Για τα Αρχαία Ελληνικά στη μέση εκπαίδευση
Στη συνθήκη επιτήρησης, στην
οποία βρέθηκε η χώρα μας –όχι, βέβαια, από τη μια στιγμή στην άλλη-
προέχει να ανακοπεί η πορεία προς το χειρότερο που μας επιφυλάσσει η
κρίση και η παρακμή.
Η ανάγκη μιας φτηνότερης για το κράτος και την ελληνική οικογένεια εκπαίδευσης επιβάλλει ρυθμίσεις που επιφέρουν μείωση των σχετικών δαπανών, πράγμα κατανοητό, αλλά καμιά μεταρρύθμιση στην Παιδεία ή στην Υγεία δεν θα είχε νόημα, χωρίς επάρκεια σε δασκάλους, καθηγητές, γιατρούς, νοσηλευτές και τα στοιχειώδη για διδασκαλία και θεραπεία. Αντίθετα με τέτοιου είδους ρυθμίσεις, οι μεταρρυθμίσεις απαιτούν ευνοϊκότερες συνθήκες.
Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση λ.χ. του 1964 έγινε σε συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης και πολιτιστικής άνθησης της χώρας.
Η Επιτροπή Διαλόγου για την Παιδεία, μεταξύ άλλων αλλαγών που εισηγήθηκε, όπως την υποχρεωτική διδασκαλία της Αγγλικής, αντιμετώπισε θετικά την πρόταση κατάργησης της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο και τη μετακύλισή της στις δύο τάξεις του Λυκείου, με τη μορφή κατ’ επιλογήν μαθήματος.
Στην περίπτωση υλοποίησης μιας τέτοιας πρότασης, είναι παραπάνω από βέβαιη η αθόρυβη και χωρίς αντιδράσεις εξαφάνιση των Αρχαίων Ελληνικών από τη μέση εκπαίδευση, αφού σε λιγότερο από μια δεκαετία, ως κατ’ επιλογήν μάθημα του Λυκείου, ελλείψει ενδιαφέροντος από τους πάσχοντες γλωσσικά μαθητές, θα αυτοκαταργηθεί, προς μεγάλη ανακούφιση, όχι βέβαια όσων φιλολόγων κάνουν «ιδιαίτερα» Αρχαίων Ελληνικών, αλλά των μαθητών και της τηλεπαρουσιάστριας που διερωτήθηκε παραστατικότατα τι σχέση έχουν τα νέα ελληνικά με τα αρχαία και τι είδους λογική είναι αυτή που συνδέει την εκμάθηση των μεν με τη διδασκαλία των δε.
Παρά τη νομοθετική ρύθμιση του μονοτονικού, τις μεταγλωττίσεις κλασικών λογοτεχνικών κειμένων του 19ου αι., τις φρενήρεις όσο και ωμές επεμβάσεις στην ιστορική ορθογραφία των ελληνικών λέξεων, το πρόβλημα της γλώσσας τα τελευταία χρόνια διογκώνεται συνεχώς σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Προκύπτει, έτσι, εύλογα το ερώτημα μήπως προτάσεις για κατάργηση των Αρχαίων Ελληνικών ή μείωση των ωρών διδασκαλίας τους στο Γυμνάσιο δεν συμβάλλουν στη λύση του προβλήματος της γλώσσας, αλλά στην όξυνσή του, αφού στο ψευδοδίλημμα «Αρχαία ή Νέα Ελληνικά» απαντούν «Νέα Ελληνικά και Αγγλικά».
Πρόκειται για παρακινδυνευμένη και, τολμώ να πω, άκριτη απάντηση, αφού δημιουργεί σοβαρότερα προβλήματα από όσα επιδιώκει να λύσει.
Γιατί, μπορεί να ανακουφίζει οικονομικά την ελληνική οικογένεια, αν σκεφτεί κανείς τι της κοστίζουν τα φροντιστήρια, αλλά δεν θεραπεύει τα μαθησιακά προβλήματα που προκαλεί η ελλιπής κατάρτιση δασκάλων και καθηγητών, που ναι μεν ελέγχονται ως προς της διδακτέα ύλη, όχι όμως ως προς την επάρκεια και τον τρόπο διδασκαλίας τους.
Πολλά από όσα δεν γίνονται σωστά, αντί να τα διορθώνουμε, είθισται να τα καταργούμε. Έτσι, αντί να βελτιώσουμε τον τρόπο διδασκαλίας των Αρχαίων ώστε να μη χρειάζεται η παραπαιδεία, καταργούμε το μάθημα.
Με την ίδια λογική, καταργούμε τις εξετάσεις και των υπόλοιπων μαθημάτων και με την ίδια λογική καταργήσαμε στο παρελθόν την αξιολόγηση του έργου των εκπαιδευτικών μέσα στην τάξη.
Παρά τα τεράστια ποσά που δαπανήθηκαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες για την εκπόνηση παιδαγωγικών προγραμμάτων και την ενίσχυση των παιδαγωγικών σπουδών, μεμονωμένα εκπαιδευτικά ζητήματα συνεχίζουμε να τα αντιμετωπίζουμε σαν να ήταν γόρδιοι δεσμοί, που, όντως, άλυτοι, απαιτούν για να λυθούν τη μέθοδο του σπαθιού.
Με αυτή τη μέθοδο προτάθηκε η κατάργηση των Αρχαίων Ελληνικών από το Γυμνάσιο, ως εάν να ήταν άχρηστη και άσκοπη η διδασκαλία τους ή άλυτα τα μαθησιακά προβλήματα που δημιουργεί.
Είναι γνωστό πως όταν η γλώσσα γίνεται ξανά και ξανά αντικείμενο προβληματισμού, κάθε άλλος προβληματισμός αναστέλλεται. Αυτό υπάρχει κίνδυνος να συμβεί με τις έντονες αντιδράσεις που δικαιολογημένα προκάλεσαν και θα συνεχίσουν να προκαλούν βλέψεις, προτάσεις ή σχέδια που μετατρέπουν την ιστορία της ελληνικής γλώσσας σε πανεπιστημιακή ειδικότητα για ολίγιστους.
Γιατί αποτέλεσμα τέτοιων (ανήκουστων, για άλλες χώρες) προτάσεων θα ήταν οι νεότερες γενιές να αποκοπούν εντελώς από το μεγαλύτερο μέρος γραπτού και προφορικού λόγου που αρθρώθηκε μέχρι τις αρχές του 20ού αι., σαν να ξεγράφαμε εμείς οι ίδιοι μιαν αξιοζήλευτη ιστορία πολιτισμού και γραμμάτων πολλών αιώνων. Σε ούτε δυο γενιές, θα έχουμε γλωσσική αποξένωση στο τετράγωνο και τέτοια εκφραστική πενία που καμιά ξένη γλώσσα δεν θα μας έσωζε.
Μήπως εν αγνοία μας επαναφέρουμε αντεστραμμένο το περίφημο γλωσσικό ζήτημα που με τα πολλά είχαμε καταφέρει να ξεπεράσουμε; Στο ζήτημα αυτό θα αναφερθούμε σε επόμενο άρθρο μας.
*Ομ. καθηγήτρια Φιλοσοφίας, συγγραφέας
Η ανάγκη μιας φτηνότερης για το κράτος και την ελληνική οικογένεια εκπαίδευσης επιβάλλει ρυθμίσεις που επιφέρουν μείωση των σχετικών δαπανών, πράγμα κατανοητό, αλλά καμιά μεταρρύθμιση στην Παιδεία ή στην Υγεία δεν θα είχε νόημα, χωρίς επάρκεια σε δασκάλους, καθηγητές, γιατρούς, νοσηλευτές και τα στοιχειώδη για διδασκαλία και θεραπεία. Αντίθετα με τέτοιου είδους ρυθμίσεις, οι μεταρρυθμίσεις απαιτούν ευνοϊκότερες συνθήκες.
Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση λ.χ. του 1964 έγινε σε συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης και πολιτιστικής άνθησης της χώρας.
Η Επιτροπή Διαλόγου για την Παιδεία, μεταξύ άλλων αλλαγών που εισηγήθηκε, όπως την υποχρεωτική διδασκαλία της Αγγλικής, αντιμετώπισε θετικά την πρόταση κατάργησης της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο και τη μετακύλισή της στις δύο τάξεις του Λυκείου, με τη μορφή κατ’ επιλογήν μαθήματος.
Στην περίπτωση υλοποίησης μιας τέτοιας πρότασης, είναι παραπάνω από βέβαιη η αθόρυβη και χωρίς αντιδράσεις εξαφάνιση των Αρχαίων Ελληνικών από τη μέση εκπαίδευση, αφού σε λιγότερο από μια δεκαετία, ως κατ’ επιλογήν μάθημα του Λυκείου, ελλείψει ενδιαφέροντος από τους πάσχοντες γλωσσικά μαθητές, θα αυτοκαταργηθεί, προς μεγάλη ανακούφιση, όχι βέβαια όσων φιλολόγων κάνουν «ιδιαίτερα» Αρχαίων Ελληνικών, αλλά των μαθητών και της τηλεπαρουσιάστριας που διερωτήθηκε παραστατικότατα τι σχέση έχουν τα νέα ελληνικά με τα αρχαία και τι είδους λογική είναι αυτή που συνδέει την εκμάθηση των μεν με τη διδασκαλία των δε.
Παρά τη νομοθετική ρύθμιση του μονοτονικού, τις μεταγλωττίσεις κλασικών λογοτεχνικών κειμένων του 19ου αι., τις φρενήρεις όσο και ωμές επεμβάσεις στην ιστορική ορθογραφία των ελληνικών λέξεων, το πρόβλημα της γλώσσας τα τελευταία χρόνια διογκώνεται συνεχώς σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Προκύπτει, έτσι, εύλογα το ερώτημα μήπως προτάσεις για κατάργηση των Αρχαίων Ελληνικών ή μείωση των ωρών διδασκαλίας τους στο Γυμνάσιο δεν συμβάλλουν στη λύση του προβλήματος της γλώσσας, αλλά στην όξυνσή του, αφού στο ψευδοδίλημμα «Αρχαία ή Νέα Ελληνικά» απαντούν «Νέα Ελληνικά και Αγγλικά».
Πρόκειται για παρακινδυνευμένη και, τολμώ να πω, άκριτη απάντηση, αφού δημιουργεί σοβαρότερα προβλήματα από όσα επιδιώκει να λύσει.
Γιατί, μπορεί να ανακουφίζει οικονομικά την ελληνική οικογένεια, αν σκεφτεί κανείς τι της κοστίζουν τα φροντιστήρια, αλλά δεν θεραπεύει τα μαθησιακά προβλήματα που προκαλεί η ελλιπής κατάρτιση δασκάλων και καθηγητών, που ναι μεν ελέγχονται ως προς της διδακτέα ύλη, όχι όμως ως προς την επάρκεια και τον τρόπο διδασκαλίας τους.
Πολλά από όσα δεν γίνονται σωστά, αντί να τα διορθώνουμε, είθισται να τα καταργούμε. Έτσι, αντί να βελτιώσουμε τον τρόπο διδασκαλίας των Αρχαίων ώστε να μη χρειάζεται η παραπαιδεία, καταργούμε το μάθημα.
Με την ίδια λογική, καταργούμε τις εξετάσεις και των υπόλοιπων μαθημάτων και με την ίδια λογική καταργήσαμε στο παρελθόν την αξιολόγηση του έργου των εκπαιδευτικών μέσα στην τάξη.
Παρά τα τεράστια ποσά που δαπανήθηκαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες για την εκπόνηση παιδαγωγικών προγραμμάτων και την ενίσχυση των παιδαγωγικών σπουδών, μεμονωμένα εκπαιδευτικά ζητήματα συνεχίζουμε να τα αντιμετωπίζουμε σαν να ήταν γόρδιοι δεσμοί, που, όντως, άλυτοι, απαιτούν για να λυθούν τη μέθοδο του σπαθιού.
Με αυτή τη μέθοδο προτάθηκε η κατάργηση των Αρχαίων Ελληνικών από το Γυμνάσιο, ως εάν να ήταν άχρηστη και άσκοπη η διδασκαλία τους ή άλυτα τα μαθησιακά προβλήματα που δημιουργεί.
Είναι γνωστό πως όταν η γλώσσα γίνεται ξανά και ξανά αντικείμενο προβληματισμού, κάθε άλλος προβληματισμός αναστέλλεται. Αυτό υπάρχει κίνδυνος να συμβεί με τις έντονες αντιδράσεις που δικαιολογημένα προκάλεσαν και θα συνεχίσουν να προκαλούν βλέψεις, προτάσεις ή σχέδια που μετατρέπουν την ιστορία της ελληνικής γλώσσας σε πανεπιστημιακή ειδικότητα για ολίγιστους.
Γιατί αποτέλεσμα τέτοιων (ανήκουστων, για άλλες χώρες) προτάσεων θα ήταν οι νεότερες γενιές να αποκοπούν εντελώς από το μεγαλύτερο μέρος γραπτού και προφορικού λόγου που αρθρώθηκε μέχρι τις αρχές του 20ού αι., σαν να ξεγράφαμε εμείς οι ίδιοι μιαν αξιοζήλευτη ιστορία πολιτισμού και γραμμάτων πολλών αιώνων. Σε ούτε δυο γενιές, θα έχουμε γλωσσική αποξένωση στο τετράγωνο και τέτοια εκφραστική πενία που καμιά ξένη γλώσσα δεν θα μας έσωζε.
Μήπως εν αγνοία μας επαναφέρουμε αντεστραμμένο το περίφημο γλωσσικό ζήτημα που με τα πολλά είχαμε καταφέρει να ξεπεράσουμε; Στο ζήτημα αυτό θα αναφερθούμε σε επόμενο άρθρο μας.
*Ομ. καθηγήτρια Φιλοσοφίας, συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου