Ραψ. ε [στίχοι 221-251]
Κι όταν ευφράνθηκαν με το φαΐ, με το πιοτό, 221
τον λόγο πήρε η Καλυψώ, αρχοντική θεά, και του είπε:
«Λαερτιάδη διογέννητε, πολύτροπε Οδυσσέα,
τόσο πολύ πεθύμησες το σπίτι σου;
τώρα αμέσως θέλεις να γυρίσεις στην πατρίδα; 225
Πήγαινε στο καλό λοιπόν.
Κι όμως αν ήξερες ποια πάθη γράφει η μοίρα σου να κακοπάθεις,
προτού πατήσεις χώμα πατρικό,
εδώ μαζί μου θα ’μενες, φύλακας νοικοκύρης της σπηλιάς.
Θα ’σουν κι αθάνατος, μόλο που σε φλογίζει ο πόθος της γυναίκας σου,
σε τυραννά ο καημός για να την ξαναδείς, μέρα και νύχτα. 231
Κι όμως δεν θα ’λεγα πως είμαι η κατώτερή της,
μήτε στην όψη μήτε και στο ανάστημα.
Έτσι κι αλλιώς, καθόλου δεν τους πρέπει, θνητές
να ανταγωνίζονται θεές στης ομορφιάς τη χάρη».
Ανταποκρίθηκε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Ω σεβαστή θεά, παρακαλώ σε μην πικραίνεσαι μαζί μου˙
το είδα και καλά το ξέρω, η Πηνελόπη
αντίκρυ σου, όσο κι αν δεν της λείπει η φρόνηση,
σου υπολείπεται και στη μορφή και στο παράστημα. 240
Είναι θνητή, κι εσύ ’σαι αθάνατη, στον χρόνο αγέραστη.
Κι όμως εν γνώσει μου το θέλω και το επιθυμώ, απ’ το πρωί ως το βράδυ,
σπίτι μου να γυρίσω, να δω κι εγώ τη μέρα της επιστροφής.
Κι αν, όπως λες, κάποιος θεός θελήσει
να με χτυπήσει καταμεσής στο μπλάβο πέλαγος, θα το υπομείνω˙ 245
ξέρει η καρδιά μου μες στα στήθη μου να υπομένει, γιατί
έχω πάθει πολλά πάθη και δοκιμάστηκα πολύ στο κύμα και στη μάχη.
Λοιπόν, μαζί με τ’ άλλα, ας πάει κι αυτό».
Σώπασε να μιλά. Και τότε άρχισε να δύει ο ήλιος,
έπεσε το σκοτάδι. Προχώρησαν οι δυο τους στο κοίλο βάθος της σπηλιάς,
κοιμήθηκαν μαζί, και χάρηκαν μαζί φιλί και αγκάλη. 251
My name is Calypso
And I have lived alone
I live on an island
And I waken to the dawn
A long time ago
I watched him struggle with the sea
I knew that he was drowning
And I brought him into me
Now today
Come morning light
He sails away
After one last night
I let him go.
My name is Calypso
My garden overflows
Thick and wild and hidden
Is the sweetness there that grows
My hair it blows long
As I sing into the wind
My name is Calypso
And I have lived alone
I live on an island
I tell of nights
Where I could taste the salt on his skin
Salt of the waves
And of tears
And though he,pulled away
I kept him here for years
I let him go
My name is Calypso
I have let him go
In the dawn he sails away
To be gone forever more
And the waves will take him in again
But he'll know their ways now
I will stand upon the shore
With a clean heart
And my song in the wind
The sand will sting my feet
And the sky will burn
It's a lonely time ahead
I do not ask him to return
I let him go
I let him go
________________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου