Τρίτη, Μαρτίου 11, 2014

Αναλύοντας την Ουκρανική κρίση (2)

λοξές ματιές στην ουκρανική κρίση



Ο θόρυβος των μέσων μαζικής ενημέρωσης

Άντα Διάλλα*

Περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ 11 (03.2014)

Μετά το 1991 και το 2004, η Ουκρανία σήμερα συγκεντρώνει εκ νέου πάνω της τα βλέμματα όλου του κόσμου και έχει καταστεί το επίκεντρο ενός οιονεί «πολέμου» πληροφόρησης από όλα τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η παρούσα ουκρανική κρίση εκτυλίσσεται σε μια εποχή που η παγκόσμια τάξη μετασχηματίζεται, ενώ η βαθιά πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ της Ρωσικής Ομοσπονδίας και των Η.Π.Α.-Ευρώπη περιγράφεται πλέον ως «νέος Ψυχρός Πόλεμος». Ίσως είναι η πρώτη φορά μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου που η Ρωσία εμπλέκεται σε μια τόσο οξεία διεθνή κρίση. Αυτό ήταν αναμενόμενο καθώς η Ουκρανία δεν είναι απλώς μια συνοριακή χώρα με στρατηγική για την ίδια σημασία. Είναι μια χώρα πολύ σημαντική από ιστορική και ψυχολογική άποψη. Εάν κατά την περίοδο του Γέλτσιν, οι Η.Π.Α. αναγνώριζαν τη Ρωσία ως ένα κράτος που έχει νόμιμα πολιτικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, σήμερα –ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες επιτυχίες της ρωσικής διπλωματίας στις πρόσφατες αλυσιδωτές διεθνείς κρίσεις και ιδιαίτερα της Συρίας– οι Η.Π.Α. φαίνεται να το αμφισβητούν, ακόμη και για την Ουκρανία.
Από την άλλη, ο «Ηγεμόνας» του Κρεμλίνου, που στο εσωτερικό της χώρας του ασκεί αυταρχική πολιτική, παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, παραβλέπει τη μαζική διαφθορά, ρέπει προς την ξενοφοβία, τον αντισημιτισμό και την απαξίωση των διανοουμένων, επικαλείται τη νομιμότητα για να αιτιολογήσει τις πολιτικές του επιλογές. Στη συνέντευξη που παραχώρησε την προηγούμενη Τρίτη εξέφρασε τη συμπάθειά του προς το κίνημα της πλατείας της Ανεξαρτησίας διότι, κατά τη γνώμη του, είχε ξεσπάσει εξαιτίας της ειλικρινούς απελπισίας των ανθρώπων. Υποστήριξε ωστόσο σε όλους τους τόνους ότι αντιτίθεται κατηγορηματικά στον τρόπο με τον οποίο έγινε η μετάβαση της εξουσίας από τον πρόεδρο Γιανουκόβιτς στην αντιπολίτευση. Η μετάβαση αυτή, κατά τον Πούτιν, αντιβαίνει στη κουλτούρα του Νόμου και αυτό σημαίνει χάος, το χειρότερο δηλαδή που μπορεί να συμβεί σε μια χώρα με μια ασταθή οικονομία και ένα μη εδραιωμένο πολιτικό σύστημα. Ως εκ τούτου, δίχως ευθέως να στηρίζει τον πρόεδρο Γιανουκόβιτς (που «το έβαλε στα πόδια» και στη συνέχεια ζήτησε πίσω την εξουσία του με τη συνδρομή των ρωσικών τανκς), δεν αναγνωρίζει και δεν συνομιλεί με τις νέες αρχές στο Κίεβο.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση υπόσχεται πολλά, αλλά στις σημερινές συνθήκες της κρίσης είναι σε θέση να δώσει λίγα και με ληστρικούς όρους σε μια οικονομία σχεδόν χρεοκοπημένη. Μπορεί η Τιμοσένκο να διαβεβαιώνει τους Ευρωπαίους συνομιλητές της ότι για τους Ουκρανούς η Ευρώπη είναι το όνειρο, ωστόσο στον μετασοβιετικό χώρο ο ευρωσκεπτικισμός είναι υπαρκτός και συμβαδίζει με τους μετασχηματισμούς και τη γραφειοκρατικοποίηση της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλο και περισσότεροι συνειδητοποιούν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μια οικογένεια ίσων και ευημερούντων μελών. Ότι και εκεί υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, ενώ κάποιες χώρες είναι πιο ίσες από άλλες, κάτι που έχει ήδη υπονομεύσει την ποθούμενη ενότητα. Ο ευρωπαϊκός νότος και ιδιαιτέρως η ελληνική περίπτωση είναι ένα συγκρίσιμο παράδειγμα, προκειμένου να διατυπωθεί η αμφιβολία για το εάν είναι δυνατόν υπό τις παρούσες συνθήκες μια μη δυτική χώρα και μόνο χάρη στην προσέγγισή της με την Ευρωπαϊκή Ένωση να γίνει μια δυτικοευρωπαϊκή χώρα.
Οι συγκρούσεις των τελευταίων μηνών στην Ουκρανία παρουσιάζονται στον δημόσιο και πολιτικό λόγο σαν μια μανιχαϊστική αντιπαράθεση μεταξύ φιλορώσων και φιλοδυτικών – φιλοευρωπαϊστών. Ωστόσο, όπως πάντα στην πραγματική ζωή, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Οι άνθρωποι διαδήλωναν και διαμαρτύρονταν στις πλατείες και τις πόλεις της χώρας κυρίως εναντίον της αδιαφάνειας και της αυθαιρεσίας στη λήψη των αποφάσεων. Αυτό είναι ένα έμμονο ζήτημα μετά το 1991, από τότε δηλαδή που η Ουκρανία έγινε ανεξάρτητη αλλά όχι εσωτερικά ελεύθερη. Διεφθαρμένοι οικονομικοί ολιγάρχες διοικούσαν τη χώρα, ενώ ο δημοκρατικά εκλεγμένος Γιανουκόβιτς είχε περιορίσει δραστικά την ελευθερία του λόγου, εμπορευματοποίησε την υγεία, ιδιωτικοποίησε τους σιδηροδρόμους και δεν κατέβαλε μισθούς. Η αντιπολίτευση που πήρε τη θέση του εκπροσωπεί εξίσου την οικονομική ολιγαρχία, «υπόσχεται» σκληρά μέτρα λιτότητας με τη συνδρομή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και ανοίγει τον δρόμο στα φασιστικά στοιχεία στην κυβέρνηση, τα οποία υποστηρίζουν την απαγόρευση των απεργιών και των αντίθετων απόψεων. Οι ακραίοι Δεξιοί είναι επιπλέον αντιευρωπαϊστές (διότι μεταξύ άλλων οι Ευρωπαίοι είναι ομοφυλόφιλοι), όπως εξάλλου και οι Ρώσοι ομοϊδεάτες τους που μισούν την πολυπολιτισμικότητα και θέλουν να την εξαφανίσουν. Τέλος, για τα τοπικά και διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι αόρατες οι ρατσιστικές δολοφονίες που εδώ και χρόνια λαμβάνουν χώρα τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Ρωσία.
Οι ψίθυροι της Ιστορίας
Υπό τον θόρυβο που προκαλεί ο πόλεμος της πληροφορίας δεν ακούγονται οι υπαρκτές ρωσικές φωνές που ασκούν κριτική στις συνολικές πολιτικές του Πούτιν και ειδικότερα στο ουκρανικό ζήτημα. Ούτε, επίσης, οι φωνές που επιχειρούν να φανταστούν ένα διαφορετικό μέλλον για τις χώρες τους και τον μετασοβιετικό χώρο. Κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων, Ρώσοι λογοτέχνες απέστειλαν επιστολή συμπαράστασης προς τους αγωνιζόμενους Ουκρανούς με το εξής περιεχόμενο: «Εμείς οι Ρώσοι λογοτέχνες απευθυνόμαστε προς τους Ουκρανούς συναδέλφους μας και προς όλους τους πολίτες της Ουκρανίας, προς όλους όσοι θέλουν να τη δουν μια δημοκρατική χώρα, ανοιχτή σε ανθρώπους διαφορετικών πεποιθήσεων και διαφορετικών πολιτισμών…. Λυπούμαστε που είστε αναγκασμένοι να σκέφτεστε τη Ρωσία σαν μια άξεστη και δόλια δύναμη και όχι σαν μια πατρίδα ανεκτίμητου πολιτισμικού πλούτου και διανοητικών δυνατοτήτων. Πρέπει να πιστέψετε ότι για πολλούς εδώ στη Ρωσία η Ουκρανία δεν είναι το παραστρατημένο πρόβατο που πρέπει να το επαναφέρουμε στο μαντρί, αλλά μια ισότιμη στο πνεύμα χώρα, η κουλτούρα της οποίας ανοίγει συνεχώς νέες προοπτικές για έναν γόνιμο διάλογο. Ο αγώνας σας υπέρ του δικαιώματός σας να επιλέξετε μόνοι σας τον δρόμο σας θα είναι δύσκολος κι εμείς ελπίζουμε στην επιτυχία σας. Θα ήταν για μας ένα σημάδι ότι και εμείς στη Ρωσία μπορούμε να διεκδικήσουμε τα δικαιώματά μας και την ελευθερία μας. Είμαστε μαζί σας».
Υπάρχει λοιπόν μια άλλη οπτική, κυρίως μεταξύ διανοουμένων, που κοιτάζει προς το «επαναστατικό πείραμα», όπως το ονομάζουν, που μπορεί –και το εύχονται– να έχει βαθιές, θετικές συνέπειες για όλο τον μετασοβιετικό χώρο. Η οπτική αυτή δεν δέχεται την περιοριστική και εν πολλοίς επικίνδυνη περιγραφή της Ουκρανίας ως μιας ιστορικά διαιρεμένης χώρας μεταξύ «Ρώσων» και «Ουκρανών», ούτε προσυπογράφει τις εύκολες συγκρίσεις με την περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, αλλά επιχειρεί να περιγράψει τα πράγματα με εναλλακτικούς τρόπους.
Εάν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ελάχιστοι άνθρωποι, ακόμη και στα διεθνή επιστημονικά περιβάλλοντα, είχαν επαρκή εικόνα για την ουκρανική ιστορία, στα τέλη της ίδιας δεκαετίας είχε εδραιωθεί –όχι χωρίς εντάσεις και αντιπαραθέσεις– ένα ιστορικό εθνικό αφήγημα, το οποίο μετασχηματιζόταν συνεχώς, ακόμα και κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Εκτός από τους «καθ’ ύλην» αρμόδιους επιστήμονες και η εκάστοτε πολιτική εξουσία συνέβαλε στη διαμόρφωση των εθνικών αφηγημάτων και στη διαχείριση της ιστορικής μνήμης. Ιδιαιτέρως ενεργός ήταν ο πρόεδρος Βίκτορ Γιούσενκο (2005-10) ο οποίος, με τη συνδρομή ορισμένων ενεργών μελών της ουκρανικής διασποράς και ριζοσπαστών εθνικιστών που δεν ήταν ιδιαιτέρως ικανοποιημένοι από τη θέση των εθνοτικά Ουκρανών στο ουκρανικό κράτος, επέβαλε ένα πιο αποκλειστικό εθνοτικά ουκρανικό εθνικό αφήγημα.
Ωστόσο, ιστορικά η Ουκρανία ήταν η μεθόριος διαφορετικών κρατικών σχηματισμών (ρωσικού, αυστροουγγρικού, πολωνικού, οθωμανικού – η Κριμαία, που τόσα πάθη έχει ξεσηκώσει, ήταν μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα κάτω από την οθωμανική κυριαρχία). Μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο στο έδαφός της, εκτός από τους Ρώσους και τους Ουκρανούς, ζούσαν Πολωνοί, Εβραίοι, Γερμανοί, Τσέχοι, Λευκορώσοι, Τάταροι της Κριμαίας, Ρουμάνοι, Βούλγαροι, Έλληνες, Ούγγροι, Αρμένιοι, Ρομά. Στον πολυεθνικό χώρο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και της Σοβιετικής Ένωσης οι άνθρωποι είχαν πολλαπλές και ρευστές εθνοτικές ή εθνικές ταυτότητες και ταυτίσεις, όπως ο ουκρανικής καταγωγής κλασικός Ρώσος συγγραφέας Νικολάι Γκόγκολ, ο Ουκρανός-Πολωνός Καζιμίρ Μαλέβιτς, ο Ουκρανός-Ρώσος Ιλιά Ρέπιν, η Άννα Αχμάτοβα, ο Γρηγόριος Μαρασλής, ο Ουκρανός-Ρώσος εβραϊκής καταγωγής γνωστός συγγραφέας Ισαάκ Μπαμπέλ, ο Ουκρανός-Αυστρογερμανός εβραϊκής καταγωγής συγγραφέας Γιόζεφ Ροτ και πολλοί άλλοι. Τα αποκλειστικά εθνικά αφηγήματα τείνουν να συμπιέζουν αυτή την κληρονομημένη από το παρελθόν και υφιστάμενη στο παρόν πολυμορφία, την αλληλόδραση, την αλληλεξάρτηση και τις αμοιβαίες επιρροές μεταξύ διαφορετικών εθνοτικών, πολιτισμικών και θρησκευτικών κοινοτήτων.
Έτσι και οι σύγχρονες γλωσσικές προτιμήσεις των πολιτών της Ουκρανίας δεν συμπίπτουν απαραιτήτως με ρωσικά, ουκρανικά ή σοβιετικά αφηγήματα ταυτίσεων. Ούτε οι γλωσσικές αυτές προτιμήσεις συμπίπτουν απαραιτήτως με τις γεωγραφικές διαιρέσεις και τη νομιμοφροσύνη ή μη τις οποίες αυτές υπονοούν στον εθνικό λόγο απέναντι στο ουκρανικό κράτος. Εξάλλου πολλοί από αυτούς που διαμαρτύρονταν στην Πλατεία της Ανεξαρτησίας μιλούν ρωσικά ή και αντιθέτως, κάποιοι στη ρωσική Βουλή που ψήφισαν υπέρ της άδειας να χρησιμοποιηθεί ο στρατός στην Ουκρανία είναι ουκρανικής εθνοτικής καταγωγής.
Επιπλέον, η γλώσσα του εθνικισμού τείνει να συρρικνώνει τις πολλαπλές ταυτότητες, ταξικές, κοινωνικές, του φύλου, και να παρουσιάζει μια ευθύγραμμη τελεολογική κατεύθυνση προς το αμιγές έθνος και το κράτος που πρέπει αυτό να έχει. Το ιδίωμα της εθνικής ερμηνείας της ιστορίας χαρακτηρίζει και τις αναλύσεις που βλέπουν την Κριμαία σαν ρωσική γη και ζητούν από τον Πούτιν να ενεργήσει με βάση αυτή τη λογική. Αυτές οι εθνικές κατηγορίες ανάλυσης στη ρομαντική εκδοχή του 20ού αιώνα «χώμα και αίμα» είναι που πυροδοτούν πολλαπλές διαιρέσεις και όχι οι ιστορικές πραγματικότητες. Η εθνική οπτική στην ιστορική γραφή γεννά αφηγήματα με αυστηρά σύνορα αποκλεισμών και συμπίεσης της ετερογένειας στο παρελθόν και το παρόν, αφηγήματα τα οποία αδυνατούν να συνθέσουν το «εμείς» και το «εσείς». Αυτή η πρακτική δεν μπορεί να παραγάγει ένα ευρύχωρο ιστορικό αφήγημα που να αφορά ένα κοινό παρελθόν. Αντιθέτως, οι προσεγγίσεις που λαμβάνουν υπόψη τους την πολυεθνοτική και διεθνική διάσταση της ουκρανικής ιστορίας μπορεί να συμβάλουν στη σύλληψη μιας πιο ανοιχτής και υβριδικής ουκρανικής ταυτότητας.
Μια άλλη αφήγηση θα μπορούσε επιπλέον να επηρεάσει και τις επικρατούσες αντιλήψεις για τη διεθνή θέση της χώρας που πρεσβεύουν ότι η Ουκρανία «οφείλει να στριμωχτεί» μεταξύ δύο εναλλακτικών: να γίνει είτε δορυφόρος της Ρωσίας είτε της Δύσης. Αντιλήψεις που αφενός περιφρονούν τις αγωνίες των ανθρώπων που ξεσηκώθηκαν και αφετέρου διαμορφώνουν ένα επικίνδυνα εκρηκτικό διεθνές περιβάλλον με ορατό τον κίνδυνο ενός θερμού διεθνούς επεισοδίου – στην καλύτερη εκδοχή ενός δεύτερου Κριμαϊκού Πολέμου, στη χειρότερη ενός τρίτου Παγκόσμιου.
Το «μέλλον του ιστορικού παρελθόντος» είναι άμεσα πολιτικό και σχετίζεται τόσο με τις ιστορικές πραγματικότητες όσο και με τη γλώσσα με την οποία περιγράφεται και αντιστοίχως κατασκευάζεται η ιστορική δυναμική, προκειμένου να προστατευτούν τα ατομικά δικαιώματα, οι ελευθερίες και να βρεθεί ένα αντίδοτο στον υφιστάμενο ρατσισμό του 21ου αιώνα. Και η Ουκρανία διαθέτει μια πλούσια διανοητική κληρονομιά, ήδη από τον 19ο αιώνα, που μπορεί να αντιλαμβάνεται τις κοινές ιστορικές εμπειρίες και αντιστοίχως να εισηγείται ιδέες για τη διαχείριση, τη διατήρηση και την άνθηση της διαφορετικότητας που στηρίζεται στην αλληλεγγύη, την υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων όλων των εθνικών μειονοτήτων, με προτάσεις αυτονομίας και φεντεραλισμού. Και αυτή είναι η κληρονομιά της σκέψης του Τάρας Σεβτσένκο, του Μιχάιλο Ντραγκομάνοφ, του Μιχάιλο Χρουσέφσκι, του Μπόγνταντ Κιστιακόφσκι και άλλων, την οποία είναι καιρός να ανακαλύψουμε ή να ανακαλύψουμε εκ νέου.



Δεν υπάρχουν σχόλια: