Τρίτη, Ιανουαρίου 15, 2013

Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ



Το σάστισμα του ποιητή

Του Μιχάλη Μητσού

τα Νέα : Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Πριν από λίγο καιρό, δύο αμερικανοί ποιητές κάθονταν με μερικούς φοιτητές σε ένα καφέ της Νέας Υόρκης, έτρωγαν χούμους, έπιναν καφέ και συζητούσαν. Κάποια στιγμή, ο Ντέιβιντ Φέρι είπε: «Πριν από έξι εβδομάδες πέθανα». Ολες οι κουβέντες σταμάτησαν, τα πιρούνια έμειναν στον αέρα, οι συνδαιτυμόνες κοίταξαν έκπληκτοι τον 88χρονο ποιητή. Συγγνώμη, τι είπατε; «Ημουν νεκρός για μερικά λεπτά. Δεν θυμάμαι τίποτα, γιατί δεν ήμουν εκεί. Οπως βλέπετε λοιπόν, δεν μεταφέρω μηνύματα από την άλλη όχθη».
 Κι όμως, ο ποιητής που τιμήθηκε πρόσφατα με το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου για την τελευταία ποιητική του συλλογή, αλλά και για τις υπέροχες μεταφράσεις του Βιργίλιου, του Οράτιου και του Γκιλγκαμές, έχει ένα μήνυμα να μεταφέρει: το σάστισμά του. Αυτός είναι και ο τίτλος της ίδιας της συλλογής («Bewilderment»), από την οποία ο Νταν Κάιασον - ένας πολύ νεότερος ποιητής και φίλος του Φέρι, που ήταν παρών εκείνη την ημέρα στο καφέ - μεταφέρει στον Νιου Γιόρκερ το ποίημα 

«Νερό της λίμνης»*


«Η επιφάνεια του νερού είναι σαν τη σελίδα,/
 όπου είναι γραμμένες φράσεις, ακόμη κι ολόκληρες προτάσεις./ 
Επειδή όμως φυσάει αεράκι, κι είναι οι τελευταίες ημέρες του χρόνου,/ 
κι επειδή το νερό αυτής της λίμνης,/ 
όπως το βλέπεις μια συγκεκριμένη ημέρα,/
νιώθεις να έρχεται από μια μακρινή αφετηρία, πέρα ή μέσα απ' αυτήν,/
 ή από κάπου αλλού, κάπου κοντά, μια πηγή, ένα ρυάκι,/
 επειδή η αληθινή απαρχή της είναι κάπου αλλού,/ 
μοιάζει με μια ιδέα για ένα ποίημα που δεν έχει ακόμα γραφτεί/ 
κι ίσως να μη συμπληρωθεί ποτέ, γιατί/
 η επιφάνεια της σελίδας είναι σαν το νερό μιας λίμνης,/
 που καταπίνει αυτά που γράφονται στην επιφάνειά της,/ 
κι όλες οι λέξεις μου για τη λίμνη/
 και για τις συγκινήσεις της ή τη γλυκιά της λήθη/ 
ή ακόμη για το ότι μοιάζει με μια απαρχή,/ 
όλες σβήνονται επειδή αλλάζει ο αέρας/
 ή περνά απερίσκεπτα ένα σύννεφο».

Σαστισμένος είναι ο ποιητής τόσο απέναντι στη ζωή όσο κι απέναντι στον θάνατο:

«Οταν κοίταξα το πρόσωπό της λίγα λεπτά αφού είχε πεθάνει,/
 ήταν ανέκφραστο σαν κάτι φυσικό,/
 σαν μια λίμνη, για παράδειγμα, που την επιφάνειά της δεν μπορείς να τη διαβάσεις,/ 
και τις πηγές του νοήματός της δεν μπορείς πια να τις βρεις./ 
Το στόμα της ήταν ανοιχτό σαν να ήθελε κάτι να πει,/
 ίσως όμως το ότι το λέω αυτό να είναι μια μορφή ομιλίας».

Η νεκρή είναι η γυναίκα του, η Αν Φέρι, που υπήρξε μια λαμπρή κριτικός λογοτεχνίας. Το ποίημα είναι γι' αυτήν, για τη λίμνη που βλέπει από το παράθυρό του (τι τύχη, τι δώρο, τι ευλογία, να βλέπεις μια λίμνη από το παράθυρό σου!) και για τη σύνθεση των δύο, για τη γλώσσα, που η πραγματικότητα πάντα την ξεπερνά.

*=>David Ferry (poet) - Wikipedia, the free encyclopedia
 *************************************************************

 *Lake Water


It is a summer afternoon in October.
I am sitting on a wooden bench, looking out
At the lake through a tall screen of evergreens,
Or rather, looking out across the plane of the lake,
Seeing the light shaking upon the water
As if it were a shimmering of heat.
Yesterday, when I sat here, it was the same,
The same displaced out-of-season effect.
Seen twice it seemed a truth was being told.
Some of the trees I can see across the lake
Have begun to change, but it is as if the air
Had entirely given itself over to summer,
With the intention of denying its own proper nature.

There is a breeze perfectly steady and persistent
Blowing in toward shore from the other side
Or from the world beyond the other side.
The mild sound of the little tapping waves
The breeze has caused—there’s something infantile
About it, a baby at the breast. The light
Is moving and not moving upon the water.

The breeze picks up slightly but still steadily,
The increase in the breeze becomes the mild
Dominant event, compelling with sweet oblivious
Authority alterations in light and shadow,
Alterations in the light of the sun on the water,
Which becomes at once denser and more quietly
Excited, like a concentration of emotions
That had been dispersed and scattered and now were not.
Then there’s the mitigation of the shadow of a cloud,
And the light subsides a little, into itself.

Although this is a lake it is as if
A tide were running mildly into shore.
The sound of the water so softly battering
Against the shore is decidedly sexual,
In its liquidity, its regularity,
Its persistence, its infantile obliviousness.
It is as if it had come back to being
A beginning, an origination of life.

The plane of the water is like a page on which
Phrases and even sentences are written,
But because of the breeze, and the turning of the year,
And the sense that this lake water, as it is being
Experienced on a particular day, comes from
Some source somewhere, beneath, within, itself,
Or from somewhere else, nearby, a spring, a brook,
Its pure origination somewhere else,
It is like an idea for a poem not yet written
And maybe never to be completed, because
The surface of the page is like lake water,
That takes back what is written on its surface,
And all my language about the lake and its
Emotions or its sweet obliviousness,
Or even its being like an origination,
Is all erased with the changing of the breeze
Or because of the heedless passing of a cloud.

When, moments after she died, I looked into
Her face, it was as untelling as something natural,
A lake, say, the surface of it unreadable,
Its sources of meaning unfindable anymore.
Her mouth was open as if she had something to say;

But maybe my saying so is a figure of speech.

Δεν υπάρχουν σχόλια: