Η ΜΕΖΑΡΟΠΕΤΡΑ* ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΤΖΑΜΙΛΕ ΣΤΟ
ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ
- Δυστυχώς είμαι.. Ενώ ήμουν στην αγκαλιά της μάνας ένας παράδοξος ξένος ήλθε.
-Έκανα τόπο της υπομονής εγώ στα τρία μου χρόνια τον τόπο αυτό.
-Είμαι μια φεγγαροπρόσωπη κόρη, ενώ το άψογο όνομά μου ήταν Τζεμιλέ
-ξαφνικά στο χώμα μ΄εφερε η άσπλαχνη τύχη ψυχή και σώμα
-Ήλθα, αλήθεια, στον άσχημο ετούτο τόπο, μα τίποτα δεν αισθάνθηκα στον τόπο της απόλαυσης τον κόσμο τον χαρμόσυνο.
-Η μαύρη μου τύχη τη νεαρή μου ηλικία έγραψε στην ταφόπετρά μου για να την βλέπει κανείς.
-Μια τέτοια φριχτή πλάκα κάνει ασφαλώς όλες τις καρδιές να κλαίνε.
-Για να γράψει τη χρονολογία του θανάτου βγήκε η ψυχή από το σώμα.
-Ο θάνατός μου έκανε ν΄αναστενάζουν οι δυστυχείς πατέρας και μητέρα.
-Είμαι η Τζεμιλέ μας μικρή κόρη. Εμείς πληρώσαμε . Ο Ιμπραχήμ για την ψυχή της μια προσευχή.
Έτος 1308 (1890-1891)
Πηγή: Α. Κλάδου, Περιοδικό "Χανιά", 1987
[Μουσουλμανικό νεκροταφείο στη Ρόδο]
*μεζαρόπετρα η (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :μεζαρο (τουρκ. λ. mezar =
τάφος) - πέτρα] οι πλάκες των τάφων στα τούρκικα νεκροταφεία, οι
ταφόπλακες: Καζαντζ. Καπ. Μιχ. "όρθιες οι μεζαρόπετρες με τα στρουφιχτά
γράμματα".
LivePedia.gr
Franz
SCHUBERT :
Κουαρτέτο εγχόρδων Ν° 14 en ré mineur, D 810
Κουαρτέτο εγχόρδων Ν° 14 en ré mineur, D 810
« Der Tod und das Mädchen »
(Ο θάνατος και η κόρη)
(Ο θάνατος και η κόρη)
Ερμηνεύει το "Κουαρτέτο
Loewenguth"
[Alfred
Loewenguth (1er violon), Maurice Fueri (2e violon)
Roger Roche
(alto), Pierre Basseux (violoncelle)]
Ηχογράφηση: Παρίσι 25-26 Σεπτεμβρίου 1956
Πρωτότυπη Έκδοση : "Discophiles Français, référence DF 203"
ΠΗΓΗ : CD
Toshiba-EMI SGR-8560 (The Great Recordings of Angel vol. 14, publié en 2000) .
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΣΟΥΤΣΑΣ
Το ποίημα επέλεξε ο Βασίλης Μηλίτσης
[Καρασούτσας Ιωάννης - Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]
Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Ο Θεός τον Θάνατον λυτρωτήν των πόνων,
Έπεμψεν εις άρρωστον άνδρα γεωπόνον,
Να τω δώση άνεσιν των δεινών και κόπων
Και εις αναπαύσεως να τον φέρει τόπον.
Έφθασεν ο Θάνατος κ’ επί της καλύβης
Του πτωχού, εκάθισεν ως η όρνις ίβις.
Στεναγμοί ηκούοντο, οιμωγαί και θρήνοι,
Όλη κατεσείετο στέγ’ η καλαμίνη.
Πέντε εξ ανήλικα, και από μητέρα
Ορφανά, τον θνήσκοντα έκλαιον πατέρα.
«Θνήσκεις, πάτερ,» έκραζον κύκλωθεν της κλίνης,
«Και ημάς τα έρημα, αχ! Πού μας αφήνεις;»
Ήκουσεν ο Θάνατος και τα ελυπήθη,
Οικτιρμόν ησθάνθησαν τ’ άπονά του στήθη.
Άπρακτος επέστρεψεν εις τον κύριό του,
Κ’ ενταυτώ φοβούμενος τον φρικτόν θυμόν του.
Άφωνος εις τ’ουρανού ίσταται τας θύρας.
-Διατί,
ώ Θάνατε, με κενάς τας χείρας;
-Δια
τα παντέρημα τις θα προνοήσει
Όταν
και ο μόνος των βοηθός τ’ αφήσει;
-Τρέξ!,
είπ’ ο Άναρχος, τρέξε ν’
αποσπάσης
Λίθον
απ’ τα άμετρα βάθη της θαλάσσης.
Είπε,
κ’ εις την θάλασσαν δίχως να βραδύνη,
Ως
βολίς ο Θάνατος πίπτει μολυβδίνη.
Και
εις τα ουράνια μετά τάχους ίσου
Φέρει
τον ζητούμενον λίθον της αβύσσου.
-Θραύσε
τον! Εις δάκτυλα δύο τον λαμβάνει,
Τον
συντρίβει κ’ ενδόν του σκώληξ ζων εφάνη.
Τότε
ο Πανάγιος έκραξεν οργίλως
Και
ο θόλος έτρεμε τ’ ουρανού ο κοίλος.
-Τις
εις τα ανήλια βάθη, αποκρίσου,
Συντηρεί
τον σκώληκα τούτον της αβύσσου;
-Τις
εμού δι’ άπαντα προνοεί τα όντα;
-Τις
γινώσκει μέλλοντα, πρότερα, παρόντα;
-Τις
εμού, ω κάθαρμα! κάλλιον γνωρίζει
Ή
ζωήν ή θάνατον πότε να χαρίζη;
Κ’
ενταυτώ το σκήπτρον του αιρ’ η δεξιά του,
Διδ’
εις το μετάφρενον μίαν του Θανάτου.
Ήστραψε
κ’ εβρόντησε, τον κατακωφαίνει,
Και
κωφός ο Θάνατος από τότε μένει.
Μάταια
τα ώτα του ο κλαυθμός μας κρούει,
Δεν
ακούει δέησιν, θρήνους δεν ακούει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου