Ξενοφών Κοκόλης
Ο νέος ηγεμών εξ Η.Π.Α.
Άρεσε γενικώς εις τας Αθήνας,
από τες πρώτες μέρες που αφίχθη,
ο νέος Ηγεμών μας εκ των Η.Π.Α.
Υιός ανδρός μεγάλου και σπανίας μητρός.
Ως τ' όνομά του, το ίδιον ακριβώς
κι' η περιβολή, κομψή, ελληνική.
Δεχόταν ευχαρίστως τες τιμές,
αλλά δεν εφαίνετο ότι τες επιζητούσεν.
Εδιδάχθη, παιδιόθεν, να δείχνει μετριόφρων.
Αγόραζε βιβλία ελληνικά, μάλλον μεταφρασμένα
εις την μητρικήν του γλώσσαν.
Και εστόλιζεν τα ράφια του γραφείου του
χωρίς ουδέποτε ν’ ανοίξει τας σελίδας των.
Ήτο τόσο πολύ απασχολημένος με το σώμα του.
Δι' αυτόν τον λόγον ήτο και ολιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις του, σχολίαζαν
οι θαυμαστές του εις την αγοράν.
Διότι θεωρείται προσόν, εις τας πρωτεύουσας,
οι βαθυστόχαστοι να μη μιλούν πολλά.
Όσοι όμως τον γνώρισαν εκ του πλησίον,
αυτόν και τους υψηλούς προστάτας του,
(οίτινες εκάλυπταν εντέχνως τας ελλείψεις του, βαπτίζοντάς τας χαμηλοτόνους θέσεις...)
είχον ετέραν, σαφεστέραν, γνώμην σχηματίσει.
Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας διάδοχος, τυχαίος και συνήθης ήτο.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ' επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται,
κι έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωση.
Διότι ομιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς,
τα ελληνικά, υπήρχε μέγας κίνδυνος
να τον αντιληφθούν ακόμη κι οι πληβείοι.
Και να τον πάρουν οι πάντες στο ψιλό γαζί,
όπως το συνηθίζουν, όχι σπανίως άλλωστε,
όλοι αυτοί οι απαίσιοι Αθηναίοι.
Δι' αυτό και απέφευγε να ομιλεί άνευ παπύρου.
Διότι, ομιλώντας από στήθους, ο ταλαίπωρος,
(ότε ήτο, δυστυχώς, ανάγκη, να το κάνει..)
εμπέρδευε τες κλίσεις, τες λέξεις αλλά και την προφοράν, βαναύσως.
Προκαλώντας βαθιά μελαγχολία εις μερικούς
σοφούς, δυστυχισμένους, της Αυλής του,
απελπισίαν εις τους προστάτας του
και γέλωτας ειρωνικούς εις τους ακροατάς του.
Με θλιβεράν,κατάληξιν, μίαν και μοναδικήν:
Μηδέν εις το πηλίκιον...
Ο νέος ηγεμών εξ Η.Π.Α.
Άρεσε γενικώς εις τας Αθήνας,
από τες πρώτες μέρες που αφίχθη,
ο νέος Ηγεμών μας εκ των Η.Π.Α.
Υιός ανδρός μεγάλου και σπανίας μητρός.
Ως τ' όνομά του, το ίδιον ακριβώς
κι' η περιβολή, κομψή, ελληνική.
Δεχόταν ευχαρίστως τες τιμές,
αλλά δεν εφαίνετο ότι τες επιζητούσεν.
Εδιδάχθη, παιδιόθεν, να δείχνει μετριόφρων.
Αγόραζε βιβλία ελληνικά, μάλλον μεταφρασμένα
εις την μητρικήν του γλώσσαν.
Και εστόλιζεν τα ράφια του γραφείου του
χωρίς ουδέποτε ν’ ανοίξει τας σελίδας των.
Ήτο τόσο πολύ απασχολημένος με το σώμα του.
Δι' αυτόν τον λόγον ήτο και ολιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις του, σχολίαζαν
οι θαυμαστές του εις την αγοράν.
Διότι θεωρείται προσόν, εις τας πρωτεύουσας,
οι βαθυστόχαστοι να μη μιλούν πολλά.
Όσοι όμως τον γνώρισαν εκ του πλησίον,
αυτόν και τους υψηλούς προστάτας του,
(οίτινες εκάλυπταν εντέχνως τας ελλείψεις του, βαπτίζοντάς τας χαμηλοτόνους θέσεις...)
είχον ετέραν, σαφεστέραν, γνώμην σχηματίσει.
Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας διάδοχος, τυχαίος και συνήθης ήτο.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ' επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται,
κι έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωση.
Διότι ομιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς,
τα ελληνικά, υπήρχε μέγας κίνδυνος
να τον αντιληφθούν ακόμη κι οι πληβείοι.
Και να τον πάρουν οι πάντες στο ψιλό γαζί,
όπως το συνηθίζουν, όχι σπανίως άλλωστε,
όλοι αυτοί οι απαίσιοι Αθηναίοι.
Δι' αυτό και απέφευγε να ομιλεί άνευ παπύρου.
Διότι, ομιλώντας από στήθους, ο ταλαίπωρος,
(ότε ήτο, δυστυχώς, ανάγκη, να το κάνει..)
εμπέρδευε τες κλίσεις, τες λέξεις αλλά και την προφοράν, βαναύσως.
Προκαλώντας βαθιά μελαγχολία εις μερικούς
σοφούς, δυστυχισμένους, της Αυλής του,
απελπισίαν εις τους προστάτας του
και γέλωτας ειρωνικούς εις τους ακροατάς του.
Με θλιβεράν,κατάληξιν, μίαν και μοναδικήν:
Μηδέν εις το πηλίκιον...
Πηγή: Ξ. Κοκόλης, Τριάντα παρωδίες ποιημάτων του Κ. Π. Καβάφη
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου