«Το ακάνθινο στεφάνι»
Ευχές γεμάτες άγχος και πάθος, κατάρες γεμάτες αγωνία και πόθο. Γλώσσα ωμή, σχεδόν χυδαία, κείμενα που είναι προτιμότερο να τα ακούς, παρά να τα διαβάζεις. Ετσι σχολιάζει ο Αντρέ Μπερνάρ («Οι Ελληνες Μάγοι») τις πινακίδες και τα φυλαχτά, τις αρατικές επιγραφές που συνοδεύουν τα καταδεσμικά ειδώλια, τα ξόρκια του έρωτα που είχαν σκοπό να δέσουν κάποιον με τα «δεσμά του έρωτα» ή και να προκαλέσουν χωρισμό, αναπηρία, αλαλία, θάνατο, αλλά και αιώνια τιμωρία.Με αυτήν την καταδεσμική παράδοση και τις μετέπειτα επιβιώσεις της συνδιαλέγεται ο σύγχρονος «Κατάδεσμος» του Θωμά Κοροβίνη, ένας κατάδεσμος που «σκαρώνεται» τελετουργικά ή «ψέλνεται» ως «εξάψαλμος» κάπου στη σύγχρονη Θεσσαλονίκη.
«Ψες τα μεσάνυχτα» αυτός κουβάλησε στο σπίτι μια κουστωδία από μέθυσους φαμελιάρηδες, οι οποίοι, αφού γλεντοκόπησαν χυδαία, μπήκαν κρυφά στο δωμάτιό της να τη γαμήσουν. «Εψές το μεσημέρι», την ώρα που αυτή τηγάνιζε κεφτέδες, αυτός όρμησε να τη χουφτώσει. Να οι αφορμές για τον σπαρταριστό μονόλογο της ηρωίδας, η οποία, μετά από δεκαετίες τυραννική έγγαμη ζωή, αίφνης εκρήγνυται. Απύλωτο το στόμα της ανοίγει και σχεδόν δεν ξανακλείνει, εκτοξεύοντας μια αρμαθιά βρισιές, μια χιονοστιβάδα από κατάρες.
Μάγισσα μονολογίστρια η Ζηνοβία Διαμαντίδη ή Αλμάζοβα του Λέοντος και της Ερμίνας. Βασανισμένη και, άρα, «γυναίκα ιερή», αν και ιέρεια του έρωτα, κοινώς βιζιτού, φέρει βαρέως στο κεφάλι της το «ακάνθινο στεφάνι» ενός γάμου που της έχει καταστρέψει τη ζωή.
Απέναντί της, παρών–απών, σιωπηλό καταδεσμικό ειδώλιο, ο άντρας της ζωής της. Πραξιτέλης Σαντζάκογλου-Σημαιοφορίδης, ψωλοδίαιτος απατεώνας, εγκληματίας και παπατζής, αμετανόητος φαυλόβιος μορφονιός και ζιγκολιάρης πισωπορτίστας σαδίστας, σαβουρογαμίας, αρσενοκοίτης και κτηνοβάτης, «άσσος στη ρουφιανιά, την πουτανιά και την κακία». Εν ολίγοις, ένα αποκτηνωμένο ρεμάλι, αυτοπροσώπως «ο διάβολος της Σαλονίκης».
Και ο αναγνώστης αφήνεται απολαυστικά στην ακατάσχετη λογόρροιά της, καθώς η μνήμη ανασκαλεύει τη ζωή της: από το πρώτο χούφτωμα και τον γάμο τους ή από το πώς της έφαγε το κομπόδεμα και πούλησε το παιδί τους, μέχρι τη μετατροπή της, για εκδίκηση, σε καυλομούνα Αγία Κερατία. Δεν έχει τέλος ο κατάλογος των αμαρτημάτων του Πραξιτέλη, ο οποίος μόλυνε ακόμα και κάθε έκφανση τέχνης: μουνοποέτας με τα «Μουσικά μουνοδίστιχα», συγγραφεύς με το θεατρικό «Τριχοπτώσεις», ατζαμής μπουζουξής και ντεμέκ ζωγράφος του δρόμου…
Στο τώρα του μονολόγου της, η επαναστατημένη Ζηνοβία, που φέρει το όνομα της διάσημης «Κλεοπάτρας της Συρίας», προσεύχεται για τον κολασμό του «από βάθους καρδίας». Προσβλέποντας στο τέλος του «βασιλείου της απατεωνίας του», σε αυτόν ή στον άλλο κόσμο αδιάφορο, θ’ αφήσει τον κατάδεσμό της ατέλειωτο.
Κείμενο διάστικτο από στίχους, παροιμίες και μπινελίκια, γλώσσα γεμάτη ιδιόλεκτα του περιθωρίου και παραφθαρμένα στοιχεία υψηλού ύφους (από τις Γραφές ή μεγάλους συγγραφείς). Ανεξάντλητες πηγές, ο κινηματόγραφος, τα λαϊκά περιοδικά, το ρεμπέτικο τραγούδι, η ιστορία της περιθωριακής Θεσσαλονίκης.
Στοιχεία γνωστά σε ρεαλιστικές ή και νατουραλιστικές εκδοχές της σύγχρονης πεζογραφίας, αν και, εδώ, σε ασύνηθη συγκέντρωση από έναν αλκοολικό της γλώσσας. Κι όταν η τελευταία πάρει φόρα, οι φράσεις κατηφορίζουν και αναδιπλώνονται σε επαναλαμβανόμενους κύκλους, ενώ επιστρατεύονται όλα τα ρητορικά σχήματα, με το θερμόμετρο του ύφους ν’ ανεβαίνει.
Παρηχητικά παίγνια, τριαδικά σχήματα, ρυθμικές επαναλήψεις συνταγμάτων, ονοματοποιίες, λέξεις που λειτουργούν με τη δύναμη των ασυναρτησιών ενός μαγικού κατάδεσμου. Ετσι το «νυμφομανής» εκβάλλει στο «εριφιομανής», τα «κουτουπώματα» ριμάρουν με «τα χαμηλά πατώματα», οι «Ρουβάδες» με τους «χαλβάδες», η «κουστωδία» μεταμορφώνεται σε «πουστωδία», ο Ζαρατούστρα γίνεται «Ζαραπούστρα».
Ο συνειρμικός μονόλογος του γυναικείου χαρακτήρα, η τεχνητή, σε διαφορετικό βαθμό, γλώσσα, αλλά και η πλούσια αφηγηματικότητα μου έφεραν στον νου το μουρμουρητό της Νίνας και της κυρα-Εκάβης από το μακρινό «Τρίτο στεφάνι» (1962) του Ταχτσή: σε πρώτο πλάνο πάλι τα οικογενειακά δράματα της μικροϊστορίας, και πίσω, ακούραστη, η παράτα της μεγάλης Ιστορίας. Μέχρι τη δεκαετία του 1970 καταδύεται η Ζηνοβία που κινεί τη μνήμη της στη γνωστή τοπογραφία της Θεσσαλονίκης, ο χρόνος της ιστορίας όμως βυθίζεται πίσω στην Κατοχή για να εκβάλει σ’ ένα πολύ κοντινό μας παρόν.
Ομως ο κοροβίνειος «Κατάδεσμος» είναι ένα εμφανώς κατασκευασμένο κείμενο. Ενα είδος θεατρικής ρητορικής άσκησης για στόμα και αυτί. Μια χιουμοριστική, σαρκαστική, ηθοποιία.
Στον «Κατάδεσμο» σκιαγραφούνται πρόσωπα, τα οποία, βυθισμένα στα φρικτά ιδεολογήματα που τα έχουν καθορίσει, συγκεντρώνουν διογκωμένα μέχρι το γκροτέσκο τα ακραία χαρακτηριστικά του σύγχρονου Ελληνα. Εξού τα σόγια που δεν αποτελούν παρά ανεμομαζώματα-διαβολοσκορπίσματα της ελληνικής και δη της βορειοελλαδίτικης ιστορίας, ο κρατυλισμός της ονοματοδοσίας (η θεούσα Θεοδοσία κ.λπ.), εξού, τέλος, η ιλαρότητα αυτής της λούμπεν εκδοχής της αέναης ανθρώπινης κωμωδίας.
Ωστόσο, τίποτα δεν προδίδει καλύτερα την πραγματική φρίκη που κρύβεται κάτω από την ιλαρή επιφάνεια του κειμένου, από τον πολιτικό χαμαιλεοντισμό του «κομματικού σαλταπήδα» Πραξιτέλη, ο βίος και η πολιτεία του οποίου συναγωνίζεται μόνο το ελεεινό βιογραφικό του τρισελεεινού Κατσαντώνη ή του διδύμου του, Καπάνταη του Κοτζιά: απόγονος μαυραγοριτών και ταγματασφαλιτών, κρυφοχαφιές στη χούντα και καραμανλικός στη μεταπολίτευση, διορίστηκε, με πλαστό απολυτήριο Λυκείου, κλητήρας στην Εθνική, την εποχή των πρασινοφρουρών. Και τώρα;
Αφού για χρόνια «μητσοτακόφερνε» ή «σαμαρόφερνε», σήμερα κάνει παρέα με υπουργούς, βουλευτές, παράγοντες ποδοσφαίρου και καλλιτέχνες του συρμού, παριστάνοντας τον αριστερό: «Με τα τσιπρολαγνικά τσιπρίζει ανερυθρίαστα…». «Φρίκη φρίκη» σχολιάζει η Ζηνοβία, φτάνοντας ακριβώς στην καρδιά του σκότους αυτού του «επαίσχυντου τόπου».
Και κάπως έτσι το εξπρεσιονιστικό πορτρέτο του ειδώλου μας στον καθρέφτη ολοκληρώνεται. Ο πρώην καλλονός και νυν ποντικομούρης, που περιδρομιάζει τον αγλέουρα και πίνει τον άμπακο, αποδεικνύεται «τσόφλι», «φούσκα» και «νούμερο». Στον κομπασμό του ότι ο «Μπουκόφσκι είναι πατιτούρα του», η Ζηνοβία του αρνείται ακόμα και το στάτους του λογοτεχνικού ήρωα: «Δεν είσαι καταραμένος, ούτε άνθρωπος της μοίρας ούτε μοιραίος ούτε άμοιρος, απλώς ένα αυτοδημιούργητο λέσι που ούτε ο Μπουκόφσκι θα πόνταρε πάνω του, ίσως η επιθεώρηση του παλιού καιρού κι αυτό επί το σούπερ ελαφρόν».
*************************
Ως
πότε θα μας δουλεύεις; Κάνεις και τον άνεργο, το διαλαλείς, "είμαι θύμα
της κρίσης". Ποιάς κρίσης θύμα, βρε θύτη άκριτε; Που δεν είσαι και
άνεργος. Άεργος είσαι και ήσουν μια ζωή, χαραμοφαγά. Μουνί κλαμένο! Ε,
μουνί κλαμένο. Ξεχαρβαλωμένη καπότα, ψωλόμυαλε τενεκέ. Μαρτύρησα στα
χέρια σου, αλητόπουστα. Και τί λες μέσα σου τώρα δα; "Και πού είσαι
ακόμα!" θα λες. Αμ δε! Όχι! Δε θα σου περάσει, ζωντόβολο. Έφαγες πολλούς
κι εμένα, τύραννε άσπλαχνε, μα θα το βρεις από μένα, θα το βρεις
άσχημα, όχι απ' το Θεό, απ' τα χέρια μου, αναίμακτε δολοφόνε.
Δε φταίω εγώ που είσαι μαμάκιας. Δε φταίω εγώ που είσαι κλαψομούνης. Δε φταίω εγώ που είσαι μουνοποέτας. Δε φταίω εγώ που είσαι σαβουρογαμίας. Δε φταίω εγώ που βατεύεις γίδες, ξένες και δικές, χώρια τα ανήλικα τραγόπουλα που αποπλανείς με μια χούφτα σανό. Δε φταίω εγώ που είσαι ψωλοδίαιτος και βγάζεις χαρτζιλίκι βολεύοντας χήρες εσχατόγριες και παροπλισμένα καυλόπουρα. Ούτε και φταίω που καταπίνεις τον αγλέουρα και από Τζαίημς Ντήν κατήντησες Φραγκίσκος Μανέλης στα χειρότερά του. Φταίω εγώ που σε παντρεύτηκα, γαμώ το κέρατό μου, γαμώ!
Δε φταίω εγώ που είσαι μαμάκιας. Δε φταίω εγώ που είσαι κλαψομούνης. Δε φταίω εγώ που είσαι μουνοποέτας. Δε φταίω εγώ που είσαι σαβουρογαμίας. Δε φταίω εγώ που βατεύεις γίδες, ξένες και δικές, χώρια τα ανήλικα τραγόπουλα που αποπλανείς με μια χούφτα σανό. Δε φταίω εγώ που είσαι ψωλοδίαιτος και βγάζεις χαρτζιλίκι βολεύοντας χήρες εσχατόγριες και παροπλισμένα καυλόπουρα. Ούτε και φταίω που καταπίνεις τον αγλέουρα και από Τζαίημς Ντήν κατήντησες Φραγκίσκος Μανέλης στα χειρότερά του. Φταίω εγώ που σε παντρεύτηκα, γαμώ το κέρατό μου, γαμώ!
[Κατάδεσμος . Απόσπασμα]
Ο "Κατάδεσμος" είναι ο σπαρταριστός μονόλογος μιας γυναίκας απ' τη Θεσσαλονίκη, που ύστερα από αρκετές δεκαετίες τυραννικής έγγαμης ζωής εκρήγνυται σ' ένα σπαρακτικό και σαρκαστικό ξέσπασμα, στήνοντας απέναντί της τον σύζυγό της, στην προσωπικότητα του οποίου αποδίδει τα χειρότερα αντρικά ελαττώματα καθώς και ποικίλες άλλες παραδοξότητες. Στο λόγο της Ζηνοβίας, που έχει ύφος αποτροπιαστικό ενώ παράλληλα λειτουργεί ως αυτοκάθαρση, σκιαγραφείται στην ακραία της εκδοχή η χειρότερη εικόνα του σύγχρονου Έλληνα μέσα από συμβιβασμούς, ιδιοτελείς επιλογές, φαλλοκρατικές εμμονές, ακραίες ερωτικές προτιμήσεις και μια απόλυτα αμοραλιστική συμπεριφορά.
Ο "Κατάδεσμος" είναι ο σπαρταριστός μονόλογος μιας γυναίκας απ' τη Θεσσαλονίκη, που ύστερα από αρκετές δεκαετίες τυραννικής έγγαμης ζωής εκρήγνυται σ' ένα σπαρακτικό και σαρκαστικό ξέσπασμα, στήνοντας απέναντί της τον σύζυγό της, στην προσωπικότητα του οποίου αποδίδει τα χειρότερα αντρικά ελαττώματα καθώς και ποικίλες άλλες παραδοξότητες. Στο λόγο της Ζηνοβίας, που έχει ύφος αποτροπιαστικό ενώ παράλληλα λειτουργεί ως αυτοκάθαρση, σκιαγραφείται στην ακραία της εκδοχή η χειρότερη εικόνα του σύγχρονου Έλληνα μέσα από συμβιβασμούς, ιδιοτελείς επιλογές, φαλλοκρατικές εμμονές, ακραίες ερωτικές προτιμήσεις και μια απόλυτα αμοραλιστική συμπεριφορά.
Κριτικές - Παρουσιάσεις |
Αντώνης Μποσκοΐτης, Θωμάς Κοροβίνης: «Άκουσε, εγώ είμαι Θεσσαλονικιός και δεν μπορείς να μου πεις εσύ τι θα γκρεμίσω και τι θα κρατήσω», "Lifo", 12.6.2016 Νίκος Δαββέτας, Οι λαϊκοί ήρωες της Θεσσαλονίκης, "Η Καθημερινή", 28.5.2016 Διώνη Δημητριάδου, Ο κατάδεσμος, www.vakxikon.gr, Μάιος 2016 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου