Πέμπτη, Μαΐου 31, 2012

ΜΟΡΦΕΣ



Αλφόνσος Λαμαρτίνος 

(1790- 28/2/1869)


Αλφόνσος Λαμαρτίνος
Πίνακας του Decaisne (1839).
[Βρίσκεται στο Μουσείο της γενέτειράς του ποιητή, Mâcon].

Ήταν 30 χρονών όταν κυκλοφόρησαν οι Ποιητικοί Στοχασμοί του
(Meditations Poetiques), έργο που έγινε ενθουσιωδώς δεκτό
από τους κριτικούς και διαβάστηκε από άπειρους λάτρεις
της ρομαντικής ποίησης, την οποία ανανέωσε και της έδωσε
μιαν πιο μουσική και πιο τρυφερή διάσταση.
Μολονότι ήταν γόνος βασιλόφρονης οικογένειας
και μπορούσε να έχει ακώλυτη διπλωματική καριέρα στα
χρόνια της συνταγματικής μοναρχίας, εγκατέλειψε το
διπλωματικό σώμα και ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική.
Συγκλονισμένος από την τραγική θέση της εργατικής τάξης
έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της και υποστήριξε
την επανάστασή της, το 1848, γεγονός που δεν του το
συγχώρησαν ποτέ οι αστοί μετά την κατάπνιξή της.
Πέθανε λησμονημένος από όλους και μέσα σε βαθιά πενία,
εξαιτίας των τεράστιων επιδομάτων που είχε παραχωρήσει
στις αδελφές του, αρνούμενος να κάνει ολοκληρωτική χρήση
της περιουσίας που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του.
Εκτός από τους Στοχασμούς έγραψε πάμπολλα βιβλία,
που αποκαλύπτουν όλο το φάσμα της πολυσύνθετης
προσωπικότητάς του: ποιήματα, νουβέλες, πολιτικά
και ιστορικά κείμενα (Ιστορία των Γιρονδίνων, Ιστορία
της Ρωσίας , Ιστορία της Τουρκίας).
Οι "Πολιτικές αναμνήσεις" του αποτελούν έναν από τους
πιο έγκριτους οδηγούς για την κατανόηση της εσωτερικής
και εξωτερικής πολιτικής της Γαλλίας στον 19ο αιώνα.
Οι Έλληνες έχουν έναν ακόμα λόγο παραπάνω για
να μνημονεύουν τον λαμπρό δημοκράτη πολιτικό και σπουδαίο
ρομαντικό λογοτέχνη: υπήρξε από τους πιο σημαντικούς
φιλέλληνες, δημοσιεύοντας φλογερά κείμενα υπέρ της Εθνεγερσίας.
Στο φιλμάκι που αναρτούμε ο αλησμόνητος η θοποιός Ζεράρ Φιλίπ απαγγέλλει τη "Λίμνη"  ένα από τα πιο γνωστά ποιήματα του Λαμαρτίνου.

Ο ποιητής συνάντησε και ερωτεύτηκε τη  Julie Charles, σύζυγο του φυσικού
 Jacques Charles, δίπλα στη λίμνη Μπουρζέ , στο Αίξ λε Μπαιν της Σαβοΐας.Υπόσχονται  να ξαναιδωθούν  τον επόμενο χρόνο, όμως
η  αδόκητη μοίρα παίζει σκληρά παιχνίδια, κι ο ποιητής  μαθαίνει 
ότι η αγαπημένη του πέθανε.

"Η Λίμνη" είναι η ανοιχτή επίκληση του χρόνου που φεύγει.
Μόνη παρηγοριά απομένει η φύση που κρατά για πάντα τα ίχνη 
της  ευτυχίας των εραστών που κάποτε αγαπήθηκαν παράφορα.
ALPHONCE DE LAMARTIN
LE LAC
 Αλφόνς ντε Λαμαρτίν
Η Λίμνη

Ainsi, toujours poussés vers de nouveaux rivages,
Dans la nuit éternelle emportés sans retour,
Ne pourrons-nous jamais sur l'océan des âges
Jeter l'ancre un seul jour ?

Πάντα λοιπόν θα τρέχομε προς άγνωστο ακρογιάλι,
θα καταποντιζόμεθα στου τάφου τη νυχτιά,
χωρίς ποτέ έν' απάνεμο μέσ' στην ανεμοζάλη,
ούτ' ένα καταφύγιο στη βαρυχειμωνιά!

Ô lac ! l'année à peine a fini sa carrière,
Et près des flots chéris qu'elle devait revoir,
Regarde ! je viens seul m'asseoir sur cette pierre
Où tu la vis s'asseoir !

Κοίταξε, λίμνη, κοίταξε! Δεν έκλεισ' ένας χρόνος
πο 'παιζε με το κύμα σου χαρούμενη, τρελή,
και τώρα, τώρα ο δύστυχος, κάθομαι, λίμνη, μόνος
στην πέτρα εδώ, όπου πάντοτε μας έβλεπες μαζί.


Tu mugissais ainsi sous ces roches profondes,
Ainsi tu te brisais sur leurs flancs déchirés,
Ainsi le vent jetait l'écume de tes ondes
Sur ses pieds adorés.

Καθώς και τώρα, εμούγκριζες και τότε αγριεμένη
κι εξέσχιζες τα στήθη σου στου βράχου τα πλευρά,
ανήσυχη παράδερνες στην άκρη, θυμωμένη,
κι εράντιζες τα πόδια της με τον αφρό συχνά.

Un soir, t'en souvient-il ? nous voguions en silence ;
On n'entendait au loin, sur l'onde et sous les cieux,
Que le bruit des rameurs qui frappaient en cadence
Tes flots harmonieux.


Θυμάσαι, λίμνη, μόνοι μας μια νύχτα εγώ κι εκείνη
ελάμναμε άφωνοι οι φτωχοί στα κρύα σου νερά·
τ' αγέρι δεν ανάσαινε, είχες κι εσύ γαλήνη,
στον ύπνο σου δεν άκουες παρά τα δυο κουπιά.

Tout à coup des accents inconnus à la terre
Du rivage charmé frappèrent les échos ;
Le flot fut attentif, et la voix qui m'est chère
Laissa tomber ces mots :

Μεμιάς τραγούδι ουράνιο, πρωτάκουστο, δροσάτο,
το γέρο τον αντίλαλο τριγύρω μας ξυπνά·
έμειν' ευθύς παράλυτο το κύμα σου το αφράτο
και τέτοια λόγια ακούστηκαν -θυμάσαι; - αρμονικά:

" Ô temps ! suspends ton vol, et vous, heures propices !
Suspendez votre cours :
Laissez-nous savourer les rapides délices
Des plus beaux de nos jours !

«Δίπλωσε, Χρόνε, δίπλωσε τ' ακούραστα φτερά σου,
ώρες γλυκιές, μην τρέχετε, σταθείτε μια στιγμή,
κι εσύ μη φεύγεις, νύχτα μου, με την αστροφεγγιά σου·
τώρα που ζευγαρώσαμε είν' εύμορφη η ζωή.»

" Assez de malheureux ici-bas vous implorent,
Coulez, coulez pour eux ;
Prenez avec leurs jours les soins qui les dévorent ;
Oubliez les heureux.

Του κόσμου αυτού τα βάσανα, την ερημιά, τη φτώχεια
θέλουν να φύγουν άμετροι· γι' αυτούς γοργά γοργά,
Χρόνε μου, πέτα κι άφησε στου έρωτα τα βρόχια
τα δυο μας να χορτάσομε τόσο γλυκιά σκλαβιά.

" Mais je demande en vain quelques moments encore,
Le temps m'échappe et fuit ;
Je dis à cette nuit : Sois plus lente ; et l'aurore
Va dissiper la nuit.

Του κάκου! Οι ώρες φεύγουνε. Κανείς δε με προσμένει..,
Κανείς δε μ' ακουρμαίνεται… Η νύχτα είναι σκληρή…
Αχνίζουν τ' άστρα, χάνονται… Κρυφά κρυφά προβαίνει
τ' άσπλαχνο γλυκοχάραμα… Λυπήσου μας, αυγή!…

" Aimons donc, aimons donc ! de l'heure fugitive,
Hâtons-nous, jouissons !
L'homme n'a point de port, le temps n'a point de rive ;
Il coule, et nous passons ! "

Του κάκου! Όλα ξεγέλασμα, είν' όνειρα και πλάνη·
ζωή μας είν' η αγάπη μας και μοναχή χαρά.
Ας μη ζητούμε ανύπαρκτο στον κόσμο άλλο λιμάνι·
του Χρόνου η άγρια θάλασσα δεν έχει ακρογιαλιά.

Temps jaloux, se peut-il que ces moments d'ivresse,
Où l'amour à longs flots nous verse le bonheur,
S'envolent loin de nous de la même vitesse
Que les jours de malheur ?

«Χρόνε ζηλιάρη, δύστροπε! Πε μου, γιατί να σβηώνται,
σαν αστραπή να φεύγουνε οι ώρες της χαράς,
καθώς πετούν και φεύγουνε χωρίς να λησμονιώνται
κι οι μαύρες κι οι ολόπικρες στιγμές της συφοράς;


Eh quoi ! n'en pourrons-nous fixer au moins la trace ?
Quoi ! passés pour jamais ! quoi ! tout entiers perdus !
Ce temps qui les donna, ce temps qui les efface,
Ne nous les rendra plus !

»Απ' τη βαθιά την άβυσσον οπού μας καταπίνει,
απ' την αιωνιότητα οπού μας πλημμυρεί
τίποτε, Χρόνε, τίποτε στο φως δεν αναδίνει,
δεν ξεφυτρώνει τίποτε… όλα τα τρως εσύ.

Éternité, néant, passé, sombres abîmes,
Que faites-vous des jours que vous engloutissez ?
Parlez : nous rendrez-vous ces extases sublimes
Que vous nous ravissez ?

«Λοιπόν, απ' όσα εχάρηκα δε θ' απομείνει τρίμμα,
δεν θε ν' αφήσω τίποτε σ' αυτήν τη μαύρη γη!
Απ' το γοργό μας πέρασμα δεν είναι τάχα κρίμα
να μη σωθεί ένα πάτημα, ω Χρόνε αδικητή;..»

Ô lac ! rochers muets ! grottes ! forêt obscure !
Vous, que le temps épargne ou qu'il peut rajeunir,
Gardez de cette nuit, gardez, belle nature,
Au moins le souvenir !

Ω λίμνη, ω βράχοι μου άφωνοι, ω σεις, σπηλιές και δάση,
που βλέπετε τον πόνο μου, μια χάρη σας ζητώ:
εσείς οπού δε σκιάζεσθε κανείς να σας χαλάσει,
ποτέ μη μας ξεχάσετε, στο μνήμ' αν πάω κι εγώ.

Qu'il soit dans ton repos, qu'il soit dans tes orages,
Beau lac, et dans l'aspect de tes riants coteaux,
Et dans ces noirs sapins, et dans ces rocs sauvages
Qui pendent sur tes eaux.


Θέλω τα πεύκα, τα έλατα, οι βράχοι, η ρεματιά σου,
τ' αφρού σου το μουρμούρισμα, τ' αντίλαλου η φωνή,
τα δροσερά σου σύγνεφα, τ' αγέρι, η καταχνιά σου,
η βρύση, ο καλαμιώνας σου, το χόρτο, το πουλί,

Κι όταν σε δέρνει ο σίφουνας, κι όταν βαθιά κοιμάσαι,
ω λίμνη μου αφροστέφανη, να μη μας λησμονείς·
εσύ είδες την αγάπη μας και μόνη εσύ θυμάσαι
πώς άναφταν τα στήθη μας, και θα μας συμπονείς.


Qu'il soit dans le zéphyr qui frémit et qui passe,
Dans les bruits de tes bords par tes bords répétés,
Dans l'astre au front d'argent qui blanchit ta surface
De ses molles clartés.

Que le vent qui gémit, le roseau qui soupire,
Que les parfums légers de ton air embaumé,
Que tout ce qu'on entend, l'on voit ou l'on respire,
Tout dise : Ils ont aimé !

τ' άστρο τ' ασημομέτωπο, η μυρωδιά που χύνει
το γαλανό το κύμα σου, ω λίμνη μου γλυκιά,
ό,τι στην πλάση έχει αίσθηση, πνοή, νοημοσύνη,
όλα να λένε: «Αγάπησαν, τα μαύρα, φλογερά!»

Μτφρ. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Δεν υπάρχουν σχόλια: