«…Μισῶ αὐτή τή χώρα. Μοῦ ἔφαγε τά σπλάχνα. Γράφω σ’ἐσένα γιατί μαζί ποθήσαμε νά εἶναι γόνιμα αὐτά τά σπλάχνα, κι αὐτός ὁ πόθος μᾶς ἕνωσε νύχτες καί νύχτες…καί σ’ἄλλες ὧρες τῆς μέρας, ὅταν ξαφνικά γινόταν ἕνα θαῦμα καί ξεχνούσαμε τόν τρόμο πού ἔτρεχε στούς δρόμους καθώς μές στίς φλέβες μας…τά ἐφιαλτικά δελτία εἰδήσεων πού μᾶς ἐμπόδιζαν ἀκόμα καί νά κοιταζόμαστε…διαβασμένα ἀπό θεότρελους ἐκφωνητές…τά οὐρλιαχτά πού σκέπαζαν ἀκόμα καί τίς σειρῆνες τῶν ἀσθενοφόρων…Ποτέ δέ θά τό πίστευα πώς ἡ ἀνθρώπινη φωνή μπορεῖ νά φτάσει σέ τέτοια ὕψη…νά εἶναι τόσο ἀπύθμενη…νά προκαλεῖ τόση ἀναστάτωση μέ τήν ἐπιβολή της…Τέλος πάντων, ποτέ δέν συνήθισα τούς ἀνθρώπους ἀλλ’ αὐτό εἶναι μία ἄλλη μου ἀναπηρία. Βιάζομαι τώρα νά σού πῶ μερικά πράγματα κι αὐτά τά λόγια θά εἶναι καί τά τελευταία πού θάχεις ἀπό μένα. Μισῶ αὐτή τή χώρα. Μοῦ ἔφαγε τά σπλάχνα. Μοῦ τά’φαγε. Τή μισῶ. Ναί, τή μισῶ, τή μισῶ. Δέν μπορεῖ μία γυναίκα νά ζήσει μέ τέτοια σπλάχνα μέσα της. Ὅσο τό σκέφτομαι, μοῦ’ρχεται νά ξεράσω τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μου. Νιώθω σάν ξέρασμα. Μπορεῖ καί νάμαι. Μία γυναίκα…δέν εἶναι σά μία χώρα πού ἀξιοποιεῖ τά ἐρείπιά της, τούς τάφους της…πού τά ξεπουλάει ὅλα γιά ἐθνικό συνάλλαγμα…ζώντας ἀπ’αὐτά. Ἐγώ δέ θέλω νάμαι μία χώρα. Δέν εἶμαι χώρα. Δέ θέλω νά εἶμαι αὐτή ἡ χώρα. Αὐτή ἡ χώρα εἶναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός καί φόνισσα. Ἐγώ θέλω νά εἶμαι ἡ ζωή, θέλω νά ζήσω, θά’θελα νά ζήσω, θά’θελα νά μποροῦσα νά ζήσω, θά’μουν εὐτυχισμένη τώρα ἄν ἤθελα νά ζήσω…ὅμως αὐτή ἡ χώρα δέ μ’ἀφήνει νά τό θέλω, δέ μ’ἀφήνει νά εἶμαι ἡ ζωή, νά δίνω τή ζωή. Ἔχει φάει σάν καρκίνος, τά βυζιά μου, τά μυαλά μου, τά ἔντερά μου, ἔχει κατεβάσει ὅλες της τίς πέτρες στά νεφρά μου καί τά’χει ρημάξει, ἔχει μαγαρίσει ὅλες τίς πηγές ἀπ’ὅπου θά’τρέχε τό γάλα μου, ἔχει μαζέψει ὅλο της τό χῶμα μές στίς φλέβες μου καί μού’χει σαπίσει τό αἷμα, ἔχει κάτσει ὅλη πάνω στήν καρδιά μου καί τήν ἔχει κουρελιάσει ἀπ’τά ἐμφράγματα καί τίς ἐμβολές, κάθε θεσμός της κι’ἕνα ἔμφραγμα, κάθε νόμος της καί μία ἐμβολή, τά ἤθη τής μού’χουν σμπαραλιάσει τά πνευμόνια, ἡ ἱστορία της μέ κάνει νά τρέμω συνεχῶς ὁλόκληρη σά νά ἔχω πάρκινσον, ὁ πολιτισμός της μ’ἔχει ξεπατώσει, μ’ἔχει ξεθεώσει, δέν πάει ἄλλο, ἡ θέση της ἡ γεωγραφική εἶναι τό ἄσθμα μου, ὁλόκληρο τό σχῆμα της ἄλλοτε ἁπλώνεται πάνω στό σῶμα μου σάν γιγαντιαῖος ἕρπης ζωστήρ καί μέ τρελαίνει, κι ἄλλοτε παίρνει τή μορφή τσουγκράνας καί μπήγεται στά μάτια μου, τεράστιας βελόνας καί μοῦ τρυπάει τό κρανίο, βράχου ὁλόκληρου πού κρέμεται ἀπό τήν ἄκρη τῶν μαλλιῶν μου καί μέ παρασέρνει σέ μία θάλασσα πικρῶν δακρύων…κι ὅλο νιώθω στόν τράχηλό μου τόν ζυγό της κι ὅλο δένει τή γλώσσα μου τό τραύλισμά της κι ὅλο μου φέρνει κρύα ρίγη ἡ χυδαιότητά της…ἠ προσήλωσή της στά φαντάσματά της, οἱ ὑπεκφυγές της, οἱ ἀντιγραφές της, τά φρακαρισμένα της μυαλά, τά πτώματά της, τά κιβούρια της, τά ἐγκλήματά της…Αὐτή ἡ χώρα εἶναι τό χτικιό μας. Θά μᾶς πεθάνει, θά μᾶς ξεκάνει. Πῶς θά γλιτώσουμε; Μᾶς πίνει τό αἷμα, μᾶς τό πίνει. Δέ μ’ἀφήνει πιά οὔτε νά κοιμηθῶ, μοῦ ἔχει κλέψει καί τόν ὕπνο. Πῶς θά ζήσω χωρίς ὕπνο; Δέ θά ζήσουμε…ὅλο τό σπέρμα ὅλων τῶν ἀντρῶν τῆς γῆς δέ θά μποροῦσε νά ζωντανέψει ἐκείνη τήν κόχη τοῦ κορμιοῦ μου ἀπ’ὅπου ξεκινάει ἡ ἀνθρώπινη ζωή…Ἔχεις ἀδειάσει ὅλη τή ζωή σου μέσα μου ἀλλά μ’ ἔχεις ἀφήσει χωρίς ζωή..Κι ἐσύ δέν μπορεῖς. Μ’ἔχεις σπείρει μά ὁ σπόρος σου δέν πρόκειται ποτέ νά πιάσει, δέν μπορεῖ πιά ὁ σπόρος σας νά πιάσει…δέ θά ξαναβγεῖ ποτέ πιά ζωή ἀπό μέσα μας… Τό παλιογύναικο. Ἕνα θά’θελα, νά τήν εἶχα μπροστά μου καί νά τήν ἔσφαζα μέ τά ἴδιά μου τά χέρια. Ἄχ, θέ μου, νά μποροῦσα νά τή σκοτώσω. Κατάφερε οἱ δολοφόνοι της νά φτάσουν ὡς τίς μῆτρες μας καί νά τίς σκάψουν σάν τάφους, τά γουρούνια, τά γουρούνια, εἴν’ὅλοι τους γουρούνια, ἀπό ποιόν ν’ἀρχίσω καί σέ ποιόν νά τελειώσω, ὅλοι τους δολοφόνοι, ὅλοι τους, αὐτοί μέ κάνουν νά νιώθω τήν ἀνάγκη γιά τό πιό μεγάλο ἔγκλημα, γιά μία ἀτέλειωτη σφαγή, ἀτέλειωτη σφαγή…ἄχ, πώς ἀντέχουμε δῶ μέσα, πῶς δέ μᾶς τρελαίνει ἀκόμα αὐτή ἡ παλιοσκύλα, αὐτή ἡ γκαρότα, αὐτό τό στραγγουλατόριουμ, σωστή ἀγχόνη…μέ τούς ἐπίσημους μαχαιροβγάλτες της πού βγάζουν ἐπίσημους λόγους σ’ἐπίσημες τελετές μπρός σ’ ἐπίσημους μαχαιροβγάλτες…Ὁ κάθε πόρος της εἶναι καί μία τσέτα, κάθε γωνιά της κι ἕνα λάζο, κάθε χιλιοστό της καί μία τσάκα, εἶναι γεμάτη ξόβεργες θανάτου καί κοφτερούς σουγιάδες, ἄντρο φονιάδων, ἀπατεώνων καί ἠλιθίων, λημέρι ἄνανδρων γαμιάδων κι ἀνίκανων σωματεμπόρων, μᾶς πατάει τό κεφάλι μέσα στά σκατά της, μᾶς δίνει λυσσασμένες κλωτσιές στ’ ἀρχίδια, μᾶς λιώνεις, μωρή, μᾶς στραγγίζεις, μᾶς ρημάζεις, μᾶς διχάζεις, μᾶς πνίγεις, μᾶς καταδικάζεις, μᾶς πεθαίνεις, μᾶς πεθαίνεις, σκρόφα, ξεπουλημένη, μολυσμένη, ψειριάρα, φαρμακοδότρα, φιδομάνα, λύκαινα, γύφτισσα, αἱμομίχτρα, πού ὅλο μαϊμουδίζεις καί παπαγαλίζεις, κατσικοπόδαρη, δίσεχτη, κακορίζικη, δέ σέ μπορῶ, δέν τήν μπορῶ, τή δολοφόνα, τήν παιδοκτόνα, τή ζαβή, τή χολεριασμένη, τή στραβοκάνα, τήν γκαβή, τό τσόκαρο, τήν παλιόγρια, τήν παλιόγρια, πού κακοχρόνο νά’χει, δέν ἀντέχω πιά τίποτα δικό της, τίποτα, τίποτα, τή μισῶ, τή μισῶ, τή μισῶ, ἄχ, ἄχ, σέ μισῶ, σέ μισῶ, σέ μισῶ, σέ μισῶ, θά πεθάνω, τέρας, καί θά ἐξακολουθῶ νά σέ μισῶ, ναί, τό μίσος βράζει μέσα μου, θέλω νά γράψω τούς ἀνάποδους ὕμνους ἀπ’αὐτούς πού γράφτηκαν ὡς τώρα γι’ αὐτήν, λέξη πρός λέξη νά τήν τουφεκίσω καί νά τήν παραχώσω σά σκυλί μέ τά ἴδια μου τά χέρια…Δέν εἶμαι πιά γυναίκα…Οὔτε κι ἐσύ πιά εἶσαι ἄντρας… Μᾶς τά πῆρε ὅλα αὐτή…Τί θά μείνει ὅμως ἀπ’αὐτήν χωρίς ἐμᾶς; Τί θά εἴν’αὐτή ὅταν δέ θά’χει μείνει τίποτα ἀπό μᾶς;…Τό χῶμα της ἔχει πάρει τό σχῆμα μου… Τό σῶμα μου ἔχει πιά τίς διαστάσεις της… Ἔχω μέσα μου τή μοίρα της… Πεθαίνω σά χώρα…»
Δημήτρης Δημητριάδης, "Πεθαίνω σάν χώρα". Εκδόσεις Άγρα, 2003.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου