Πέμπτη, Μαΐου 21, 2015

Tο ηθικό έλλειμμα της ένοχης συνείδησης

 Γιάννης Καλιφατίδης

 

το ηθικό έλλειμμα της ένοχης συνείδησης


Η περίπτωση ο Πέτερ Χάντκε
και η επιλεκτικότητα με την οποία αντιμετωπίζεται η πολιτική πράξη
Γιάννης Καλιφατίδης

«Έχω κατανόηση για το γεγονός ότι ο κόσμος με συνδέει κυρίως με το Τενεκεδένιο ταμπούρλο. Είναι συνηθισμένο φαινόμενο να ταυτίζουμε τους συγγραφείς με το πρώτο τους έργο. Το ίδιο συμβαίνει και με τους Μπούντενμπροκ του Τόμας Μαν ή με τον Βέρθερο του Γκαίτε – επιτρέπω στον εαυτό μου να συγκριθεί μαζί τους».
Γκύντερ Γκρας, από συνέντευξη στην εφημερίδα Münchner Merkur (12.10.2007)

«Μια ηλιόλουστη μέρα μετέφερα στην αγκαλιά μου ένα παιδί, ντυμένο μ’ ένα μακρύ λευκό φόρεμα, για να το βαφτίσω. Ο δρόμος προς την εκκλησία ανηφόριζε στην απόκρημνη πλαγιά ενός βουνού, μα εγώ κρατούσα σφιχτά το παιδί, με σιγουριά και αποφασιστικότητα. Ξάφνου είδα μπροστά μου ν’ ανοίγεται μια βαθιά ρωγμή στον παγετώνα. Ίσα που πρόλαβα ν’ αφήσω το παιδί στην άλλη πλευρά, προτού γκρεμιστώ στην άβυσσο».1
Αυτό είναι το όνειρο που είδε η Sophie Scholl (1921-1943) την παραμονή της εκτέλεσής της. Η μελλοθάνατη το αφηγήθηκε στη συγκρατούμενή της, μη παραλείποντας να της εξηγήσει το νόημα του απλού αυτού ονείρου που συμβολίζει την ελπίδα και την αναγκαιότητα του ατόμου να υπερβεί τον εαυτό του: «Το παιδί συμβολίζει την ιδέα μας, η οποία θα θριαμβεύσει σε πείσμα όλων των εμποδίων. Εμείς απλώς αναλάβαμε να προετοιμάσουμε το έδαφος, έστω και αν χρειάστηκε να πεθάνουμε γι’ αυτή την ιδέα προτού τη δούμε ν’ ανθίζει».
Αψηφώντας το κλίμα της τρομοκρατίας και έχοντας απόλυτη επίγνωση του κινδύνου που διέτρεχαν, τα αδέλφια Scholl επέλεξαν να ορθώσουν το ανάστημά τους απέναντι στον γίγαντα του ναζισμού που παραμόνευε το άτομο σε κάθε βήμα της κοινωνικής και ιδιωτικής ζωής. Σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα του γερμανικού λαού ο οποίος εγκλημάτησε κατά πράξη ή κατά παράλειψη και είτε συμπορεύτηκε ενεργά με το καθεστώς είτε απλώς σιώπησε στρέφοντας αλλού το βλέμμα του, έδωσαν τη ζωή τους ενάντια στη φρίκη του ολοκληρωτισμού. Παρόμοια κατάληξη είχαν και αρκετοί άλλοι νεαροί αγωνιστές, όπως ο Βάλτερ Κλίνγκενμπεκ (Walter Klingenbeck, 1924-1943) και ο Χέλμουτ Χύμπενερ (Helmuth Hübener, 1925-1942), που σε ηλικία δεκαεννέα και δεκαεπτά ετών, αντίστοιχα, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν από το ναζιστικό καθεστώς. Εν προκειμένω, αξίζει να σημειωθεί ότι πολλοί από τους νεαρούς μάρτυρες δεν προέρχονταν καν από αριστερό οικογενειακό περιβάλλον αλλά είχαν μάλλον γαλουχηθεί με τις αρχές του χριστιανικού ουμανισμού. Θα μετάνιωναν άραγε σήμερα για τις πράξεις τους, αν γλίτωναν τη θανατική καταδίκη; Θα απέδιδαν την αντιστασιακή δράση τους σε μια μετεφηβική απερισκεψία; Ποια ήταν τα κριτήρια που τους έκαναν να διαφέρουν από τη μάζα, σε μια εποχή που άλλοι συνομήλικοί τους σαγηνεύονταν από τον διπλό ρούνο στον γιακά της στολής των Ες Ες;
Ας μην ξεχνάμε ότι οι φάλαγγες των Ταγμάτων Εφόδου απαρτίζονταν από άνδρες άνω των δεκαοκτώ ετών και ότι προπηλάκιζαν με ιδιαίτερο ζήλο Εβραίους, ομοφυλόφιλους, Ρομά και άλλες «εκφυλισμένες» κοινωνικές μειονότητες, με αποκορύφωμα της προπολεμικής εποχής τα πογκρόμ που σημάδεψαν τον Νοέμβριο του 1938 και ιδιαίτερα τη νύχτα μεταξύ 9ης και 10ης του μηνός, τη λεγόμενη Νύχτα των Κρυστάλλων, όταν οι φαιοχίτωνες πυρπόλησαν πάνω από 1.400 εβραϊκές συναγωγές, έσπασαν τις βιτρίνες χιλιάδων εβραϊκών καταστημάτων, έκαναν εφόδους σε αμέτρητα σπίτια Εβραίων και βεβήλωσαν εβραϊκά νεκροταφεία σε όλη την επικράτεια του Ράιχ. Προτού καλά καλά χαράξει η 10η Νοεμβρίου, πάνω από 30.000 Εβραίοι οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου δεκάδες δολοφονήθηκαν ή πέθαναν από τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης.
Το 1942, την εποχή που οι προαναφερθέντες νεαροί αγωνιστές οδηγούνταν στην γκιλοτίνα, ο τότε δεκαπεντάχρονος Γκύντερ Γκρας (Günter Grass), ένας έφηβος αναθρεμμένος με τις αρχές του καθολικισμού, κατατάχθηκε εθελοντικά στη Βέρμαχτ, αν και η σταδιοδρομία του στις ναζιστικές οργανώσεις νεολαίας είχε εγκαινιαστεί ήδη σε ηλικία δέκα ετών, όταν γράφτηκε στο Jungvolk, και αργότερα, στα δεκατέσσερά του, στη Χιτλερική Νεολαία. Στις 10 Νοεμβρίου 1944 στρατολογήθηκε στο ένοπλο σώμα των Ες Ες (Waffen-SS), όπου υπηρέτησε ως γεμιστής στη 10η μεραρχία τεθωρακισμένων «Frundsberg», προτού τραυματιστεί και κρατηθεί για έναν χρόνο σε αμερικανικό στρατόπεδο αιχμαλώτων, έως την απελευθέρωσή του, τον Απρίλιο του 1946.
Χρειάστηκε να περάσουν πάνω από εξήντα χρόνια για να φτάσουμε στον Αύγουστο του 2006 και να ακούσουμε διά στόματος του συγγραφέα, στο αυτοβιογραφικό του έργο Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι, ότι είχε υπηρετήσει για λίγους μήνες στα Waffen-SS.
Έχοντας θέσει το λογοτεχνικό έργο του στην υπηρεσία της μνήμης ενάντια στη λήθη, ο βραβευμένος με το Νομπέλ Λογοτεχνίας (1999) Γκύντερ Γκρας έμοιαζε να προσφέρει σε ένα ολόκληρο έθνος το άλλοθι ότι, επιτέλους, κάποιος άλλος είχε αναλάβει να αναμετρηθεί για λογαριασμό του με το ναζιστικό παρελθόν.
Το μάχιμο μέλος της λογοτεχνικής Ομάδας 47 (Gruppe 47), η φωνή της συνείδησης ενός ολόκληρου έθνους, ο αυτοαναγορευμένος δικαστής με το υψωμένο δάχτυλο, ο άτεγκτος κριτής που αποδίδει την ευθύνη σε όλους τους άλλους, φροντίζοντας να εξαιρεί πάντοτε τον εαυτό του, ο ηθικοδιδάσκαλος που κατέχει την απόλυτη γνώση και δικαιούται να κατηγορεί και να νουθετεί ως έχων τα χέρια καθαρά και τη συνείδηση ήσυχη, ο ένθερμος υποστηρικτής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θιασώτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (S.P.D.), προσωπικός φίλος όχι μόνο του Βίλλυ Μπραντ, για τον οποίο έγραφε μάλιστα και πολλούς από τους πολιτικούς λόγους του, αλλά και του Γκέρχαρντ Σραίντερ, ο άνθρωπος που αρεσκόταν να βρίσκεται στο φως της δημοσιότητας υποκαθιστώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη λογοτεχνική μετριότητα που πολλοί του καταλογίζουν μετά την κυκλοφορία του Τενεκεδένιου ταμπούρλου (1959) –μεταξύ άλλων και ο Marcel Reich-Ranicki, κορυφαίος κριτικός της λογοτεχνίας στη Γερμανία–, ήρθε ξαφνικά να ταράξει με την αποκάλυψη για το παρελθόν του τη γερμανική κοινή γνώμη.
Πολλοί τον κατηγόρησαν ότι για δεκαετίες ολόκληρες πλάσαρε μια παραποιημένη αυτοβιογραφία και ότι ήταν δειλία εκ μέρους του να μην ομολογήσει την εμπλοκή του στα Ες Ες, το αργότερο πριν από την απονομή του βραβείου Νομπέλ, μιας και ένας τέτοιος θεσμός δεν αποτελεί μόνο θεσμό για τη διεθνή συγγραφική συμβολή και ποιότητα ενός δημιουργού αλλά υποτίθεται ότι είναι και σύμβολο υψηλών ηθικών και ανθρωπιστικών αξιών. Άλλοι απόρησαν με τη χρονική συγκυρία της ομολογίας του, θεωρώντας ότι ο κόσμος δεν είχε πλέον καμία ανάγκη να μάθει κάτι που ο συγγραφέας κρατούσε ούτως ή άλλως κρυφό για πάνω από εξήντα χρόνια. Για πολλούς, η δήλωσή του ήταν μια πράξη εξομολόγησης, η τελευταία θεία μετάληψη ενός ηλικιωμένου συγγραφέα που προετοιμάζεται για να σταθεί με καθαρό μέτωπο ενώπιον του Κυρίου. Μεταξύ πολλών άλλων, η Σαρλόττε Κνόμπλοχ, τότε πρόεδρος του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου της Γερμανίας, είδε στην ομολογία του Γκρας ένα εμπορικό τέχνασμα για την προώθηση του νέου βιβλίου του. Και, πράγματι, οι πωλήσεις δεν άργησαν να εκτοξευθούν στα ύψη εντός και εκτός Γερμανίας. Χαρακτηριστικό είναι, μάλιστα, ότι μια μεγάλη μερίδα νεότερων Γερμανών συγγραφέων εξέφρασε την αγανάκτησή της για το γεγονός ότι τα Μ.Μ.Ε. προτιμούσαν να ασχολούνται με τις αποκαλύψεις ενός ογδοντάχρονου συγγραφέα, αντί να στρέψουν το βλέμμα τους στο νέο αίμα των Γερμανών δημιουργών που, κατά τη γνώμη τους, είχαν να προσφέρουν πολύ περισσότερα από τα γερασμένα γραπτά του Γκρας. Όπως παρατηρεί με σκωπτικό ύφος ο Hans Zippert στην εφημερίδα Die Welt (14.8.2006), «προπάντων οι νέοι συγγραφείς έχουν μείνει εμβρόντητοι με την αποκάλυψη του νομπελίστα Γκύντερ Γκρας, μιας και οι ίδιοι δεν είναι σε θέση να αυξήσουν τις πωλήσεις των βιβλίων τους με τόσο λαμπρές αποκαλύψεις. Ενδεχομένως, ο μόνος τρόπος για να προκαλέσει αίσθηση κάποιος από αυτούς είναι να ομολογήσει ότι διετέλεσε κάποτε μέλος του Φιλελεύθερου Κόμματος (F.D.P.)».
    Δριμεία ήταν, όμως, και η κριτική που δέχτηκε ο Γκρας από τον «αποδιοπομπαίο τράγο της αριστερής διανόησης», τον «αιρετικό» Αυστριακό συγγραφέα Πέτερ Χάντκε (Peter Handke), ο οποίος τον αποκάλεσε «ντροπή για τη συγγραφική κοινότητα», για να προσθέσει ότι «πάνω απ’ όλα, θεωρώ εντελώς άστοχη τη γλώσσα που χρησιμοποιεί. Τίποτε δεν βγαίνει από την ψυχή του. Η δικαιολογία ότι στα δεκαεπτά του χρόνια έχει κανείς άγνοια είναι από τις χειρότερες που υπάρχουν. Ο ναζισμός, είτε στο Ντάντσιχ [τη γενέτειρα του Γκρας] είτε αλλού, υποβίβασε ένα ολόκληρο έθνος, δηλαδή τους Εβραίους, σε εχθρό της ανθρωπότητας. Ακόμα και ένας δωδεκάχρονος καταλαβαίνει πως όταν ένα άλλο έθνος παρουσιάζεται ως πηγή του κακού, η ιδεολογία που κρύβεται από πίσω είναι αποτρόπαιη. Αυτό το ήξερε ο Γκρας και δεν έκανε τίποτε για να το αποτρέψει. Νά ποιο είναι το αιώνιο στίγμα ενός σκανδαλώδους ανθρώπου».
Η δημόσια αντιπαράθεση για την αποκάλυψη του Γκρας έμοιαζε να επαναφέρει στο προσκήνιο τη διαλεκτική σχέση που διατυπώνεται από τον Μπρεχτ στο θεατρικό του έργο Η ζωή του Γαλιλαίου, όπου ο Αντρέας Σάρτι, μαθητής του μεγάλου αστρονόμου, αναφωνεί απογοητευμένος «Αλίμονο στη χώρα που δεν έχει ήρωες», για να λάβει από τον δάσκαλό του τη στωική απάντηση «Αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη από [τέτοιους] ήρωες».
Όταν ο δημοσιογράφος Wolf Scheller2 ρώτησε προσεκτικά τον Γκρας αν είχε κατανόηση για τη μομφή ότι η ομολογία του έφτασε με καθυστέρηση και ότι ο κόσμος θα περίμενε από έναν συγγραφέα του βεληνεκούς του να προβεί νωρίτερα σε μια τέτοια αποκάλυψη, ο Γκρας απάντησε με τη γνωστή αμετροέπεια που τον διέκρινε: «Ναι, το ίδιο μου λένε και οι φίλοι μου (sic). Ουδέποτε έλαβα τόσες επιστολές όσες μετά την κυκλοφορία του Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι. Πολλοί ήταν εκείνοι που έσπευσαν να με ευχαριστήσουν, διότι μετά την ανάγνωση του βιβλίου βρήκαν επιτέλους και οι ίδιοι το κουράγιο να μιλήσουν στα παιδιά και στα εγγόνια τους για όσα έζησαν στον πόλεμο. Αλλά και οι νεότεροι αναγνώστες μου μού έγραψαν ότι ήταν η πρώτη φορά που ο πατέρας ή ο παππούς τους κατάφεραν να λύσουν τη σιωπή τους για όσα τους συνέβησαν στον πόλεμο». Είναι αξιοζήλευτο το χάρισμα του Γκρας να προσδίδει θετικό πρόσημο ακόμα και στη σιωπή που τήρησε για μία ολόκληρη εξηκονταετία. Στη συνέχεια αλλάζει μάλιστα επιτήδεια θέμα, μιλώντας για το γεγονός ότι «και η μητέρα μου κρατούσε για πολλά χρόνια κρυφό τον βιασμό της από τον Κόκκινο Στρατό, κατά την εισβολή στο Ντάντσιχ», σε μια προσπάθεια να ισοσταθμίσει έτσι το δικό του έλλειμμα.
Ο ίδιος μετριάζει το βάρος της εμπλοκής του στα Ες Ες, δίνοντας έμφαση στη χρονική διάρκεια της θητείας του αλλά και στο νεαρό της ηλικίας του. «Αναρωτήθηκα πολλές φορές πώς ήταν δυνατόν να κρατήσω κρυφό αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα των τριών ή τεσσάρων μηνών, κατά το οποίο υπηρέτησα ως δεκαεπτάχρονος στο ένοπλο σώμα των Ες Ες», ενώ στη συνέχεια αποδίδει ευθύνες στο οικογενειακό του περιβάλλον αλλά και στο σαρωτικό ρεύμα της εποχής. «Ουδέποτε απέκρυψα ότι η γενιά μου, δηλαδή κι εγώ ο ίδιος, τουλάχιστον οι περισσότεροι από εμάς, ήμασταν ανυπεράσπιστοι απέναντι στην ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού, πόσο μάλλον όταν από τους κόλπους της οικογένειας απουσίαζε κάθε έννοια αντίστασης». Δηλώνοντας άγνοια για τα εγκλήματα των Ες Ες κατά την εποχή της στρατιωτικής του θητείας, ο Γκρας μοιάζει όχι απλώς να ζητά άφεση αμαρτιών αλλά να δίνει ο ίδιος συγχωροχάρτι στον εαυτό του: «Όταν αργότερα έμαθα για τα εγκλήματα των Ες Ες, με πλημμύρισε βαθιά ντροπή στη σκέψη ότι υπηρέτησα στις τάξεις τους».
Το ερώτημα κατά πόσο ένας δεκαεπτάχρονος δικαιούται να αντιμετωπίζει τη ζωή με επιπολαιότητα και να επικαλείται άγνοια της πραγματικότητας έρχεται να αντιστραφεί από την αντιστασιακή δράση των αδελφών Σολ και των άλλων αγωνιστών εντός και εκτός Γερμανίας αλλά και από τα εκατομμύρια θύματα που δολοφονήθηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης ή εκτελέστηκαν από τα Ες Ες, τη Βέρμαχτ και τους συνεργάτες τους στην Ελλάδα, στη Σερβία και όπου αλλού υπήρξε αντίσταση κατά του ναζισμού. Υπ’ αυτή την έννοια, όσοι έσπευσαν να υπερασπιστούν τον Γκρας και να δικαιολογήσουν την έστω καθυστερημένη ομολογία του με το σκεπτικό ότι ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω, μάλλον κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια.Εν προκειμένω, εντύπωση προκαλεί η σιγή ιχθύος που τήρησε ο πολιτικός κόσμος της Γερμανίας απέναντι στην ομολογία του Γκρας, ειδικά αν αναλογιστούμε τις πολιτικές διαμαρτυρίες που ξεσήκωσε την ίδια χρονιά η υποψηφιότητα του Πέτερ Χάντκε για το λογοτεχνικό βραβείο Χάινριχ Χάινε, το οποίο απονέμεται ανά διετία από την πόλη του Ντύσσελντορφ. Αφορμή για την πολιτική παρέμβαση από το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης στάθηκε η κριτική στάση του συγγραφέα στον πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας, όταν υπερασπίστηκε τον σερβικό λαό και τον Μιλόσεβιτς ως εκλεγμένο πρόεδρο της χώρας. Στη δική του περίπτωση, η ειλικρίνειά του, η άρνησή του να σωπάσει, ανταμείφθηκε με τελείως διαφορετικό τρόπο. Με κοινό ψήφισμά τους, οι δημοτικοί σύμβουλοι της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (C.D.U.), του S.P.D., του F.D.P. και των Πρασίνων απαίτησαν από την κριτική επιτροπή να μην απονείμει το βραβείο στον Χάντκε, με την αιτιολογία ότι ένας τέτοιος θεσμός αποτελεί σύμβολο για τη συνεννόηση των λαών, ότι προϋποθέτει τον σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου και, άρα, δεν αποτελεί αμιγώς λογοτεχνικό βραβείο. Μάλιστα ο Φριτς Κουν, αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας των Πρασίνων στη γερμανική Βουλή, χαρακτήρισε την απόφαση της επιτροπής ως χλευασμό προς τα θύματα του καθεστώτος Μιλόσεβιτς και ως προσβολή προς το πρόσωπο του Χάινριχ Χάινε.3 Το αποτέλεσμα της φιλοσερβικής στάσης του Χάντκε ήταν να διαστρεβλωθούν οι απόψεις του από τα Μ.Μ.Ε. και να στηλιτευτεί ως «υμνητής του βαλκανικού φασισμού». Όπως έγραψε η Σούζαν Σόνταγκ από τη Νέα Υόρκη, «μετά τις δηλώσεις του Χάντκε για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, πολλοί διανοούμενοι έχουν ορκιστεί να μην ξαναπιάσουν ποτέ βιβλίο του στα χέρια τους». Όταν μάλιστα ο Χάντκε απέσυρε την υποψηφιότητά του για το βραβείο, ο Γκρας έσπευσε πρώτος και καλύτερος να σχολιάσει στην εφημερίδα Die Zeit την απόφασή του ως «απολύτως σωστή». Αντίθετα, στην περίπτωση του Γκρας δεν είδαμε να επιδεικνύεται παρόμοια ευαισθησία ούτε από τα πολιτικά κόμματα της Γερμανίας ούτε από τη Σουηδική Ακαδημία – πόσο μάλλον από τον ίδιο τον νομπελίστα.
Επτά χρόνια νωρίτερα, ο Γκύντερ Γκρας είχε ταχθεί υπέρ της νατοϊκής επέμβασης στη Γιουγκοσλαβία. Ωστόσο, δεν μπορούμε να μην του αναγνωρίσουμε ότι το 2014 υποστήριξε κατόπιν εορτής ότι «σήμερα θα ήμουν κατά των βομβαρδισμών», ενώ αναφερόμενος στη Γιουγκοσλαβία δήλωσε ότι ήταν «η μοναδική κομμουνιστική χώρα στην οποία κυκλοφορούσαν όλα μου τα βιβλία, πράγμα που τη διαφοροποιεί εν συγκρίσει με τα άλλα κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας». Τα κριτήρια του Γκρας μιλούν από μόνα τους.
Όπως παρατηρεί ο Torben Klimmek στο κείμενο που δημοσίευσε στις 11 Μαρτίου 2006 στο γερμανικό Indymedia, δηλαδή πέντε μήνες πριν από την αποκάλυψη για το ναζιστικό παρελθόν του Γκρας, «είναι χαρακτηριστικό ότι στον δυτικό κόσμο μας ο Γκύντερ Γκρας θεωρείται ως ηθική οντότητα της δημόσιας ζωής. Ποιος άλλος φροντίζει να βρίσκεται πάντοτε στη σωστή πλευρά, παραμένοντας πιστός στο δόγμα της πολιτικής ορθότητας και συμμετέχοντας ενεργά στους προεκλογικούς αγώνες του S.P.D., αν όχι ο συγγραφέας που τάχθηκε έστω και συγκρατημένα υπέρ των νατοϊκών βομβαρδισμών κατά της Γιουγκοσλαβίας; Επ’ ευκαιρία της περσινής εξηκοστής επετείου από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και των εκδηλώσεων εις μνήμην των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας θα έπρεπε να έχει υπάρξει ειδική μνεία στη Γερμανία για τα εγκλήματα που διέπραξε η κροατική Ustascha σε συνεργασία με τη Βέρμαχτ και τα Ες Ες εις βάρος του σερβικού λαού».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Παρατίθεται από το υπό έκδοση βιβλίο Τα όνειρα στο Τρίτο Ράιχ της Charlotte Beradt, εκδ. Άγρα. Η ίδια η Μπέραντ παραθέτει τα αποσπάσματα από το βιβλίο Die weiße Rose (1947) [Το λευκό ρόδο] της Inge Scholl (1917-1998), αδελφής της Sophie (1921-1943) και του Hans Scholl (1918-1943), οι οποίοι καταδικάστηκαν σε θάνατο από δικαστήριο του Τρίτου Ράιχ και εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες στην γκιλοτίνα για την αντιστασιακή τους δράση.
2. Συνέντευξη του Γκρας στην εφημερίδα Münchner Merkur (12.10..2007).
3. Στις 30 Μαΐου 2006, ο Χάντκε γράφει σε άρθρο του στη Frankfurter Allgemeine Zeitung: «Ουδέποτε αρνήθηκα τις σφαγές στον γιουγκοσλαβικό εμφύλιο πόλεμο κατά την περίοδο 1991-95. Ουδέποτε ωραιοποίησα, μετρίασα ή ενέκρινα τις αγριότητες. Σε κανένα γραπτό μου δεν χαρακτηρίζω τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς ως “ένα” ή ως “το” θύμα». Υπέρ της βράβευσης του Χάντκε τάχθηκαν πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, όπως ο Ρόμπερτ Μενάσσε, η Ελφρήντε Γέλινεκ και ο Βιμ Βέντερς.
4. Από συνέντευξη που έδωσε στις 15 Μαΐου 1999 στη Süddeutsche Zeitung.
5. Το ποίημα δημοσιεύθηκε στις 4 Απριλίου 2012 στις εφημερίδες Süddeutsche Zeitung, La Repubblica και El País.

Δεν υπάρχουν σχόλια: