Jack London
THE MEXICAN
(First published in The Saturday Evening Post, Aug 19, 1911)
(Jack London received $750 for this story on June 26, 1911.)
II
The time of the crisis approached. Whether or not the
Revolution would be depended upon the Junta, and the Junta was
hard-pressed. The need for money was greater than ever before,
while money was harder to get. Patriots had given their last
cent and now could give no more. Section gang laborers-fugitive
peons from Mexico--were contributing half their scanty wages.
But more than that was needed. The heart-breaking, conspiring,
undermining toil of years approached fruition. The time was
ripe. The Revolution hung on the balance. One shove more, one
last heroic effort, and it would tremble across the scales to
victory. They knew their Mexico. Once started, the Revolution
would take care of itself. The whole Diaz machine would go down
like a house of cards. The border was ready to rise. One
Yankee, with a hundred I.W.W. men, waited the word to cross
over the border and begin the conquest of Lower California. But
he needed guns. And clear across to the Atlantic, the Junta in
touch with them all and all of them needing guns, mere
adventurers, soldiers of fortune, bandits, disgruntled American
union men, socialists, anarchists, rough-necks, Mexican exiles,
peons escaped from bondage, whipped miners from the bull-pens
of Coeur d'Alene and Colorado who desired only the more
vindictively to fight--all the flotsam and jetsam of wild
spirits from the madly complicated modern world. And it was
guns and ammunition, ammunition and guns--the unceasing and
eternal cry.Fling this heterogeneous, bankrupt, vindictive mass across the border, and the Revolution was on. The custom house, the northern ports of entry, would be captured. Diaz could not resist. He dared not throw the weight of his armies against them, for he must hold the south. And through the south the flame would spread despite. The people would rise. The defenses of city after city would crumple up. State after state would totter down. And at last, from every side, the victorious armies of the Revolution would close in on the City of Mexico itself, Diaz's last stronghold.
But the money. They had the men, impatient and urgent, who would use the guns. They knew the traders who would sell and deliver the guns. But to culture the Revolution thus far had exhausted the Junta. The last dollar had been spent, the last resource and the last starving patriot milked dry, and the great adventure still trembled on the scales. Guns and ammunition! The ragged battalions must be armed. But how? Ramos lamented his confiscated estates. Arrellano wailed the spendthriftness of his youth. May Sethby wondered if it would have been different had they of the Junta been more economical in the past.
"To think that the freedom of Mexico should stand or fall on a few paltry thousands of dollars," said Paulino Vera.
Despair was in all their faces. Jose Amarillo, their last hope, a recent convert, who had promised money, had been apprehended at his hacienda in Chihuahua and shot against his own stable wall. The news had just come through.
Rivera, on his knees, scrubbing, looked up, with suspended brush, his bare arms flecked with soapy, dirty water.
"Will five thousand do it?" he asked.
They looked their amazement. Vera nodded and swallowed. He could not speak, but he was on the instant invested with a vast faith.
"Order the guns," Rivera said, and thereupon was guilty of the longest flow of words they had ever heard him utter. "The time is short. In three weeks I shall bring you the five thousand. It is well. The weather will be warmer for those who fight. Also, it is the best I can do."
Vera fought his faith. It was incredible. Too many fond hopes had been shattered since he had begun to play the revolution game. He believed this threadbare scrubber of the Revolution, and yet he dared not believe.
"You are crazy," he said.
"In three weeks," said Rivera. "Order the guns."
He got up, rolled down his sleeves, and put on his coat.
"Order the guns," he said.
"I am going now."
******************
Τζακ Λόντον
Τζακ Λόντον - Βικιπαίδεια
Ο ΜΕΞΙΚΑΝΟΣ
(Μέρος δεύτερο)
Η ώρα της κρίσης πλησίαζε . Το αν η Επανάσταση θα ξεσπούσε, βασιζόταν στην Χούντα (Επαναστατική Επιτροπή), και η Χούντα πιεζόταν σκληρά.Η ανάγκη για χρήματα ήταν μεγαλύτερη από ποτέ, αλλά τα χρήματα ήταν ακόμα πιο δύσκολο να βρεθούν. Οι πατριώτες είχαν δώσει το τελευταίο σεντ τους και τώρα δεν μπορούσαν να προσφέρουν κάτι παραπάνω.
Οι εργάτες των σιδηροδρόμων- φυγάδες μεροκαματιάρηδες από το Μεξικό- συνεισέφεραν τις μισές από τις γλίσχρες αμοιβές τους. Όμως χρειάζονταν περισσότερα χρήματα. Ο σπαρακτικός , συνωμοτικός και υπονομευτικός μόχθος ετών πλησίαζε στην καρποφορία του.
Οι συνθήκες ήταν ώριμες. Η Επανάσταση βρισκόταν σε κρίσιμο σημείο. Μια ώθηση επιπλέον, μια τελευταία ηρωική προσπάθεια, και θα οδηγούνταν προς τη νίκη. Ήξεραν το Μεξικό τους. Μόλις θα ξεκινούσε , η Επανάσταση θα φρόντιζε τον τον εαυτό της. Όλος ο μηχανισμός του Ντίας* θα σωριαζόταν σαν χάρτινος πύργος. Στα σύνορα ήταν έτοιμοι να ξεσηκωθούν. Ένας Γιάνκης , με εκατό άνδρες της Οργάνωσης Αναρχικών Εργατών, περίμενε το σύνθημα για να περάσουν τα σύνορα και να αρχίσουν την κατάκτηση της Κάτω Καλιφόρνια. Αλλά χρειάζονταν όπλα. Και ίσαμε τις ακτές του Ατλαντικού, η Χούντα σε επαφή με όλους αυτούς και όλοι τους να χρειάζονται όπλα: κοινοί τυχοδιώκτες, μισθοφόροι, ληστές, οργισμένοι Αμερικανοί συνδικαλιστές, σοσιαλιστές, αναρχικοί, αλητόβιοι, εξόριστοι Μεξικανοί, εργάτες γης που ξέφυγαν από τα δεσμά της δουλείας , μαστιγωμένοι ανθρακωρύχοι από τα κελιά του Coeur d'Alene και του Κολοράντο, που νοιάζονταν μόνο να πολεμήσουν για να πάρουν εκδίκηση - όλη η επιπλέουσα σαβούρα των ξαναμένων πνευμάτων από τον τρελά περίπλοκο σύγχρονο κόσμο. Και όπλα και πυρομαχικά, πυρομαχικά και τα όπλα - το αδιάκοπο και αιώνια αίτημα.
Πάρε αυτήν την ετερογενή, πτωχευμένη κι εκδικητική μάζα και ρίξ΄την πέρα από τα σύνορα και η Επανάσταση θα ξεσπάσει. Το τελωνείο, οι πύλες της βορεινής εισόδου θα καταληφθούν. Ο Ντίας δεν μπορούσε να αντισταθεί. Δε θα τολμούσε να ρίξει το βάρος του στρατού του εναντίον τους, για να κατέχει το νότο. Αλλά και μέσα από το νότο η φλόγα θα εξαπλωνόταν. Ο λαός θα ξεσηκωνόταν . Στις πόλεις οι αμυντικές γραμμές θα έσπαγαν. Οι πολιτείες , η μία μετά την άλλη, θα κατέρρεαν. Στο τέλος , από κάθε πλευρά, τα νικηφόρα στρατεύματα της Επανάστασης θα συνέρρεαν στην ίδια την Πόλη του Μεξικού , το τελευταίο προπύργιο του Ντίας.
Ωστόσο δεν υπήρχαν χρήματα. Είχαν τους άνδρες, ανυπόμονους και φρενιασμένους, που θα χρησιμοποιούσαν τα όπλα. Ήξεραν τους εμπόρους οι οποίοι θα τους πουλούσαν και θα παρέδιδαν τα όπλα. Αλλά η έως εδώ προετοιμασία της Επανάστασης είχε εξαντλήσει την Χούντα. Το τελευταίο δολάριο είχε δαπανηθεί, ο τελευταίος πόρος και ο τελευταίος πεινασμένος πατριώτης είχαν αρμεχτεί, και η έκβαση της μεγάλης περιπέτειας ήταν ακόμη αβέβαιη. Πυροβόλα όπλα και πυρομαχικά! Τα τάγματα των κουρελήδων έπρεπε να εξοπλιστούν. Αλλά πώς; Ο Ράμος θρηνούσε τα κατασχεμένα κτήματά του. Ο Αρελάνο έκλεγε με λυγμούς για τη σπαταλημένη νιότη του. Η Μέι Σέθμπι αναρωτιόταν μήπως τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν η ηγεσία της Χούντας ήταν πιο συγκρατημένη στη διαχείριση των οικονομικών στο παρελθόν.
"Πού μπορούσες να φανταστείς ότι η ελευθερία του Μεξικού θα εξαρτιόταν από μερικές ψωροχιλιάδες χιλιάδες δολάρια!", έλεγε Ο Παουλίνο Βέρα.
Η απελπισία ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Ο Χοσέ Αμαρίλιο, η τελευταία τους ελπίδα, κάποιος που είχε προσχωρήσει πρόσφατα, και είχε υποσχεθεί χρήματα, είχε συλληφθεί στο αγρόκτημα του στην Τσιουάουα και εκτελέστηκε με την πλάτη στον τοίχο του σταύλου του. Η είδηση είχε μόλις έρθει εδώ.
Ο Ριβέρα , που έτριβε γονατισμένος το πάτωμα, σήκωσε το κεφάλι του και , με τη βούρτσα στον αέρα και τα γυμνά του χέρια πιτσιλισμένα από τα βρόμικα σαπουνόνερα, ρώτησε:
"Φτάνουν πέντε χιλιάρικα;"
Τον κοίταξαν κατάπληκτοι. Ο Βέρα κούνησε το κεφάλι του ξεροκαταπίνοντας. Δεν μπορούσε να μιλήσει, αλλά ένιωσε να κυριεύεται από μια τεράστια πίστη.
" Παραγγείλτε τα όπλα" είπε ο Ριβέρα, και αμέσως μετά ένιωσε ένοχος που πρόφερε τις περισσότερες λέξεις που τον είχαν ακούσει να ξεστομίζει . «Ο χρόνος είναι λίγος. Σε τρεις εβδομάδες θα σας φέρω πέντε χιλιάδες. Είναι καλά. Ο καιρός θα είναι πιο ζεστός για όσους πολεμήσουν. Επίσης, είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω."
Ο Βέρα πάλεψε με την πίστη του. Ήταν απίστευτο. Ήταν πάρα πολλές οι ελπίδες που είχαν συντριβεί, αφότου είχε αρχίσει να παίζει το παιχνίδι της Επανάστασης. Πίστευε αυτόν τον κουρελή που έτριβε πατώματα για χάρη της Επανάστασης, όμως τολμούσε να μην πιστεύει .
«Είσαι τρελός», είπε.
«Σε τρεις εβδομάδες," είπε ο Ριβέρα. "Παραγγείλτε τα όπλα."
Σηκώθηκε, κατέβασε τα μανίκια του και φόρεσε το παλτό του.
"Παραγγείλτε τα όπλα», είπε.
"Φεύγω τώρα. "
[Μετάφραση: Gerontakos]
* Ντίας, Πορφίριο (José de la Cruz Porfirio Dίaz, Οαξάκα 1830 – Παρίσι 1915). Μεξικανός στρατιωτικός και πολιτικός, πρόεδρος του Μεξικού (1877-80 και 1884-1911). Ισπανοϊνδιάνος μιγάς, οπαδός των φιλελεύθερων και δημοκρατικών ιδεών του Μπενίτο Χουάρες, αναδείχτηκε σε εξέχουσα προσωπικότητα κατά την περίοδο της σοβαρής πολιτικής κρίσης που προηγήθηκε και ακολούθησε την αυτοκρατορία του Μαξιμιλιανού των Αψβούργων. Λοχαγός, διοικητής της Πουέμπλα και, στη συνέχεια, υποστράτηγος, πολέμησε σκληρά τα στρατεύματα του Μαξιμιλιανού, ώσπου τους ανάγκασε σε συνθηκολόγηση (1867). Έπειτα από τρία χρόνια εξελέγη βουλευτής και συγκέντρωσε γύρω του ισχυρό πυρήνα οπαδών. Το 1876 εξελέγη πρόεδρος της δημοκρατίας, αξίωμα το οποίο διατήρησε –εκτός από μια σύντομη διακοπή– έως το 1911. Η περίοδος της εξουσίας του χαρακτηρίζεται από σημαντικά επιτεύγματα, αλλά και από αυταρχική διακυβέρνηση. Ο Ν. εξυγίανε τα δημόσια οικονομικά (ίδρυσε επίσης την Εθνική Τράπεζα του κράτους), χάραξε νέους δρόμους, κατασκεύασε σιδηροδρόμους, απελευθέρωσε τη χώρα από την πληγή της ληστείας, υποστήριξε την παραγωγή πετρελαίου, ενώ στις σχέσεις του με τις ξένες χώρες τήρησε πολιτική εθνικού γοήτρου που του επέτρεψε να επέμβει αποφασιστικά στις υποθέσεις που αφορούσαν την Κεντρική Αμερική και να καθορίσει τα αμφισβητούμενα σύνορα με τη Γουατεμάλα και τις ΗΠΑ. Δεσποτικός χαρακτήρας, αλλά και με ισχυρές πολιτικές ικανότητες, ο Ν. ευνόησε την ανάπτυξη μιας ισχυρής οικονομικής ολιγαρχίας στη χώρα, χωρίς όμως να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ουσιαστικής βελτίωσης της κακής οικονομικής κατάστασης του λαού. Η δυσφορία των μαζών, που δεν είχαν ωφεληθεί από την οικονομική ανάπτυξη, προκάλεσε τελικά απροκάλυπτη εξέγερση, η οποία, με επικεφαλής τον Φραγκίσκο Μαντέρο, ανάγκασε τον Ν. να παραιτηθεί και να αυτοεξοριστεί στο Παρίσι.
**Μεξικανική Επανάσταση: Ο ληστής, ο «τίγρης» και οι κολασμένοι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου