Δευτέρα, Φεβρουαρίου 13, 2012

ΜΙΚΡΑ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ

John Keats
(1795-1821)
Ode to a Nightingale 

Τζον Κητς
 Ωδή σε ένα αηδόνι


Α, πώς πονά η καρδιά μου! και μια απόκοσμη ζάλη
τυραννά το κορμί μου, σα να ‘πια, πριν λίγο, φαρμάκι
ή λες κι έχω αδειάσει μια κούπα μ’αφιόνι,
κι άξαφνα μες στα δώματα της λήθης χάθηκα.
όμως, στ’ αλήθεια, δεν είναι ζήλια για τη θεϊκή σου μοίρα.
χαρά είναι, χαρά για την αμέτρητη ευτυχία σου.
ω συ των δέντρων η δρυάδα, με τα διάφανα φτερά,
μια παναρμόνια μουσική, αγκαλιασμένη με της οξιάς
το πράσινο, και τις τρεμάμενες σκιές. σ’ένα παντοτινό
τραγουδώντας καλοκαίρι, με το λαιμό σου έτοιμο να σπάσει.


ω, μα για τούτο τα’αεράκι που έρχεται απ’ τ’ αμπέλια,
γι’ αυτή την αιώνια δροσιά που αναδίδει η βαθιά σκαμμένη γη
για της μηλιάς, της κερασιάς, και της συκιάς τα δώρα,
για τους χορούς εκείνους, τα λυγερόηχα τραγούδια μέσα στην ευτυχία
του ήλιου – και την ψυχή μου ακόμη θα ‘δινα.
ένα ποτήρι γεμάτο από τη φλόγα του νοτιά
γεμάτο απ’ την αληθινή, την ξαναμμένη ιπποκρήνη
με χάντρες αφρισμένες κι αστραφτερές, χορεύοντας
ολόγυρα στα χείλη μου που καιν πορφυρωμένα,
α, πως λαχτάρησα να πιω, κι ευθύς μαζί σου να πετάξω
στα πιο βαθύσκιωτα δάση, κι όπου δε φτάνει μάτι ανθρώπου.


θέλω να διώξω μακριά, να λησμονήσω για πάντα
όσα ποτέ δε γνώρισες, μέσα στη θαλπωρή των φύλλων:
την κούραση, τον πυρετό, τον μαύρο πανικό μας,
εδώ, που οι άνθρωποι οι βαριόμοιροι αδιάκοπα στενάζουν
και τρέμουνε ολοζωίς, μπροστά, στα βάραθρα του χρόνου,
κι η νιότη, πριν να τη χαρείς, σα φάντασμα περνάει.
εδώ, που η σκέψη σ’αφορμές κι άγονες εικασίες αιώνια
πλανιέται, καθώς πέφτει σκοτάδι στα μισόκλειστα βλέφαρα.
κι η ομορφιά, για μια στιγμή, θα περάσει από κοντά μας,
μα τι κρίμα! κανείς να την κρατήσει δε βρήκε τη δύναμη.


θέλω να φύγω από δω, κοντά σου θέλω να πετάξω,
όχι με του διόνυσου το άρμα και τη συντροφιά,
αλλά με τα’άφαντα φτερά της ποίησης!
όσο κι αν απελπίζεσαι, κι αν μετανιώνει η σκέψη.
ω, επιτέλους να ‘μια κοντά σου. η νύχτα μελωδίες πλημμύρισε.
ψηλά, η σελήνη, μια βασίλισσα στο θρόνο της,
ολόγυρα της έχοντας τις αστρικές νεράιδες.
όμως εδώ, το φως τ’ αληθινό δε φτάνει.
μονάχα αυτό το λίγο, που απ’ τον παράδεισο γλίστρησε
και παράπεσ’ ανάμεσα στα μούσκλια και τ’ αχνά μονοπάτια.


ίσως, να μη μπορώ να διακρίνω τι λογής λουλούδια είναι στα πόδια μου
και ποιο απαλό θυμίαμα πλαγιάζει πάνω στα κλωνάρια.
αλλά μες στο μειλίχιο σκοτάδι, μαντεύω κάθε γλύκα,
που ο μήνας ο καλόκαρδος χαρίζει,
στη χλόη, στο θυμάρι, στης λεμονιάς τα δέντρα,
στη σφάκα την αγέρωχη ή στους ονειροπόλους μενεξέδες.
μα ναι, δεν είναι δύσκολο να ξεχωρίσω του μάη το πρωτότοκο
παιδί, εκεί βαθιά στα κατακόκκινα τα ρόδα,
που μέσα τους φωλιάζει της δροσούλας το κρασί
και μυριάδες έλυτρα αμέριμνα χορεύουν, τα βράδια του καλοκαιριού.


της νύχτας ακούω τα βήματα! και συλλογιέμαι πόσες φορές
τη γαλήνη του θανάτου δεν έχω ποθήσει!
με τρυφερά ονόματα τον κάλεσα, με γλυκύτατους ήχους.
αχ, ας έπαιρνε πια την πνοή μου στον αέρα!
ναι, απόψε καλύτερα, μου φαίνεται, θα ‘ταν να πεθάνω
εκεί κοντά στο μεσονύχτι, χωρίς κανένα πόνο,
ενώ εσύ θα σκορπάς τη μαγεία στων οριζόντων
τα πέρατα, με τέτοιαν έκσταση –θεέ μου!
α, να μπορούσα ν ’ακούω το τραγούδι σου, κι όταν θα ‘χω
ολότελα χαθεί. Όταν, λύνοντας τις πένθιμες τρίλιες σου,
ένας σβώλος χώμα, θα ‘μια εκεί κοντά.


ω, πλάσμα της χαράς, δεν ήσουν γεννημένο για το θάνατο!
οι ξαγριεμένες γενιές των ανθρώπων να σ’αφανίσουν δεν μπόρεσαν.
το ξέρω, αυτή η φωνή, που ακούω μες στην παράφορη νύχτα,
σε καιρούς παλαιούς θ’ακούστηκε μαγεύοντας βασιλιάδες ή παλιάτσους
κι ίσως το ίδιο αυτό τραγούδι να ‘χε σαν το ροδόσταμο σταλάξει
στη λυπημένη την καρδιά της ρουθ, που νοσταλγώντας
το σπιτικό της, μια μέρα, στάθηκε δακρυσμένη, στο κύμα των σταχυών
τις άχαρες θωρώντας ομορφιές, του ξένου τόπου.
κι είναι το ίδιο τραγούδι που, συχνά, το θαύμα
έφερν ‘ως τα παραθύρια, που άνοιγαν ξάφνου, πάνω
στην άγρια, τρικυμισμένη θάλασσα, πέρα εκεί
στις μακρινές, τις έρημες χώρες των νεράιδων…


ναι είπα τη λέξη ‘’ερημιά’’, κι αμέσως, σήμαντρα
πλήθος χτυπούν και πίσω με καλούν βιαστικά στην πικρή μοναξιά μου.
αντίο λοιπόν! ούτε κι αυτή η φαντασία δεν μπορεί
ώρα πολλή να ξεγελάσει, κι ας λεν’ πως ειν μια απατηλή θεά
αντίο! αντίο! το θλιμμένο τραγούδι σου ολοένα χλωμιάζει,
περνά, πάνω απ’ τα κοντινά λιβάδια, πάνω απ’ τα ήμερα ποτάμια.
λίγο χαιδεύει τις πλαγίες των λόφων, κι έπειτα πάει
να πεθάνει, σ’ένα χαντάκι της αντικρινής κοιλάδας…
αλήθεια, ένα όραμα ήταν ή μες στο φως
ονειρευόμουν; σβήνει σιγά σιγά κι η μουσική. Δεν ξέρω.
ξυπνητός είμαι τάχα ή βυθισμένος στον ύπνο;

http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=181619.0#ixzz1mBL90hSa


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ένας συνωμοσιολόγος στο τιμόνι του Υπουργείου Υγείας των ΗΠΑ!

  Αρνητής εμβολίων και διακινητής αδιανόητων θεωριών - Ποιος είναι ο Ρόμπερτ Φ. Κένεντι Τζούνιορ. ieid...