Έριχ Μαρία Ρεμάρκ: Ο άνθρωπος που λάτρεψε και μίσησε η Γερμανία για τις αντιπολεμικές αλήθειες

«Είμαι νέος, μόλις έκλεισα τα 20, από τη ζωή δεν ξέρω παρά μόνο την απελπισία, το θάνατο, το φόβο και μια αλυσίδα από ανόητες επιπολαιότητες, πάνω από μια άβυσσο πόνων και θλίψεων. Βλέπω τους λαούς να ορμούν σε άλλους λαούς, να σκοτώνονται, χωρίς ούτε κι εκείνοι να ξέρουν το γιατί, υπακούοντας σ’ αυτούς που τους στέλνουν, χωρίς συναίσθηση του κινδύνου ή της ευθύνης τους».
Πρόκειται για απόσπασμα του βιβλίου που περιέγραψε όσο λίγα την τραγωδία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν ο πιο φριχτός όλων των πολέμων. Σημασία στον πόλεμο δεν έχει αν θα χάσεις, απλώς, τη ζωή σου αλλά πώς. Τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν, σε πολλές περιπτώσεις για πρώτη φορά, εκμηδένιζαν το ανθρώπινο σώμα, το άφηναν να κείτεται σε μια λάσπη με ανακατωμένο αίμα, χώμα, νερό και ιδρώτα. Και όταν τα μέσα του μαζικού θανάτου σώνονταν, ή δεν μπορούσαν πια να σκοτώσουν, τότε αναλάμβανε η ξιφολόγχη. Τη φόραγες στην άκρη του όπλου σου, όρμαγες στο αντίθετο στρατόπεδο και αν κατάφερνες μέσα από τα εχθρικά πυρά, έπρεπε να την μπήξεις όσο πιο δυνατά γινόταν στο κορμί ενός άλλου παιδιού που μία από τις πολλές ατυχίες του, ήταν ότι ζούσε σε άλλη χώρα.
«Το μέτωπο είναι ένα κλουβί όπου είσαι υποχρεωμένος να περιμένεις τι θα γίνει. Ζούμε με την αγωνία του άγνωστου. Πάνω μας κρεμιέται η τύχη. Σαν έρχεται μια οβίδα, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σκύψω για να περάσει. Δεν ξέρω πού θα σκάσει. Η τύχη είναι που μας κάνει αδιάφορους. Πριν από λίγους μήνες καθόμουν σ’ ένα αμπρί κ’ έπαιζα χαρτιά. Κάποια στιγμή σηκώθηκα και πήγα να δω κάποιους γνωστούς μου σε κάποιο άλλο αμπρί. Σαν γύρισα δε βρήκα κανέναν από δαύτους. Εσκασε πάνω τους μια μπόμπα. Ξαναγύρισα πάλι στ’ άλλο αμπρί κ’ έφτασα πάλι στην ώρα για να βοηθήσω να τους ξεχώσουν γιατί χτυπήθηκαν κι αυτοί με τη σειρά τους. Το πώς ζω είναι από τύχη. Οπως μπορεί να με βρει μια σφαίρα, έτσι μπορώ το ίδιο και να ζω. Στο πιο σίγουρο αμπρί μπορείς να γίνεις χίλια κομμάτια και στ’ ανοιχτό πεδίο να μην πάθεις τίποτα ύστερα από δέκα ωρών αδιάκοπο σφυροκόπημα. Ο κάθε φαντάρος χρωστά τη ζωή του σε χίλιες δυο συμπτώσεις. Γι’ αυτό και κάθε φαντάρος πιστεύει κ’ εμπιστεύεται τον εαυτό του στην τύχη». Έτσι περιγράφει το μέτωπο από το οποίο δεν υπάρχει τίποτα νεότερο, όπως λέει και ο τίτλος του, ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ συγγραφέας του Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο. Γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου 1898 στο Όσναμπρικ στη Γερμανία, μια Γερμανία που το λάτρεψε για τις αντιπολεμικές αλήθειες του. Μια Γερμανία, που τον μίσησε για τις ίδιες ακριβώς αλήθειες.
Η γενέτειρα πόλη του Ρεμάρκ, μια μικρή μεσαιωνική πόλη κοντά στο Μίνστερ στη βόρεια Γερμανία, δεν είναι άγνωστη σε αυτούς που ασχολούνται με την ιστορία. Είναι ο τόπος όπου το 1648 – ακριβώς 250 χρόνια πριν από τη γέννηση Ρεμάρκ – υπογράφηκε η συνθήκη ειρήνης του τριακονταετή πολέμου. Οι γονείς του Ρεμάρκ ανήκαν στην εργατική τάξη του Osnabrück . Ο πατέρας του, ο Peter Franz ήταν ένας τραχύς, ολιγόλογος άνθρωπος, ευσυνείδητος εργαζόμενος ο οποίος τελικά κατάφερε να γίνει ανεξάρτητος επαγγελματίας, βιβλιοδέτης αλλά και εκτυπωτής. Η μητέρα του Άννα Μαρία, λάτρευε τον Εριχ και εκείνος όμως την αγαπούσε πολύ. Ο μεγαλύτερος αδελφός του πέθανε μικρός ενώ μετά τον Έριχ ακολούθησαν άλλα δύο παιδιά. Ο Έριχ ήταν ένα συναισθηματικό παιδί που μέχρι τα 18 του αναγκάστηκε να αλλάξει σπίτι , μαζί με την οικογένειά του, 10 φορές. Τον σημάδεψε αυτό. Μέχρι το τέλος της ζωής του αυτό που θα τον χαρακτηρίσει είναι η τάση του για συνεχή αλλαγή σπιτιού . Τόσο μέσα στην ψυχή του όσο και έξω από αυτή…
Στο εφηβικό ημερολόγιο του δήλωσε κάποτε θανάσιμα πληγωμένος από το άδοξο τέλος της ερωτικής του σχέσης με μία κοπέλα ονόματι Λουτσία, η οποία ωστόσο ήταν ήδη αρραβωνιασμένη. Έτσι δήλωσε στην αρχή βέβαια μιας και λίγες σελίδες πιο κάτω ξαναδήλωνε ερωτευμένος αλλα…. με άλλη κοπέλα. Τίποτα δεν θα προλάβαινε εκείνα τα χρόνια πάντως. Τους πρόλαβε όλους ο πόλεμος.
Το 1916, 18 χρόνων πια θα στρατευτεί στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο οι ανάγκες του οποίου θα τον στείλουν στο Δυτικό μέτωπο το οποίο θα αποτελέσει το φόντο, του ίσως πιο αντιπολεμικού βιβλίου όλων των εποχών. Τον Ιούλιο του 1917 τραυματίστηκε σοβαρά και έμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου σε στρατιωτικό νοσοκομείο στη Γερμανία. Εκεί στο νοσοκομείο , τα τραύματα του πολέμου σε σώμα αλλά κυρίως στην ψυχή θα γίνουν η λαμπρή του πένα. Μια πένα που μέχρι το 1929 θα έχει ολοκληρώσει το «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο»
Το μυθιστόρημα «Ουδέν νεότερον από το Δυτικό Μέτωπο» τάραξε τα νερά της λογοτεχνίας για το αντιπολεμικό του πνεύμα, όταν εκδόθηκε το 1929, με αποτέλεσμα να απαγορευτεί η κυκλοφορία του και να καεί από τους Ναζί, διότι η αντιηρωϊκή ματιά του απλού στρατιώτη, η ειρηνιστική του διάθεση και η καταγγελία του πολέμου ερχόταν σε αντίθεση με τα ιμπεριαλιστικά σχέδια της ευρωπαϊκής κυριαρχίας κι όχι μόνο των γερμανών του τρίτου Ράϊχ! Το βιβλίο όμως γνώρισε διεθνή επιτυχία, μεταφράστηκε σε 25 γλώσσες, το 1930 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο κι επηρέασε δεκάδες συγγραφείς σ’ άλλες χώρες, ώστε να αναπτυχθεί η λεγόμενη αντιπολεμική λογοτεχνία.
Το βιβλίο παρουσίαζε τον πόλεμο από μια νέα οπτική σκοπιά την αντιπολεμική, που ήταν διαφορετική από την λεγόμενη επική ή ηρωϊκή σκοπιά,  με την οποία παρουσιαζόταν ο πόλεμος από την εποχή του Ομήρου ως τις αρχές του 20ουαιώνα.
Βρισκόμαστε στην Γερμανία στις αρχές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Γίνεται επιστράτευση και ο κόσμος είναι κατενθουσιασμένος. Στους δρόμους επικρατεί πανηγυρικός ενθουσιασμός. Οι στρατιώτες φεύγουν εθελοντές για το μέτωπο συνοδευόμενοι από τους ήχους των μπάντων που παίζουν στρατιωτικά εμβατήρια, ενώ πλήθος άνδρες γυναίκες και παιδιά τους χειροκροτεί, τους ρίχνει λουλούδια και τους κουνάει καπέλα και μαντήλια. Ο ταχυδρόμος Χίμμελστος μοιράζει τα γράμματα βιαστικά για να πάει και αυτός να παρουσιαστεί, αφού είναι αξιωματικός. Μόνο σε μια αίθουσα του Γυμνασίου ο καθηγητής Κάντορεκ διδάσκει με στόμφο τους μαθητές του, αλλά η φωνή του δεν ακούγεται από τα εμβατήρια. Έχουν αρχαία Ελληνικά και στον πίνακα είναι γραμμένοι οι στίχοι του Ομήρου:
Ἄνδρα μοι ἔννεπε,
μοῦσα, πολύτροπον,
ὃς μάλα πολλὰ
Καθώς οι παρελάσεις έξω από το ανοιχτό παράθυρο για μια στιγμή λιγοστεύουν και οι ήχοι των εμβατηρίων κάπως απομακρύνονται, η φωνή του καθηγητή ακούγεται ξανά. Αντί για το μάθημα βγάζει έναν φλογερό πατριωτικό λόγο και παροτρύνει τους νέους να κάνουν το πατριωτικό τους καθήκον. Τελικά καταφέρνει να παρασύρει όλη την τάξη και να τους κάνει να πάνε όλοι σύσσωμοι εθελοντές
Όπως τονίζει στην υπέροχη εργασίας της για τον Ρεμάρκ η καθηγήτρια Αγγελική Σούλη, στο αντιπολεμικό μυθιστόρημα δεν υπάρχει νικητής ή ηττημένος. Ο πυρήνας βρίσκεται στα δεινά του πολέμου. Ουδείς αμφισβητεί την παρουσία αντιπολεμικών φωνών στα ηρωικά έπη, ήταν ωστόσο μεμονωμένες κι αδύναμες ενώ τώρα γίνονται κυρίαρχες αφού αποδομείται ο ηρωϊσμός, έστω όπως τον ξέραμε. Και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918) λόγω των ιδιαιτεροτήτων του συνέβαλε να γίνει συνείδηση μαζικά το αντιπολεμικό πνεύμα στη γενιά που πολέμησε σ’ αυτόν και να καταγγελθεί ο πόλεμος ως «μαζικό έγκλημα κατά της ανθρωπότητας». Ο Ρεμάρκ δεν υπογραμμίζει κανένα ηρωικό κατόρθωμα των στρατιωτών. Παρουσιάζει και κυρίως προβάλλει με ρεαλισμό που γίνεται εφιάλτης, όλη την ιδεολογική και ψυχική κατάσταση του στρατιώτη-πολεμιστή από τη στιγμή της στρατολόγησης του ως το τέλος του πολέμου. Ποια τα ιδανικά για το οποία πολεμάμε;
Προσέξτε τι γράφει σε κάποιο σημείο: «Γίναμε μανιασμένα θηρία. Δεν πολεμάμε, διαφεντεύουμε τον εαυτό μας από την εκμηδένιση. Δε ρίχνουμε τις χειροβομβίδες μας σε ανθρώπους, τί μας ενδιαφέρουν οι άνθρωποι αυτή τη στιγμή, που ο θάνατος με χέρια και κράνη μάς κυνηγάει και μας ξαπλώνει στη γη; Τώρα για πρώτη φορά μέσα σε τρεις μέρες μπορούμε ν’ αντικρύζουμε τα πρόσωπά τους, τώρα, που για πρώτη φορά, ύστερα από τρεις μέρες, μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε, να τους αντισταθούμε, νιώθουμε μια αλόγιστη μανία. Δεν τους προσμένουμε πια απελπισμένοι, μπορούμε να αφανίζουμε, να σκοτώνουμε, ν’ αμυνθούμε, να σωθούμε και να πάρουμε εκδίκηση».
Από την πένα του Ρεμέρκ με έναν τρόπο θαυμαστό θα περάσουν όλα όσα είναι πόλεμος. Η ζωή μέσα στην κόλαση των χαρακωμάτων του Δυτικού Μετώπου και στα πεδία της μάχης όπου κυριαρχεί η αγωνία και η εμπειρία του θανάτου. Τα νοσοκομεία με τις κραυγές απόγνωσης των τραυματισμένων, το στρατόπεδο συγκέντρωσης των αιχμαλώτων, αυτών των εξαϋλωμένων μορφών από την πείνα που προκαλούν τη συμπόνοια ακόμα και των εχθρών τους, αλλά και τα μετόπισθεν που βρίσκεται ο άμαχος πληθυσμός που περνά κι αυτός το δικό του δράμα!
Και τα παιδιά από τους στίχους του Ομήρου στον στρατώνα ο ενθουσιασμός είναι ακόμα μεγαλύτερος. Οι νεαροί στρατιώτες νοιώθουν σαν σε εκδρομή. Συναντάν τον ταχυδρόμο Χίμμελστος με στολή αξιωματικού πλέον. Ο Χίμμελστος που τώρα είναι ο διοικητής τους όμως είναι αυστηρός εκπαιδευτής και τους ταράζει στην εκπαίδευση. Τελικά παίρνουν διαταγή να πάν στο μέτωπο. Εκεί, στο Δυτικό Μέτωπο τους περιμένει μια άλλη πραγματικότητα, φρικτή και απάνθρωπη.
Πολλοί από τους στρατιώτες πληγώνονται βαριά ή βρίσκουν φρικτό θάνατο. Ο Μπούμερ στην διάρκεια μιας επίθεσης εμπλέκεται σε μια σωματική πάλη με έναν Γάλλο στρατιώτη, και αφού τον πληγώσει θανάσιμα με την ξιφολόγχη εγκλωβίζεται στον κρατήρα μιας βόμβας μαζί με τον πληγωμένο Γάλλο. Έξω από τον κρατήρα η μάχη και οι βομβαρδισμοί μαίνονται, και ο Μπόυμερ είναι αδύνατο να εγκαταλείψει τον κρατήρα για μερόνυχτα. Ο Γάλλος που είναι βαριά τραυματισμένος αλλά δεν έχει πεθάνει ακόμα συνέρχεται. Ο Μπόυμερ τον βλέπει σαν άνθρωπο και τραυματία στρατιώτη και του δίνει να πιει τις τελευταίες σταγόνες νερό από το παγούρι του. Ο Γάλλος βασανίζεται και δεν μπορεί να πεθάνει. Βογκάει. Ο Μπόυμερ βασανίζεται από τις τύψεις επειδή τον τραυμάτισε θανάσιμα, αλλά ακόμα περισσότερες τύψεις τον πιάνουν όταν ο Γάλλος πεθαίνει και μένει ακίνητος και μισοκαθισμένος να τον κοιτάει με ανοιχτά τα μάτια.
”Χάσαμε πια κάθε αίσθημα αλληλεγγύης. Μόλις μπορούμε να διατηρήσουμε την αυτοκυριαρχία μας, όταν η ματιά μας —ματιά κυνηγημένου ζώου— φωτίζει τη μορφή κάποιου συνανθρώπου μας. Είμαστε αναίσθητοι, νεκροί, που κάποια τρομερή μαγεία δίνει τη δύναμη να τρέχουμε και να σκοτώνουμε».
Άραγε, έχουν τύχη τέτοια λόγια σε ένα καθεστώς , αυτό της Γερμανία που ετοιμαζόταν για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο; Σε καμία περίπτωση. Το Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, διαβάστηκε από εκατομμύρια ανθρώπους κι έγινε δυο φορές κινηματογραφική ταινία: Η πρώτη ήταν το 1930 από τον Λούις Μάιλστοουν. Όταν προβλήθηκε στο Βερολίνο αντιμετωπίστηκε ως εχθρός της πατρίδας του. Ομάδες της χιτλερικής νεολαίας είχαν ορμήσει τότε στην αίθουσα όπου παιζόταν το έργο κραυγάζοντας «Γερμανία, ξύπνα!». Η ταινία απαγορεύτηκε και ο Ρεμάρκ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του το 1931, δύο χρόνια προτού ο Χίτλερ αναρριχηθεί στην εξουσία. Το 1933 οι Ναζί απαγόρευσαν και έκαψαν τα βιβλία του και ο ίδιος κατέφυγε στην Ελβετία για να αποφύγει τη σίγουρη σύλληψη. Ο φασισμός όμως δεν ξεχνά. Το 1943 η αδελφή του, που είχε παραμείνει στην Γερμανία, συνελήφθη, καταδικάστηκε ως ηττοπαθής και αποκεφαλίστηκε. Ήταν βλέπετε η αδελφή αυτού που τόλμησε να βάλει τις τύψεις στην ψυχή ενός Γερμανού στρατιώτη επειδή είχε σκοτώσει έναν γάλλο. Σε μια διακοπή της μάχης ο Μπόυμερ βγαίνει από τον κρατήρα και γυρνάει στην μονάδα του. Παίρνει παράσημο και γυρίζει στο σπίτι του με άδεια. Εκεί τον υποδέχονται όλοι σαν ήρωα και του ζητούν να τους εξιστορεί συνέχεια τους διάφορους ηρωισμούς του μετώπου. Ο Μπόυμερ εγκαταλείπει. Ξαφνικά φτάνει στο σχολείο του και βρίσκει τον καθηγητή Κάντορεκ να βγάζει ακριβώς τον ίδιο φλογερό λόγο σε μια άλλη τάξη με πολύ νεότερους μαθητές. Ο καθηγητής τον αναγνωρίζει και τον φωνάζει όλο χαρά και υπερηφάνεια να πλησιάσει και να τους πει πώς είναι στο μέτωπο. Ο Μπόυμερ λέει ότι το μέτωπο είναι φρικτό και θερίζει ο θάνατος. Καθηγητής και μαθητές είναι απογοητευμένοι και τον κατηγορούν για δειλία. Το σημείο αυτό είναι κομβικό για το έργο του Ρεμάρκ μιας και τολμά να πει τα πράγματα με το όνομα τους αποδομώντας έτσι τους ψεύτικους ηρωισμούς με τους οποίους κάποιοι δάσκαλοι είχαν φουσκώσει τα μυαλά των μαθητών τους πριν φύγουν για το Μέτωπο. Ο ήρωας του έργου θυμάται την ιδεολογική και ψυχολογική βία που είχαν υποστεί οι μαθητές του σχολείου από  τον καθηγητή τους Κάντορεκ για να πάνε να πολεμήσουν για την πατρίδα τους. Το ίδιο συγκλονιστική είναι η αφήγηση για το θάνατο του αγαπημένου φίλου και συμμαθητή , του Κέμεριχ. Ο Κέμεριχ τραυματίστηκε από τις πρώτες μέρες που ήλθε στο Μέτωπο. Είναι ένα παιδί ακόμα, κι ας είναι μόλις δεκαεννιά χρονών, μόνο του στο νοσοκομείο μακριά από την οικογένεια του με κομμένο το ένα του πόδι που έχει κακοφορμίσει κι αισθάνεται ότι πεθαίνει. Όλη η απόγνωση και η θλίψη είναι ζωγραφισμένα στο πρόσωπο του! Οι παλιοί φίλοι και συμμαθητές του μάταια προσπαθούν να τον παρηγορήσουν. Ο παλιός Κέμεριχ, αυτό το όμορφο παλικάρι που ανέμιζαν τα ξανθά μαλλιά του καθώς γυμναζόταν στο μονόζυγο, που άφηνε τους φίλους του να τον αντιγράφουν στο μάθημα της Έκθεσης, το καμάρι της μάνας του και των καθηγητών του τώρα αργοσβήνει μόνος του κι αβοήθητος πάνω στο κρεβάτι του νοσοκομείου, το οποίο μάλιστα κάποιοι βιάζονται να αδειάσει για να το δώσουν σε άλλους τραυματίες που περιμένουν. Στον πόλεμο όλα έχουν μια σκληρη προτεραιότητα.
Ο Εριχ Μαρία Ρεμάρκ, το 1940 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες και λίγα χρόνια αργότερα πήρε την αμερικανική υπηκοότητα. Πέθανε στο Λοκάρνο το 1970
Ο Μπόυμερ ξαναγύρισε στο μέτωπο. Όλοι έχουν σκοτωθεί. Μόνο δυο γνωστοί του έχουν μείνει ακόμα. Τη στιγμή της συνάντησης όμως μια βόμβα που θα σκάσει μακρυά θα εκτινάξει ένα μικρό θραύσμα που θα σκοτώσει τον ένα από αυτούς. Ο Μπόυμερ βλέπει μια πεταλούδα και προσπαθεί να την πιάσει με το χέρι, όταν μια αδέσποτη σφαίρα θα τον σκοτώσει και αυτόν…
… μια ημέρα του Οκτώβρη του 1918,
κατά την οποία δεν συνέβη τίποτε,
και γι’ αυτό το πολεμικό δελτίο ειδήσεων ήτανε πολύ περιληπτικό
με τα λόγια:
«Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο».