολής.
Η ανισορροπία γίνεται ακόμα μεγαλύτερη όταν ληφθεί υπόψη το γεγονός της επίσημης θέσπισης από το ελληνικό κράτος δύο Ημερών Μνήμης (19 Μαϊου για τον Πόντο και 14 Σεπτεμβρίου για το σύνολο της Μικράς Ασίας) για τη Γενοκτονία που υπέστησαν οι ελληνικοί πληθυσμοί την περίοδο 1914-1923. Οι σιωπές των σχολικών βιβλίων γι αυτά τα ιστορικά γεγονότα είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την ΜΗ παροχή της απαιτούμενης έγκυρης γνώσης σε μια ολόκληρη γενιά πολιτών που υπέστη την εκπαιδευτική διαδικασία από το 1994 σήμερα.
«Παλαιο-ελλαδίτικος τοπικισμός VS προσφυγικός λόγος»
Είναι κατανοητό ότι η προσπάθεια παράκαμψης αυτών των επίμαχων στιγμών της σύγχρονης ιστορίας, οφείλεται στο βαθύτατο συντηρητισμό και τα κληρονομημένα στερεότυπα. Στην καλύτερη περίπτωση η αποσιώπηση μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα αμηχανίας. Αυτή την αμηχανία αυτή περιέγραψε εύστοχα ένας από τους σημαντικούς σύγχρονους ιστορικούς μας, ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος: «Δίπλα στον παλαιο-ελλαδίτικο τοπικισμό, αυτός ο αναβιωμένος προσφυγικός λόγος του πένθους και της διεκδίκησης έρχεται να διεμβολίσει από μια απροσδόκητη πλευρά το νηφάλιο εθνικό σχήμα της κοινωνικής συνοχής και της πολιτιστικής μας ταυτότητας, που με τόσες προσπάθειες πάει να συγκροτηθεί τις τελευταίες δεκαετίες, μετά τη μεταπολίτευση, στη χώρα μας. Ποντιακός ελληνισμός, μικρασιατική προσφυγιά, κυπριακός ξεριζωμός κ.ά. τραγικές στιγμές του Νέου Ελληνισμού, δεν διεκδικούν απλά μια θέση στο βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, αλλά ζητούν ένα εφαλτήριο για ένα διορθωτικό εγχείρημα μέσα στο πεδίο της ιστορίας, προσβλέποντας σε μια αναδρομική διόρθωσή της. Ζητούν να κερδίσουν τη μάχη της μνήμης (που φυσικά δεν έχει χαθεί) ταυτίζοντάς την με τη μάχη των εδαφών και των χαμένων πατρίδων, μια μάχη που κανείς δεν τολμά ωστόσο ούτε να ομολογήσει και ούτε να προτείνει τον τρόπο της διεξαγωγής της…» (Β. Παναγιωτόπουλος, «Ποιος θα διορθώσει ποιον;» Το Βήμα, 17/06/2007)
Με τις αποσιωπήσεις αυτές, η έως τώρα παρεχόμενη εκπαιδευτική ύλη, δημιουργούσε ένα περιοριστικό περιβάλλον για τη γνώση, που υπονόμευε επί της ουσίας το κριτικό πνεύμα. Παράλληλα, τα μεθοδολογικά ζητήματα, όπως η πλήρης υποβάθμιση της μικροϊστορίας, η περιφρόνηση προς τις τοπικές όσο και τις οικογενειακές και προφορικές ιστορίες των μαθητών διαμόρφωναν ένα πατερναλιστικό τοπίο. Μεγάλο μέρους του κενού που δημιούργησαν οι αποσιωπήσεις, καλύφθηκε από την αυθαίρετη και ανεξέλεγκτη παραφιλολογία του διαδικτύου. Η εκπαιδευτική αφωνία επέτρεψε την οικειοποίηση το προσφυγικού λόγου και την εκμετάλλευση των ιστορικών γεγονότων από πολιτικές ομάδες που εμφορούνται από αντιδημοκρατικές και εθνικιστικές απόψεις και εμπνέονται από την ίδια ιδεολογία η οποία είχε οδηγήσει στη διάπραξη των Γενοκτονιών
Όσον αφορά τα ζητήματα που θέτει για πρώτη φορά ο κατά τον Παναγιωτόπουλο «αναβιωμένος προσφυγικός λόγος του πένθους και της διεκδίκησης» η επίσημη (και ανεπίσημη) ιστοριογραφία έχει επιλέξει τη βολική στάση του αγνωστικισμού. Όμως με τον τρόπο αυτό παραβιάζει και υπονομεύει βαθύτατες και καίριες συμβάσεις που έχουν επιτευχθεί κατά τη μακρά πορεία διαμόρφωσης της εθνικής ιστορίας. Εξαιρετική είναι η παρακάτω περιγραφή της Χριστίνας Κουλούρη –με αφορμή τον δεξιό αναθεωρητισμό που κατόρθωσε την ακύρωση της Δίκης των Εξ- αυτής της επιβιωμένης παλιάς σύγκρουσης και της μη τήρησης του κανόνα της συνηθισμένης σύμβασης: «Η εθνική ιστορία έχει συντεθεί μέσα από συμβιβασμούς που επιτρέπουν σε όλες τις τοπικές κοινότητες, από τον Μοριά μέχρι τη Θράκη, να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους. Ολες αυτές οι κοινότητες ωστόσο διεκδικούν πρωταγωνιστική θέση στο εθνικό αφήγημα. Ας θυμηθούμε την επικράτηση των Καλαβρυτινών έναντι των Μανιατών ως προς τον τόπο έναρξης του Αγώνα του 1821. ….. Η επανάληψη της Δίκης των Εξι ξαναφέρνει λοιπόν στο προσκήνιο τη σύγκρουση Ελλαδιτών και προσφύγων, μια σύγκρουση που έχει καθορίσει την προσφυγική μνήμη, καθώς και το αίσθημα αποκλεισμού της προσφυγικής μνήμης από την επίσημη ιστορία.» (Χριστίνα Κουλούρη, «Η Δίκη των Εξι και ο Κολοκοτρώνης», Το Βήμα, 14/02/2010)
Η κληρονομημένη αυτή αντινομία μεταξύ της πραγματικής ιστορίας, που αφορά ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού και της διδασκόμενης ύλης, έχει προκαλέσει μια έντονη συζήτηση και τις διαμαρτυρίες των προσφυγικών οργανώσεις. Οι οργανώσεις αυτές ευλόγως διαμαρτύρονται για την αποσιώπηση της προσφυγικής ιστορικής εμπειρίας και τη μετάθεσή της στο πεδίο της τότε εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας. Επισημαίνουν την αντίφαση να απουσιάζει η διδασκαλία των Γενοκτονιών κατά Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων από την εκπαιδευτική λειτουργία του κράτους που αναγνώρισε ομοφώνως τις γενοκτονίες αυτές και επιπλέον θέσπισε και Ημέρες Μνήμης που τιμώνται ως εθνικές επέτειοι. Καταγγέλλουν με ένταση την «αναθεωρητική ερμηνεία», που θεωρούν ότι ευθύνεται για την αποσιώπηση και παραλληλίζουν τη στάση αυτή με τη στάση των αναθεωρητών του Ολοκαυτώματος και των αρνητών των Γενοκτονιών. Θεωρούν ότι υπεύθυνα για τη διαιώνιση των ιστορικών αποσιωπήσεων είναι «τα αντιδραστικά αντανακλαστικά της ‘αυτοχθόνου’ ιδεολογίας», καθώς και η έλλειψη ενσυναίσθησης από τις υπόλοιπες σύνοικες ομάδες..
Αυτές οι κληροδοτημένες ανεπάρκειες θα έπρεπε να ξεπεραστούν με το νέο δημοκρατικό και διευρυμένο πρόγραμμα σπουδών.
Η νέα πρόταση για το Πρόγραμμα Σπουδών
Το σχέδιο για το νέο πρόγραμμα σπουδών που διέρρευσε στον Τύπο θέτει για πρώτη φορά μια ολοκληρωμένη προβληματική για τη νέα εκπαιδευτική αντίληψη. Ορίζει με σαφήνεια τους γενικούς σκοπούς που έχει το μάθημα της Ιστορίας και περιγράφει τις μεθόδους και τα μέσα μάθησης.
Πιστεύω ότι το τελικό Νέο Πρόγραμμα Σπουδών θα είναι πρωτοποριακό και καινοτόμο, αρκεί βεβαίως να καλύψει τα κενά του σχεδίου με την προσθήκη κάποιων σημείων που τα προηγούμενα αναλυτικά προγράμματα παρέκαμπταν.
(*) O Βλάσης Αγτζίδης είναι δρ. Ιστορίας, μαθηματικός, https://kars1918.wordpress.com/
Βεβαίως, οι επιδιώξεις αυτές των μεταρρυθμιστών λίγο επηρέασαν την πραγματική εκπαιδευτική λειτουργία, εφόσον πάντα μεταξύ της πρόθεσης και του αποτελέσματος διαμεσολαβούσε η πολιτική άποψη των κρατούντων και οι αντιλήψεις περί των στενών κρατικών συμφερόντων.
Αυτή η κατάσταση φαίνεται να επιβιώνει μέχρι σήμερα, οπότε κρίνεται αναγκαία η αναμόρφωση τόσο των μεθόδων όσο και το περιεχομένου, ώστε να υπάρξει συμφωνία με τις ευγενικές προθέσεις και να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ιστοριογραφικές κατακτήσεις, στις αλλαγές που συμβαίνουν στην εποχή μας, αλλά και στις αγωνίες και τα ερωτήματα που η ίδια η κοινωνία θέτει.
Έτσι για ένα πλήθος θεμάτων, τα οποία θα αναπτύξουμε στη συνέχεια, η διδασκόμενη ιστορία είχε να παραθέσει μόνο σιωπές, ακόμα και διαστρεβλώσεις. Επί της ουσίας αποτελούσε ένα μέσο ιδεολογικής χειραγώγησης τόσο από την πολιτική εξουσία όσο και από ομάδες που ήλεγχαν τμήματα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Θέματα ιστορίας που αμφισβητούσαν στερεότυπα και πολιτικές προκαταλήψεις αγνοούνταν ή παρουσιάζονταν με ένα μεροληπτικό τρόπο. Τέτοια θέματα υπήρξαν οι μηχανισμοί μετασχηματισμού της οθωμανικής Ανατολής σε κράτος-έθνος, η σοβιετική εμπειρία και τα γκουλάγκ, η μετεμφυλιακή βία στην Ελλάδα και η ξένη εξάρτηση κ.ά.
Και αυτά συνοδεύονταν με τον υπερβολικό ελλαδοκεντρισμό, που προκαλούσε η υπερφίαλη ιδεολογία του «εθνικού κέντρου», σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα ήταν η Μητρόπολη και ολόγυρά της υποδεέστερες και εξαρτημένες ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Έτσι, χαρακτηριστικό της διδασκόμενης ύλης υπήρξε η υποβάθμιση της ιστορίας και της σημασίας του εξωελλαδικού ελληνισμού. Αποσιωπήθηκε ακόμα και η ύπαρξη άλλων πολιτικών, οικονομικών αλλά και εθνικών κέντρων, όπως το Φανάρι, η Μικρασιατική Άμυνα στη Σμύρνη, η Εθνοσυνέλευση του Πόντου, οι Αυτόνομες Ελληνικές Σοβιετικές Περιοχές στην ΕΣΣΔ του Μεσοπολέμου. Κέντρα που δεν εξαρτούσαν την ύπαρξη και τη δράση τους από τη βούληση της Αθήνας.
Ενδεικτικό της αποσιώπησης όλων αυτών υπήρξε το γεγονός ότι για επτά δεκαετίες η μεγαλύτερη καταστροφή που υπέστησαν οι Έλληνες δεν διδάσκονταν. Ο κόσμος των Ελλήνων της Ανατολής ήταν ανύπαρκτος στην εκπαιδευτική αντίληψη του ελληνικού κράτους. Μόλις μετά το 1981 άρχισαν να εισάγονται δειλά κάποια στοιχεία για όλα αυτά και για τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Οι σιωπές των σχολικών βιβλίων
Η διαδικασία μετασχηματισμού της πολυεθνικής ισλαμικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε κράτος-έθνος μέσα από το μηχανισμό των εθνικών εκκαθαρίσεων δεν εντάχθηκε ποτέ στη διδασκαλία. Η αντίληψη των γεγονότων περνούσε αποκλειστικά και μόνο μέσα από την εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους και αγνοούνταν εντελώς διεργασίες που δεν είχαν καμιά σχέση με την πολιτική αυτή. Οι εσωτερικές διεργασίες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τα στάδια μετασχηματισμού της, η ανάδυση του εθνικισμού που επέλεξε την εσωτερική «τακτοποίηση» ήταν διαδικασίες που ουδεμία σχέση είχαν με την πολιτική του ελληνικού κράτους. Ως ιστορικό φαινόμενο, η γενοκτονία των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνδεόταν με τις ενδοοθωμανικές διεργασίες και τις ταξικές και πολιτικές αντιθέσεις. Τα συμφέροντα του τουρκικού εθνικισμού για τη δημιουργία «εθνικά καθαρού» ομοιογενούς κράτους με την ταυτόχρονη κεφαλαιακή συσσώρευση, ήταν υπέρτερες και πολύ πιο καθοριστικές από τα όποια συμφέροντα των ελλαδικών ελίτ.
Το ιστορικό αυτό γεγονός που η εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα επέλεξε έως σήμερα να αγνοήσει, ανήκει στην ίδια ακριβώς κατηγορία με τις Γενοκτονίες των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
Ήδη η γενοκτονολογική επιστήμη έχει μελετήσει και έχει αποφανθεί επί των συγκεκριμένων μηχανισμών. Και έχει απολύτως διευκρινίσει ότι εκείνοι οι βίαιοι μηχανισμοί που επελέγησαν για την «εθνική τακτοποίηση» του πολυεθνικού χώρου, υπήρξαν αποτέλεσμα της κυριαρχίας του ακραίου μιλιταριστικού εθνικισμού, Ενός εθνικισμού που εμπνεύστηκε από τη γερμανική φυλετική ιδεολογία και βασίστηκε σ’ αυτήν για να διαμορφώσει ρατσιστικές συμπεριφορές. Επίσης, οι Νεότουρκοι αμφισβήτησαν και ανέτρεψαν την οθωμανική οικουμενικότητα και εξόντωσαν τους δημοκράτες αστούς Οθωμανούς, που προσδοκούσαν και επιδίωκαν τη μετατροπή της Αυτοκρατορίας σε κράτος δικαίου.
Όλα αυτά τα γεγονότα επηρέασαν αποφασιστικά την ελληνική κοινωνία και συνέβαλαν στην τελική της διαμόρφωση. Σήμερα ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού που κατοικεί στην Ελλάδα είναι αποτέλεσμα εκείνων των ιστορικών διεργασιών. Η παρεχόμενη έως τώρα εκπαίδευση δεν συμπεριλαμβάνει την ιδιαίτερη ιστορική εμπειρία του πληθυσμού αυτού, έστω και αν αυτή η εμπειρία συνδέεται με απόλυτο τρόπο με τις διαδικασίες της οριστικής διαμόρφωσης της Εγγύς Ανατολής.
Η ανισορροπία γίνεται ακόμα μεγαλύτερη όταν ληφθεί υπόψη το γεγονός της επίσημης θέσπισης από το ελληνικό κράτος δύο Ημερών Μνήμης (19 Μαϊου για τον Πόντο και 14 Σεπτεμβρίου για το σύνολο της Μικράς Ασίας) για τη Γενοκτονία που υπέστησαν οι ελληνικοί πληθυσμοί την περίοδο 1914-1923. Οι σιωπές των σχολικών βιβλίων γι αυτά τα ιστορικά γεγονότα είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την ΜΗ παροχή της απαιτούμενης έγκυρης γνώσης σε μια ολόκληρη γενιά πολιτών που υπέστη την εκπαιδευτική διαδικασία από το 1994 σήμερα.
«Παλαιο-ελλαδίτικος τοπικισμός VS προσφυγικός λόγος»
Είναι κατανοητό ότι η προσπάθεια παράκαμψης αυτών των επίμαχων στιγμών της σύγχρονης ιστορίας, οφείλεται στο βαθύτατο συντηρητισμό και τα κληρονομημένα στερεότυπα. Στην καλύτερη περίπτωση η αποσιώπηση μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα αμηχανίας. Αυτή την αμηχανία αυτή περιέγραψε εύστοχα ένας από τους σημαντικούς σύγχρονους ιστορικούς μας, ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος: «Δίπλα στον παλαιο-ελλαδίτικο τοπικισμό, αυτός ο αναβιωμένος προσφυγικός λόγος του πένθους και της διεκδίκησης έρχεται να διεμβολίσει από μια απροσδόκητη πλευρά το νηφάλιο εθνικό σχήμα της κοινωνικής συνοχής και της πολιτιστικής μας ταυτότητας, που με τόσες προσπάθειες πάει να συγκροτηθεί τις τελευταίες δεκαετίες, μετά τη μεταπολίτευση, στη χώρα μας. Ποντιακός ελληνισμός, μικρασιατική προσφυγιά, κυπριακός ξεριζωμός κ.ά. τραγικές στιγμές του Νέου Ελληνισμού, δεν διεκδικούν απλά μια θέση στο βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, αλλά ζητούν ένα εφαλτήριο για ένα διορθωτικό εγχείρημα μέσα στο πεδίο της ιστορίας, προσβλέποντας σε μια αναδρομική διόρθωσή της. Ζητούν να κερδίσουν τη μάχη της μνήμης (που φυσικά δεν έχει χαθεί) ταυτίζοντάς την με τη μάχη των εδαφών και των χαμένων πατρίδων, μια μάχη που κανείς δεν τολμά ωστόσο ούτε να ομολογήσει και ούτε να προτείνει τον τρόπο της διεξαγωγής της…» (Β. Παναγιωτόπουλος, «Ποιος θα διορθώσει ποιον;» Το Βήμα, 17/06/2007)
Με τις αποσιωπήσεις αυτές, η έως τώρα παρεχόμενη εκπαιδευτική ύλη, δημιουργούσε ένα περιοριστικό περιβάλλον για τη γνώση, που υπονόμευε επί της ουσίας το κριτικό πνεύμα. Παράλληλα, τα μεθοδολογικά ζητήματα, όπως η πλήρης υποβάθμιση της μικροϊστορίας, η περιφρόνηση προς τις τοπικές όσο και τις οικογενειακές και προφορικές ιστορίες των μαθητών διαμόρφωναν ένα πατερναλιστικό τοπίο. Μεγάλο μέρους του κενού που δημιούργησαν οι αποσιωπήσεις, καλύφθηκε από την αυθαίρετη και ανεξέλεγκτη παραφιλολογία του διαδικτύου. Η εκπαιδευτική αφωνία επέτρεψε την οικειοποίηση το προσφυγικού λόγου και την εκμετάλλευση των ιστορικών γεγονότων από πολιτικές ομάδες που εμφορούνται από αντιδημοκρατικές και εθνικιστικές απόψεις και εμπνέονται από την ίδια ιδεολογία η οποία είχε οδηγήσει στη διάπραξη των Γενοκτονιών
Όσον αφορά τα ζητήματα που θέτει για πρώτη φορά ο κατά τον Παναγιωτόπουλο «αναβιωμένος προσφυγικός λόγος του πένθους και της διεκδίκησης» η επίσημη (και ανεπίσημη) ιστοριογραφία έχει επιλέξει τη βολική στάση του αγνωστικισμού. Όμως με τον τρόπο αυτό παραβιάζει και υπονομεύει βαθύτατες και καίριες συμβάσεις που έχουν επιτευχθεί κατά τη μακρά πορεία διαμόρφωσης της εθνικής ιστορίας. Εξαιρετική είναι η παρακάτω περιγραφή της Χριστίνας Κουλούρη –με αφορμή τον δεξιό αναθεωρητισμό που κατόρθωσε την ακύρωση της Δίκης των Εξ- αυτής της επιβιωμένης παλιάς σύγκρουσης και της μη τήρησης του κανόνα της συνηθισμένης σύμβασης: «Η εθνική ιστορία έχει συντεθεί μέσα από συμβιβασμούς που επιτρέπουν σε όλες τις τοπικές κοινότητες, από τον Μοριά μέχρι τη Θράκη, να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους. Ολες αυτές οι κοινότητες ωστόσο διεκδικούν πρωταγωνιστική θέση στο εθνικό αφήγημα. Ας θυμηθούμε την επικράτηση των Καλαβρυτινών έναντι των Μανιατών ως προς τον τόπο έναρξης του Αγώνα του 1821. ….. Η επανάληψη της Δίκης των Εξι ξαναφέρνει λοιπόν στο προσκήνιο τη σύγκρουση Ελλαδιτών και προσφύγων, μια σύγκρουση που έχει καθορίσει την προσφυγική μνήμη, καθώς και το αίσθημα αποκλεισμού της προσφυγικής μνήμης από την επίσημη ιστορία.» (Χριστίνα Κουλούρη, «Η Δίκη των Εξι και ο Κολοκοτρώνης», Το Βήμα, 14/02/2010)
Η κληρονομημένη αυτή αντινομία μεταξύ της πραγματικής ιστορίας, που αφορά ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού και της διδασκόμενης ύλης, έχει προκαλέσει μια έντονη συζήτηση και τις διαμαρτυρίες των προσφυγικών οργανώσεις. Οι οργανώσεις αυτές ευλόγως διαμαρτύρονται για την αποσιώπηση της προσφυγικής ιστορικής εμπειρίας και τη μετάθεσή της στο πεδίο της τότε εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας. Επισημαίνουν την αντίφαση να απουσιάζει η διδασκαλία των Γενοκτονιών κατά Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων από την εκπαιδευτική λειτουργία του κράτους που αναγνώρισε ομοφώνως τις γενοκτονίες αυτές και επιπλέον θέσπισε και Ημέρες Μνήμης που τιμώνται ως εθνικές επέτειοι. Καταγγέλλουν με ένταση την «αναθεωρητική ερμηνεία», που θεωρούν ότι ευθύνεται για την αποσιώπηση και παραλληλίζουν τη στάση αυτή με τη στάση των αναθεωρητών του Ολοκαυτώματος και των αρνητών των Γενοκτονιών. Θεωρούν ότι υπεύθυνα για τη διαιώνιση των ιστορικών αποσιωπήσεων είναι «τα αντιδραστικά αντανακλαστικά της ‘αυτοχθόνου’ ιδεολογίας», καθώς και η έλλειψη ενσυναίσθησης από τις υπόλοιπες σύνοικες ομάδες..
Αυτές οι κληροδοτημένες ανεπάρκειες θα έπρεπε να ξεπεραστούν με το νέο δημοκρατικό και διευρυμένο πρόγραμμα σπουδών.
Η νέα πρόταση για το Πρόγραμμα Σπουδών
Το σχέδιο για το νέο πρόγραμμα σπουδών που διέρρευσε στον Τύπο θέτει για πρώτη φορά μια ολοκληρωμένη προβληματική για τη νέα εκπαιδευτική αντίληψη. Ορίζει με σαφήνεια τους γενικούς σκοπούς που έχει το μάθημα της Ιστορίας και περιγράφει τις μεθόδους και τα μέσα μάθησης.
Πιστεύω ότι το τελικό Νέο Πρόγραμμα Σπουδών θα είναι πρωτοποριακό και καινοτόμο, αρκεί βεβαίως να καλύψει τα κενά του σχεδίου με την προσθήκη κάποιων σημείων που τα προηγούμενα αναλυτικά προγράμματα παρέκαμπταν.
(*) O Βλάσης Αγτζίδης είναι δρ. Ιστορίας, μαθηματικός, https://kars1918.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου