ΡΕΪΜΟΝΤ ΤΣΑΝΤΛΕΡ , Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΝΟΥΑΡ
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΕΙΔΙΚΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ: The Raymond Chandler Web Site
******************************************************
Κάτι πιο μαύρο κι απ’ τη νύχτα...
Του Κωστα Θ. Καλφοπουλου
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΉ, 14-15/4/2012
«Ο Μπιγκ Τζων Μάστερ τέντωσε τα χείλη, έπαιξε το πούρο στο στόμα του και χασκογέλασε: “Ωρα να με πληρώσεις, Ντέιβ. Να και μια φορά που μια γυναίκα έχει δίκηο’’. Με μια μεγαλόπρεπη κίνηση γύρισε το φύλλο του». «Εκείνη τη μέρα δεν έκανα καμιά δουλειά – απλώς ασχολιόμουν με το να κουνάω νευρικά το πόδι μου πάνω-κάτω». «Κάπνιζα πίπα κι έκανα γκριμάτσες στο τζάμι, όπου ήταν γραμμένο ανάποδα το όνομά μου, στην πόρτα του γραφείου μου, όταν μού τηλεφώνησε ο Βάιολετς Μαγκί. Εδώ και μια βδομάδα δεν είχα δουλειά». «Κάποιες φορές, όταν ο επιθεωρητής -πρώην υπαστυνόμος- Τόμας Λόιντ βρίσκεται σ’ έναν ασυνήθιστα σκοτεινό και ήσυχο δρόμο, στρέφεται απότομα, δίχως κανένα λόγο και πηδάει ευλύγιστα στο πλάι, γεμάτος άγχος. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανείς εκεί, έτοιμος να τον σπρώξει».
Αυτές είναι τέσσερις χαρακτηριστικές σκηνές από τις ιστορίες του Ραίημοντ Θόρντον Τσάντλερ (1888-1959), που δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Black Mask και Dime Detective Magazine (μαζί με μία από το αρχείο του συγγραφέα) και περιλαμβάνονται στον δεύτερο τόμο των «Νουάρ Ιστοριών» (μετάφραση Α. Καλοκύρης, εκδ. Κέδρος). Ηδη ο αναγνώστης είναι έτοιμος να μεταφερθεί ξανά στην ατμόσφαιρα του κλασικού hard boiled - private eye αστυνομικού είδους, που δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις ούτε νομιμοποίηση από καμιά «ελεγκτική αρχή» της λογοτεχνικής κριτικής.
Ο Τσάντλερ, όπως διαπιστώνει η Πατρίτσια Χάισμιθ, για την οποία θα γράψει το σενάριο για το μυθιστόρημά της «Δυο ξένοι στο τρένο», «δεν ταιριάζει πουθενά, ούτε ήταν σωστός Αμερικανός ούτε σωστός Εγγλέζος». Στις ιστορίες αυτές, όπως και σε εκείνες που προηγήθηκαν, γίνεται «σωστός Αμερικανός», όμως, στην τελευταία, που κινείται μεταξύ αστυνομικού και φανταστικού διηγήματος, ο Τσάντλερ ξαναζωντανεύει την Αγγλία των νεανικών του χρόνων, στα πρόσωπα, την ατμόσφαιρα και τους διαλόγους.
O σκοτεινός, κυνικός κόσμος του βρίσκει καταφύγιο σε δωμάτια ξενοδοχείων, χαρτοπαικτικές λέσχες, μπαρ με φλιπεράκι, γραφεία ιδιωτικών ή αστυνομικών ντετέκτιβ, επισκεπτήρια μέντιουμ, και κινείται αδιάκοπα στις γειτονιές και τις λεωφόρους του Χόλιγουντ. Συνήθως, οι (αντι-)ήρωές του υποπίπτουν σε τέσσερα καίρια λάθη με μοιραία επακόλουθα: ανακατεύονται σε μια υπόθεση για χάρη μιας γυναίκας, συνεχίζουν και μετά την ανεύρεση ενός πτώματος, δεν κρύβουν ότι ξέρουν περισσότερα από τον συνομιλητή τους, και, τέλος, πίνουν: αυτές είναι και ορισμένες από τις θεμελιώδεις συνθήκες της «σκληροτράχηλης» αμερικανικής αστυνομικής λογοτεχνίας.
Καλοί και κακοί μπάτσοι, θανατηφόρες γυναίκες, «σκληρές και γεμάτες αμαρτία», όπως αρέσουν στον Τσάντλερ, και κάποια πρόσωπα φερώνυμα των βασικών ιδιοτήτων τους, όπως ο «ογκώδης, χοντρός, λιγδιάρης Μπιγκ Τζων Μάστερς» ή ο «μικροκαμωμένος, σκληροτράχηλος Τζόι Τσιλ», ο βοηθός σερίφη Βάιολετς Μαγκί («Βάιολετς; Θεέ μου, τι παράξενο παρατσούκλι»), που παραπέμπει στις πένθιμες βιολέτες και συνηχεί με τη βία, ο εμφαντικός, σχεδόν αγενής Σάνσετ, που «μια ζωή τραβάει δυτικά» προς το ηλιοβασίλεμα.
Στις ιστορίες αυτές, που «προοικονομούν τον Φίλιπ Μάρλοου» (σαν ο Τσάντλερ να δοκιμάζει διάφορα «υποδείγματα» πριν καταλήξει σε αυτόν), ξεδιπλώνεται, κυρίως στις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, όλη η μαεστρία του στυλίστα συγγραφέα και δημιουργού του «Μεγάλου αποχαιρετισμού» και του «Μεγάλου ύπνου», με τις προδιαγραφές της τέχνης του φόνου, ως προϋπόθεση και ταυτόχρονα αποτέλεσμα της κοινωνικής αποσύνθεσης, αλλά και της ανθρώπινης απληστίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου