Διάβασα πολύ Μίκυ Μάους…
Πολυαγαπημένα, πολυδιαβασμένα, βιβλία που μας διαμόρφωσαν ή μας στήριξαν σε δύσκολες στιγμές. Πρόσωπα της γραφής ξεφυλλίζουν την «αυτοβιογραφική» βιβλιογραφία τους.
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
**************************************
Η φιλόλογος και ποιήτρια Γεωργία Τριανταφυλλίδου, αν και Θεσσαλονικιά, από το 2000 πολιτογραφήθηκε λογοτεχνικά Καβαλιώτισσα ―μια πόλη με μακρά και πολύτροπη πεζογραφική και ποιητική παράδοση, αλλά και ζώσα, δυναμική παρουσία.
Εδώ η Τριανταφυλλίδου ξεσκονίζει σε βάθος χρόνου το αναγνωστικό της «προσκέφαλο»: από τα εικονογραφημένα Μίκυ Μάους έως τον αφυπνιστικό Καραγάτση της εφηβείας, αλλά και από τις φοιτητικές μαθητείες και εμμονές έως τους σπουδαίους μεσοπολεμικούς ποιητές.
Η Τριανταφυλλίδου ελίσσεται ανάμεσα σε Μπουλγκάκοφ, Βουτυρά, Γκανά, Καψάλη, Μπολάνιο, αλλά και το «Εντευκτήριο» του ακάματου Γιώργου Κορδομενίδη, για να ομολογήσει ότι αυτά που τη σφράγισαν εντέλει είναι αθέατα, βραδυπορούντα και ανομολόγητα.
❖ ❖ ❖ ❖ ❖
Θυμάμαι ότι παραμονή της ονομαστικής γιορτής του πατέρα μου, στις 21 Μαΐου, βγάζαμε όλα τα βιβλία από τη βιβλιοθήκη στο σαλόνι και τα ξεσκονίζαμε. Η μητέρα μου μάς έδινε από ένα ξεσκονόπανο, σ’ εμένα και τη μεγαλύτερη αδερφή μου, και πιάναμε όλες μαζί δουλειά.Τότε πίστευα ότι αυτό συνέβαινε γιατί στη ράχη των δερματόδετων τόμων υπήρχε γραμμένο με χρυσά γράμματα το όνομά του: Κων/νος Χ. Τριανταφυλλίδης. Tα βιβλία του πατέρα μου, που η μάνα μου ξεσκόνιζε σχολαστικά αλλά ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να τα διαβάσει, ήταν τα βιβλία που έπιασα στα χέρια μου και κανάκεψα στις 4 πρώτες τάξεις του Δημοτικού, τα ξεφύλλισα, τα μύρισα, τα θαύμασα. Αρκετά χρόνια αργότερα θα έπεφτα με τα μούτρα στην ανάγνωσή τους.
Επιμένω όμως να λέω ότι με καθόρισαν περισσότερο στα χρόνια που παρέμειναν «αδιάβαστα». Για παράδειγμα, Απαντα Τολστόι και Ντοστογιέφσκι. Σουρή και Βιζυηνού. Γιατί κάποιος να τα θέλει όλα από κάποιον συγγραφέα; Αυτό καταλάβαινα ότι σήμαινε το Απαντα. Τα θέλω όλα. Και γιατί, ενώ διάβαζε συστηματικά άλλα βιβλία και άλλους συγγραφείς, είχε πάντα στο κομοδίνο δίπλα του τον «Ηλίθιο»;
Ο πατέρας μου με τις συνήθειές του μού «δίδαξε» ότι η ανάγνωση μπορεί να είναι καταβρόχθισμα αλλά και το ίδιο τσιμπολόγημα για χρόνια. Να το πω καλύτερα: ότι διάβασμα πάει να πει ξαναδιάβασμα. Και πως μπορείς, επίσης, να διαβάζεις παράλληλα. Ηδη ομολόγησα την κληροδοτημένη μανία με τους Ρώσους κλασικούς, τη σατιρική ποίηση και τον Βιζυηνό.
Μην τρελαθούμε, όμως. Διάβασα Μίκυ Μάους. Πολύ Μίκυ Μάους την περίοδο που το τεύχος έκανε πέντε δραχμές. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού στη Θεσσαλονίκη μέχρι να φύγουμε, πρώτα από λίγο στα χωριά των γονιών και κατόπιν Χαλκιδική, έπρεπε να κάνουμε απόλυτη ησυχία στο διαμέρισμα γιατί η ηλικιωμένη κυρία Ευαγγελία στον δεύτερο διαμαρτυρόταν με το παραμικρό κι αυτή η ησυχία, φυσικά, ήταν εξαγοράσιμη. Κόστιζε «μαμά, πέντε δραχμές» στο χέρι και βουρ για το ψιλικατζίδικο του κυρίου Τζίμα. Ποτέ Ποπάυ, ποτέ Σεραφίνο ή Τιραμόλα. Μονάχα Μίκυ Μάους.
Τις ώρες της υποχρεωτικής σιωπής, η ανάγνωση των ηχομιμητικών αποδόσεων των πτώσεων, των δεινοπαθημάτων, των απογνώσεων και της κάθε λογής σκανδαλιάς των παπιοποντικών εκτόνωνε κάπως μέσα μου τον καταναγκασμό της μεσημβρινής αλαλίας. Τα Μίκυ Μάους με την υπερβολή τους μού έκοψαν υποσυνείδητα τη φόρα ως προς τη χρήση του επιφωνηματικού ω στην ποίηση, παρ' όλο που καίγομαι να το χρησιμοποιήσω γιατί και πάλι τα Μίκυ Μάους υπήρξαν για μένα η αποθέωση του αχ και βαχ, του γκλουκ και γκρρρ, του ζντουπ και μπαμ.
Το πράσινο «Ανθολόγιο κειμένων». Μακράν το πρώτο πιο αγαπημένο εξωσχολικό ανάγνωσμα που διένειμε δωρεάν… το Δημοτικό Σχολείο. Σπανίως διδασκόμασταν από 'κεί, παρ' όλο που η τάξη, γύρω στην Τρίτη ήμασταν, πέθαινε για κάτι διαφορετικό. Μια χαρά το σχολείο πέρασε το μήνυμα που στις επόμενες τάξεις η εμπέδωσή του θα κατέληγε τσιμεντένια στο κεφάλι μου: σχολικό διάβασμα και αναγνωστική απόλαυση αγκαζέ δεν πάνε. Ισως κάποιο επίμονο κόρτε στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου. Και μη παρέκει.
Kάπου στην Τρίτη Γυμνασίου με επισκέφτηκε ο Καραγάτσης. Τον διάβαζα φανατικά μέχρι το τέλος του Λυκείου. Ο Καραγάτσης είναι η πρώτη ολοκληρωμένη σειρά Απάντων στη βιβλιοθήκη μου, αγορασμένη αποκλειστικά με το χαρτζιλίκι μου. Τους ερωτεύτηκα όλους. Και τον Λιάπκιν και τον Βασίλη Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν, τον Μίχαλο Ρούση, τον αντιπλοίαρχο Βασίλη Λιάσκο. Βυθίστηκα στην ηδυπάθεια.
Ο Καραγάτσης ήταν αγαπημένη λογοτεχνία και το απελευθερωτικό μου πορνοανάγνωσμα μαζί. Τώρα «νομιμοποιούμαι να προχωρήσω στις ενστάσεις, δίχως το φόβο να παρεξηγηθώ… γιατί ξεκίνησα τότε που έπρεπε απ’ την παραδοχή κι αποδοχή ενός άγριου, ασυμφιλίωτου, τρικυμισμένου, οργίλου, όσο κι εύρωστου κι ευφάνταστου ταλέντου… γιατί λούστηκα στην ώρα του το φαινόμενο της πιο προικισμένης θεομηνίας σελίδων της ελληνικής πεζογραφίας».
Σατιρικός Σολωμός με διδάσκουσα την Ελένη Τσαντσάνογλου. Αλλά και Σολωμός σε κάθε έκφανση. «Οδύσσεια» με Μαρωνίτη. Η ανίατη αφοσίωση του Τάσου Κόρφη στον Μεσοπόλεμο και η ανακάλυψη του Παπανικολάου, του Λαπαθιώτη, του Φιλύρα, του Εμμανουήλ, του Δρίβα και και… «Ο μετρ και η Μαργαρίτα» του Μπουλγκάκοφ. Τα διηγήματα του Δημοσθένη Βουτυρά. Η «Ανθοδέσμη» των Μιχάλη Γκανά, Διονύση Καψάλη, Γιώργου Κοροπούλη, Ηλία Λάγιου. «Πουτάνες φόνισσες» του Μπολάνιο.
Ισως παρέλειψα τα πιο σημαντικά. Τα καθοριστικά να παραμένουν ανομολόγητα. Ισως το πιο σημαντικό να είναι εκείνο το βιβλίο που θα μου έρθει κατακέφαλα τακτοποιώντας ένα βράδυ τα ράφια της βιβλιοθήκης μου και θα με κάνει να ξεχάσω μια και καλή όλα τα βιβλία που διάβασα.
Η απουσία, ενδεικτικά του Σέξπιρ, του Δάντη, του Μπόρχες, του Καλβίνο, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Εμπειρίκου, του Εγγονόπουλου δεν είναι πόζα. Ούτε η αναφορά στο περιοδικό «Εντευκτήριο» του Γιώργου Κορδομενίδη θα ήταν ενός είδους ελιτισμός. Αλλά αποφάσισα να αναφέρω πρόχειρα τα βιβλία που έδειξαν εμένα και για μια «στιγμή μυτερού φωτός», όχι παραπάνω, κατάλαβα ποια είμαι.
Τελευταίο βιβλίο της Γ. Τριανταφυλλίδου είναι η ποιητική συλλογή «Δικαίωμα προσδοκίας» (Αγρα, 2008)
_____________________________
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Γ. Τριανταφυλλίδου: Τέσσερα ποιήματα
Από τη συλλογή «Δικαίωμα προσδοκίας», εκδ. ΑΓΡΑ
Πηγή: ppirinas.blogspot.gr (ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ)
ΠΑΡΑΛΙΑΚΑ
Νεόδμητο πάθος αφόρητο
με πουλιά και γυαλιά και
μέταλλα.
Πότε κελαηδισμός
πότε καθρέφτισμα
περαστικό.
Και πότε ατσάλινος
πανικός
όταν οι μηχανές των
σωμάτων δουλεύουν ασταμάτητα
αγκομαχώντας ν’
ανεβάσουν τα φορτία των ορέξεων.
(Κόκκινοι, μπλε γερανοί
αδειάζουν ατελείωτα
στο λιμάνι της πόλης.)
Τότε
νεόδμητο πάθος μου
αφόρητο
υψώνεσαι κεντρικά
σα να μη συμβαίνει
τίποτε
σα μικρά πλουμιστά
ψαροκάικα
κυλούν αδιάφορα, κυλούν
ατάραχα
στο μέσον μιας πυρετικής
διαδικασίας.
ΙΔΑΝΙΚΟΣ Α.Η. ΔΡΑΜΗΝΟΣ
Ήταν ωραίος. Μύριζε
παιδικό σαπούνι.
Για χρόνια τα χελιδόνια
οσμίζονταν αλάνθαστα
ώσπου τα μαλλιά του
προσπέρασαν τον Μάρτιο
κι ο ουρανός σκίστηκε
άκαιρες ψαλιδιές.
Ήταν νέος. Σίγουρος για
το τέλος του παιχνιδιού
με το μαχαίρι να φέρνει
βόλτες γύρω από το σώμα
μα να πληγώνει βαθιά το
στρώμα.
Μαρτύρησε έκπληκτος στην
πόλη που γεννήθηκε
κι ούτε κανείς μαρτύρησε
ποτέ την έκπληξή της.
ΟΙ ΑΝΑΓΙΓΝΩΣΚΟΝΤΕΣ ΜΕΤΑ
ΠΟΘΟΥ
Το καράβι που πηγαίνει
στη Σάμο
όλη νύχτα ταξιδεύει
κι απ’ την άλλη μέρα
κλέβει ως τη μέση.
Είν’ ο «Αλκαίος»
τρεχάτος πάνω στη θάλασσα
όπως σε σχολικούς αγώνες
δρόμου
τα χοντρά, πεισματάρικα
παιδιά.
Διαβάζω και δαγκώνω τα
χείλια μου.
Έξω απ’ τη Λήμνο σκοτώνω
την πλήξη μου
βαφτίζοντας αστέρια.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ
Ας θέσω της αγάπης
ασήμαντους όρους
σκαλιστά φτερά, όστρακα
κι ερωτιδείς.
Ας σταθώ επιτέλους σε
ανήθικους χώρους.
Στη ζωή μου ας χαρίσω
μια ελαφρότερη στέγη
καμωμένη από πέτρες και
φτηνά υλικά.
Ας στραφώ, παραδόξως, προς
ό,τι με θέλγει.
Ας χτίσω ναό για ιέρειες
εξώλης
που θα φεύγουν την
άνοιξη τρελαμένα πουλιά.
Ας πιαστεί στην ουρά τους
το φουστάνι της πόλης.
Ας στηρίξω την αίσθηση
με χίλιες νευρώσεις
ν’ απαλύνουν τον όγκο
που σηκώνει το βάρος.
Κι ας γκρεμίσω μεμιάς μόλις
λίγο ιδρώσεις.
Ας φταίω που κυλιέσαι σ’
ανοιχτό οικοδόμημα
και θηρία σ’ ορέγονται
με χαίτη πυκνή.
Αν σου γλείψω τα αίματα,
θα μου πλύνεις το ανόμημα;
Ένα βράδυ όλο κι όλο
βραδιάζει στη γη.
______________________________________________
Μπορείτε ακόμη να διαβάσετε:
Γεωργία Τριανταφυλλίδου, «Γέμισε ο τόπος πεινασμένες καρδιές».
Ή μία ακόμη αναφορά στο «Δικαίωμα προσδοκίας»:
και
Γεωργία Τριανταφυλλίδου, «Ο ποιητής έξω»:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου