Pierre-Jean de Béranger
(1780-1857)
LE BON DIEU
Ο ΚΑΛΟΣ ΘΕΟΣ
Un jour, le bon Dieu
s’éveillant,
Fut pour nous assez
bienveillant.
Il met le nez à la fenêtre :
« Leur planète a péri
peut-être. »
Dieu dit, et l’aperçoit bien
loin
Qui tourne dans un petit coin.
Si je conçois comment on s’y comporte,
Je veux bien, dit-il, que le
diable m’emporte,
Je veux bien que le diable m’emporte.
Blancs ou noirs, gelés on
rôtis,
Mortels que j’ai faits si
petits,
Dit le bon Dieu d’un air
paterne,
On prétend que je vous gouverne
;
Mais vous devez voir, Dieu
merci,
Que j’ai des ministres aussi.
Si je n’en mets deux ou trois à la porte,
Je veux, mes enfants, que le
diable m’emporte,
Je veux bien que le diable m’emporte.
Pour vivre en paix, vous ai-je
en vain
Donné des filles et du vin ?
À ma barbe, quoi ! des pygmées
M’appelant le Dieu des armées,
Osent, en invoquant mon nom,
Vous tirer des coups de canon !
Si j’ai jamais conduit une cohorte,
Je veux, mes enfants, que le
diable m’emporte,
Je veux bien que le diable m’emporte.
Que font ces nains si bien
parés,
Sur des trônes à clous dorés ?
Le front huilé, l’humeur
altière,
Ces chefs de votre fourmilière
Disent que j’ai béni leurs
droits,
Et que par ma grâce ils sont
rois.
Si c’est par moi qu’ils règnent de la sorte,
Je veux, mes enfants, que le
diable m’emporte,
Je veux bien que le diable m’emporte.
Je nourris d’autres nains tout
noirs
Dont mon nez craint les
encensoirs.
Ils font de la vie un carême,
Et mon nom lancent l’anathème,
Dans des sermons fort beaux, ma
foi,
Mais qui sont de l’hébreu pour
moi.
Si je crois rien de ce qu’on y rapporte,
Je veux, mes enfants, que le
diable m’emporte,
Je veux bien que le diable m’emporte.
Enfants, ne m’en veuillez donc
plus :
Les bons cœurs seront mes élus.
Sans que pour cela je vous
noie,
Faites l’amour, vivez en joie :
Narguez vos grands et vos
cafards.
Adieu, car je crains les
mouchards.
À ces gens-là si j’ouvre un jour ma porte,
Je veux, mes enfants, que le
diable m’emporte,
Je veux bien que le diable m’emporte.
___________________________________
________________________________________________
Πιερ-Ζαν ντε Μπερανζέ
[Εξαιρετικά δημοφιλής στην εποχή του ( πρώτο μισό του 19ου αιώνα) Γάλλος συγγραφέας
και τραγουδοποιός. Το έργο του εξακολουθεί να είναι επίκαιρο στις μέρες μας για το
επικούρειο χιούμορ και τις ριζοσπαστικά δημοκρατικές του ιδέες. Μέγας
φιλέλλην ανέπτυξε πλούσια δράση κατά την Επανάσταση του 21, γράφοντας πολλά
κείμενα υπέρ των Ελλήνων, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει το ποίημα "Ψαρά" ,
εμπνευσμένο από την ολοσχερή καταστροφή του μαρτυρικού νησιού από τους Τούρκους.]
____________________________
ΔΕΙΤΕ=> Βερανζέρος - Live-Pedia.gr
Ο ΚΑΛΟΣ ΘΕΟΣ
Μια μέρα με το σκούφο της νυκτός,
εβγήκε στ' ουρανού το παραθύρι,
κι εκοίταζε αφρόντιστα ο Θεός
τους κόσμους και τους τόπους που είχε σπείρει.
«Μη χάθηκ' η γη», είπε, και κοιτά
την είδε σε μια κόχη να γυρνά·
εγέλασε, κουνεί την κεφαλή,
και λέει με πονήρια και με χάρη:
«Αν ξέρουν το τι κάνουν εδ' εκεί,
ο διάβολος, παιδιά μου, να με πάρει
να με πάρει».
«Βρε, άνθρωποι, τι πράγματα κουτά
εμπήκαν στο μυαλό σας εκεί κάτω!»
(είπ' ο Θεός κι ερούφηξε μεμιά
ένα βαθύ ποτήρι ρετσινάτο).
«Για σας ότι φροντίζω δα πολύ
νομίζετε πως έχω συλλογή
τι κάνει το φτωχό σας το κουφάρι,
εκεί όπου παράμερα γυρνά!
Της γης σας να βαστώ το χαλινάρι
αν σκέφθηκα ποτέ, μωρέ παιδιά,
ο διάβολος, σας λέω, να με πάρει
να με πάρει.
Σας έδωκα, ως βλέπω, του κακού
κρασί, γυναίκες, τόσες ευτυχίες,
και θέλετε το πράμα του αλλουνού
και κάνετε πολέμους, εκστρατείες·
ξεσχίζεσθε σαν όρνια στ' όνομά μου
φωνάζετε πως είστε στράτευμά μου
και λέτε πως σας βοηθώ κι εγώ·
αν ξέρω τι θα πει σπαθί, κοντάρι,
αν έκαμα ποτέ τον στρατηγό,
ο διάβολος, παιδιά μου, να με πάρει
να με πάρει
Σε στόφες και χρυσάφια βουτημένοι,
σε θρόνους με διαμάντια καρφωτοί,
με μούτρα λαδωμένα, φουσκωμένοι
σαν κόκοροι, τι ζώα είν' αυτοί;
Τους λέτε βασιλιάδες και σαν λύκοι,
βυζαίνουν σας τα άκακα αρνιά,
και λεν πως ευλογώ το καμιτσίκι
που έχουν για τη ράχη σας - χαμπάρι
αν έχω για τα πράγματα αυτά,
ο διάβολος, παιδιά μου, να με πάρει
να με πάρει.
Εκείν' οι άλλοι μαύροι πειρασμοί
μου χάλασαν τη μύτη από λιβάνι,
θα κάμουν τη ζωή σαρακοστή,
φωνάζουν, - πως αν δεν μεταλαμβάνει
ο άνθρωπος, θα πάει θετικά
στην κόλαση· πως έχουν τα κλειδιά
του ουρανού, και τρέχουν με καμάρι
να δώσουν ευχές και ευλογίες·
αν ξέρω απ' αυτές τες ιστορίες
ο διάβολος, παιδιά μου, να με πάρει
να με πάρει.
Για ύστερη σας δίνω συμβουλή
ν' αφήσετε, παιδιά, αυτές τες τρέλες!
Αν θέλετε να σώστε την ψυχή,
χαρείτε το κρασί και τες κοπέλες!
Προσέξετε, σας προειδοποιώ,
γιατί σας πνίγω πάλι στο νερό!
Ταρτούφοι, δημοκόποι, μακριά!
Εάν ποτέ πατήσει το ποδάρι
στο σπίτι μου αυτ' η σφηκοφωλιά,
ο διάβολος, παιδιά μου, να με πάρει
να με πάρει».
μτφρ. Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος
(Ζαν Μορεάς) (1856-1910)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου