Παρασκευή, Μαΐου 29, 2015

Ψυχαναλύοντας, με το αζημίωτο, το ...κενό






Η πρώτη φορά που ο κύριος Γκρι αποφάσισε να θέσει αυτός ένα ερώτημα στον ψυχαναλυτή του ήταν τα πρώτα χρόνια των συνεδριών τους. Προτού όμως ρωτήσει αυτό που ήθελε (χωρίς να βλέπει τον ψυχαναλυτή του, ξαπλωμένος στο ντιβάνι και κοιτάζοντας το ταβάνι), ζήτησε την άδεια προκειμένου να κάνει το ερώτημά του. Ητοι: «Μπορώ να σας ρωτήσω κάτι;» όπου ο αναλυτής τού απάντησε και αυτός με ένα ερώτημα: «Γιατί μου ζητάτε την άδεια για να με ρωτήσετε κάτι;».

Οπως αντιλαμβάνεστε, το ερώτημα αυτό καθαυτό, που ακολούθησε («Είμαι νευρωτικός;»), είχε ήδη χάσει τη σημασία του ή, ακόμα χειρότερα, είχε ήδη απαντηθεί – με την απάντηση-ερώτηση του κυρίου Ψυ. Κάπως έτσι ο κύριος Γκρι συμβιβάστηκε με τη νευρωτική του φύση, η οποία, επιπλέον, δεν είναι και τίποτα ξεχωριστό αλλά μάλλον κοινός τόπος – με αυτό το τελευταίο κι αν ζορίστηκε να συμβιβαστεί, καθότι ο ναρκισσισμός του αντιστέκεται ακόμη λυσσαλέα στην παραμικρή παρέμβαση και μάλλον αυτή ήταν και η αιτία που ουδέποτε ξάπλωσα σε ψυχαναλυτικά ντιβάνια και πολυθρόνες ψυχοθεραπείας, σε αντίθεση με τον κύριο Γκρι ο οποίος φέτος μετράει τον δέκατο τρίτο χρόνο του (με μια διακοπή μερικών μηνών) και με πιέζει ακόμη να ακολουθήσω το παράδειγμά του μπας και λύσω «τα θέματά μου», αλλά εγώ του λέω πως είμαι όσο νευρωτικός και νάρκισσος είμαι και δεν θέλω να απολέσω τις δύο βασικές αιτίες του υπαρξιακού μου άγχους διότι μετά τι θα κάνω; Οπότε απέχω απ’ το άθλημα.

«Νόμιζα», μου είπε ο κύριος Γκρι, «πως θα ήταν όπως σ’ εκείνη την ταινία του Χίτσκοκ, το “Spellbound” (φωτ.): ο Γκρέγκορι Πεκ υποφέρει από εφιάλτες (ωραίους εφιάλτες όμως, όχι σαν τους δικούς μου – οι δικοί του είναι σκηνογραφημένοι από τον Νταλί), μέσα από την ανάλυση θυμάται το παιδικό του τραύμα οπότε βγαίνει απ’ τη συνεδρία αναγεννημένος. Τόσο εύκολο! Δεκατρία χρόνια μετά, και αμέτρητες εβδομάδες διπλών επισκέψεων στο ντιβάνι (πλην του Αυγούστου – του μήνα της αμεριμνησίας), θυμάμαι τον Γκρέγκορι Πεκ και κρατάω την κοιλιά μου από τα γέλια».

Ενας αγαπημένος φίλος μου είχε πει κάποτε ότι ο ψυχαναλυτής είναι ένας φίλος που δεν σ’ αγαπάει και είχα βρει το σχόλιο αρκετά εύστοχο – το ίδιο και ο κύριος Γκρι, ο οποίος αντιδρά μάλλον σπασμωδικά κάθε φορά που κάποιος του λέει την ανεκδιήγητη ανοησία «Μα γιατί δεν μιλάς σε ένα φίλο σου;» απαντώντας κοφτά: «Διότι τον φίλο δεν τον πληρώνεις», και κάπως έτσι πορεύεται έχοντας πλήρη συναίσθηση ότι το ταξίδι που ξεκίνησε τον μακρινό Φεβρουάριο του 2002 κοντεύει να τελειώσει, αν και δεν ξέρει να πει πότε ακριβώς και, κυρίως, τι έπεται στη συνέχεια.

«Εθαψα τους γονείς μου κατά τη διάρκεια αυτού του νοερού ταξιδιού», λέει σήμερα, «πήρα ένα διαζύγιο και χώρισα πολλάκις, έχασα φίλους και άλλα αγαπημένα πρόσωπα, ξαναπαντρεύτηκα, αλλά είμαι ακόμη σε αυτό το ντιβάνι – το ποτάμι, που λέει και ο φιλόσοφος, στο οποίο δεν μπαίνεις ποτέ δύο φορές. Η αλήθεια είναι πως είναι ένα ζόρικο ποτάμι κι ωστόσο ζεστό», σχολιάζει και αφήνει τον Λου Ριντ να τραγουδήσει το «Caroline says II». «Διότι, τελικώς, όπως λέει και ο Λου Ριντ στο τραγούδι, “Ηταν ένα τόσο παράξενο αίσθημα / Κάνει πολύ κρύο στην Αλάσκα”».

Δεν υπάρχουν σχόλια: