One of the greatest portraitists in the history of photography, Julia
Margaret Cameron (1815--1879-British ) blended an unorthodox technique,
a deeply spiritual sensibility, and a Pre- Raphaelite--inflected
aesthetic to create a gallery of vivid portraits and a mirror of the
Victorian soul.
When she received her first camera in December 1863 as a gift from her daughter and son-in-law, Cameron was forty-eight, a mother of six, and a deeply religious, well-read, somewhat eccentric friend of many notable Victorian artists, poets, and thinkers. "From the first moment I handled my lens with a tender ardour," she wrote, "and it has become to me as a living thing, with voice and memory and creative vigour." Condemned by some contemporaries for sloppy craftsmanship, she purposely avoided the perfect resolution and minute detail that glass negatives permitted, opting instead for carefully directed light, soft focus, and long exposures that allowed the sitters' slight movement to register in her pictures, instilling them with an uncommon sense of breath and life.
*****************
(Κεϋλάνη 1815 – 1879)
Οι γονείς της, πατέρας αυταρχικός αξιωματικός του Βρετανικού στρατού και η μητέρα της καλλιεργημένη Γαλλίδα αριστοκράτισσα, συνέβαλλαν στη διαμόρφωση του δυναμικού, αλλά ευαίσθητου χαρακτήρα της.
Παντρεύτηκε τον πολύ μεγαλύτερό της, πλούσιο και ανοιχτό άνθρωπο, Charls Cameron, ο οποίος ενθάρρυνε τις καλλιτεχνικές της τάσεις. Οι φιλολογικές βραδιές που οργάνωναν στο σπίτι τους, οι συχνές επισκέψεις ζωγράφων, ποιητών και επιστημόνων, η μελέτη λογοτεχνικών βιβλίων και η συχνή αλληλογραφία της για θέματα τέχνης, με δεκάδες σημαντικούς ανθρώπους από όλο τον κόσμο, συνέτειναν για να αναπτυχθεί η δική της καλλιτεχνική δημιουργία, μέσω της φωτογραφίας.
Σε ηλικία 48 ετών, της χάρισε η κόρη της μια φωτογραφική μηχανή και αφού οργάνωσε στούντιο στο σπίτι της, φωτογράφισε με πάθος τα παιδιά της, φίλους, συγγενείς, υπηρέτες, ανθρώπους του δρόμου. Πάντοτε πορτραίτα, με φυσικό φωτισμό σε κλειστούς χώρους, ντύνοντας συνήθως τα μοντέλα της και σκηνοθετώντας σκηνές φανταστικές.
Με βαθιά πίστη στη καλλιτεχνική αξία του έργου της, δούλεψε ασταμάτητα, φροντίζοντας μάλιστα φωτογραφίες της να εκτεθούν σαν έργα τέχνης. Μόνο τον τελευταίο χρόνο της ζωής της, σε ένα ταξίδι στην Κεϋλάνη -όπου και πέθανε – φωτογράφισε σε εξωτερικούς χώρους πορτραίτα με την ίδια δύναμη και συγκίνηση.
Χωρίς αναφορές σε φωτογραφικό παρελθόν, αλλά με ένστικτο και φωτογραφική ευφυΐα, ξεπερνάει την «ταυτότητα» των προσώπων της, βλέποντας και αποτυπώνοντας αυτό που η ίδια θέλει, πετυχαίνει την μεταμόρφωσή τους και την αιώρηση τους μέσα στο χρόνο.
**************
Δείτε επίσης : Julia Margaret Cameron, η φωτογράφος που ανακάλυψε το φλου
When she received her first camera in December 1863 as a gift from her daughter and son-in-law, Cameron was forty-eight, a mother of six, and a deeply religious, well-read, somewhat eccentric friend of many notable Victorian artists, poets, and thinkers. "From the first moment I handled my lens with a tender ardour," she wrote, "and it has become to me as a living thing, with voice and memory and creative vigour." Condemned by some contemporaries for sloppy craftsmanship, she purposely avoided the perfect resolution and minute detail that glass negatives permitted, opting instead for carefully directed light, soft focus, and long exposures that allowed the sitters' slight movement to register in her pictures, instilling them with an uncommon sense of breath and life.
*****************
Julia Margaret Cameron
Οι γονείς της, πατέρας αυταρχικός αξιωματικός του Βρετανικού στρατού και η μητέρα της καλλιεργημένη Γαλλίδα αριστοκράτισσα, συνέβαλλαν στη διαμόρφωση του δυναμικού, αλλά ευαίσθητου χαρακτήρα της.
Παντρεύτηκε τον πολύ μεγαλύτερό της, πλούσιο και ανοιχτό άνθρωπο, Charls Cameron, ο οποίος ενθάρρυνε τις καλλιτεχνικές της τάσεις. Οι φιλολογικές βραδιές που οργάνωναν στο σπίτι τους, οι συχνές επισκέψεις ζωγράφων, ποιητών και επιστημόνων, η μελέτη λογοτεχνικών βιβλίων και η συχνή αλληλογραφία της για θέματα τέχνης, με δεκάδες σημαντικούς ανθρώπους από όλο τον κόσμο, συνέτειναν για να αναπτυχθεί η δική της καλλιτεχνική δημιουργία, μέσω της φωτογραφίας.
Σε ηλικία 48 ετών, της χάρισε η κόρη της μια φωτογραφική μηχανή και αφού οργάνωσε στούντιο στο σπίτι της, φωτογράφισε με πάθος τα παιδιά της, φίλους, συγγενείς, υπηρέτες, ανθρώπους του δρόμου. Πάντοτε πορτραίτα, με φυσικό φωτισμό σε κλειστούς χώρους, ντύνοντας συνήθως τα μοντέλα της και σκηνοθετώντας σκηνές φανταστικές.
Με βαθιά πίστη στη καλλιτεχνική αξία του έργου της, δούλεψε ασταμάτητα, φροντίζοντας μάλιστα φωτογραφίες της να εκτεθούν σαν έργα τέχνης. Μόνο τον τελευταίο χρόνο της ζωής της, σε ένα ταξίδι στην Κεϋλάνη -όπου και πέθανε – φωτογράφισε σε εξωτερικούς χώρους πορτραίτα με την ίδια δύναμη και συγκίνηση.
Χωρίς αναφορές σε φωτογραφικό παρελθόν, αλλά με ένστικτο και φωτογραφική ευφυΐα, ξεπερνάει την «ταυτότητα» των προσώπων της, βλέποντας και αποτυπώνοντας αυτό που η ίδια θέλει, πετυχαίνει την μεταμόρφωσή τους και την αιώρηση τους μέσα στο χρόνο.
Μετά από τόσα χρόνια που έζησα κοντά σεΠηγή:www.faos.gr
δημιουργούς, μπορώ επιτέλους να
δημιουργήσω κι εγώ.
**************
Δείτε επίσης : Julia Margaret Cameron, η φωτογράφος που ανακάλυψε το φλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου