ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑ
[Διήγημα της Φούλας Λαμπελέ]
[Διήγημα της Φούλας Λαμπελέ]
Δεν έχω πολλές γνώσεις. Τι λέω πολλές! Ούτε καν μέτριες. Ετσι και το που ξέρω για τον ομούνκουλο είναι γιατί τον είδα τυχαία σ' ένα βιβλίο όταν ήμουν παιδί. Ηταν μια εικόνα που έδειχνε έναν συνηθισμένο άντρα, κοστουμαρισμένον και του κουτιού, και μέσα σ' αυτόν θρόνιαζε ένα ανθρωπάκι μικρό σαν την παλάμη του και ολόιδιο μ' εκείνον.
«Είναι ο ομούνκουλος», μου εξήγησε ο θείος Νικόλας.
«...ο καθένας έχει έναν μέσα του, γιατί αυτός ο μικρός είμαστε εμείς οι ίδιοι».
«Εχουν και τα παιδιά;»
«Ολοι. Και οι νέοι και οι γέροι».
Η θεία Ερμιόνη ήταν πάντα γριά, ακόμα και στα 30 ή τα 40 της που την πρωτογνώρισα. Ηταν πάντα (πάντα!) καλοντυμένη και καλοχτενισμένη όποια ώρα και να πήγαινες στο σπίτι της, πρωί ή νύχτα και σ' όλο το ενδιάμεσο. Φορούσε στενή σεβιότ φούστα, μαύρες κάλτσες και μαύρες καστόρ ψηλοτάκουνες γόβες. Φουλάρι στη λαιμόκοψη της μεταξωτής μπλούζας, και τις κρύες μέρες κι ένα πλεχτό ζακετάκι με κουμπιά.
Νομίζω πως δεν ήταν η ίδια η θεία αλλά εκείνο το ανθρωπάκι, ο ομούνκουλός της, αλλιώς δεν εξηγείται πως ήταν έτσι του κουτιού όλες τις ώρες και όλες τις δεκαετίες της ζωής της.
Πώς περνούσε τις μέρες της μέσα σ' εκείνο το σπίτι, δεν ξέρω. Κεντούσε ίσως. Το υπέθεσα απλώς, γιατί τι άλλο μπορούσε να κάνει; Βιβλία δεν έβλεπα, τις σπιτικές δουλειές τις έκανε η Αγλαΐα (τα μεσάνυχτα υποθέτω, αφού τις ώρες που πήγαινε κόσμος δεν έβλεπες να συμβαίνει τίποτα). Τα πάντα σφουγγαρισμένα, ξεσκονισμένα, γυαλισμένα και αμετακίνητα. Το μόνο που μετακινιόταν -από πού άραγε;- ήταν ο ασημένιος δίσκος με το κολλαρισμένο δισκόπανο, που ερχόταν από την κουζίνα με τους καφέδες πάνω στα στιβαρά χέρια της Αγλαΐας.
Κάποτε όμως η θεία Ερμιόνη αρρώστησε. Οχι ο ομούνκουλός της, αυτή η ίδια. Ο ομούνκουλος ντυμένος τώρα με μπατιστένια νυχτικιά με νταντελίτσα στον λαιμό και στα μανίκια, ήταν φρόνιμα καθισμένος πάνω στην ντουλάπα και περίμενε ν' ακούσει τι θα πει ο γιατρός.
Ο γιατρός εξέτασε διάφορα, πήρε αίμα, μέτρησε σφύξεις, αναπνοές, πίεση. Εγραψε συνταγές... Αρκετές φορές μέχρι που τη γιάτρεψε (ή όπως έλεγε γελώντας «Τη βοήθησε να γίνει καλά»). Χρήματα δεν πήρε.
«Από τις θείες των φίλων μας δεν παίρνουμε λεφτά. Αλίμονο!»
Η θεία για ανταπόδοση του χάρισε ένα ωραίο ριγέ σακάκι. Εγγλέζικο μαλλί και εγγλέζικο ράψιμο.
«Κεμπάρικο πράγμα», σκεφτόταν ο γιατρός. «...να μην είχε μόνο αυτό το μικρό ελάττωμα!»
Ηταν πραγματικά ατυχία να ραφτούν -στη μόστρα κιόλας- δύο σκούρες ρίγες κολλητά, χωρίς την ανοιχτόχρωμη ανάμεσα. Χαλούσαν όλο το κεμπαρλίκι, σκεφτόταν.
Ο ομούνκουλός του όμως ήξερε πως δεν ήταν ατυχία για τη θεία, που γι' αυτό το «μικρό ελάττωμα» είχε αγοράσει το σακάκι μισοτιμής.Ισως να μην το φόρεσε ποτέ ο γιατρός. Ισως και να το φόρεσε.
Ακούμε πάντα τι μας λέει ο ομούνκουλός μας;
Δημοσιεύτηκε στη "Βιβλιοθήκη" της Ελευθεροτυπίας
(Νο 597, 1/4/2010)
(Νο 597, 1/4/2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου