Πέμπτη, Φεβρουαρίου 26, 2009

ΥΜΝΟΣ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΝΑ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΥΡΗ


[ Το χαριτωμένον τούτο ποίημα του κ. Σουρή,
απαγγελθέν υπό του ιδίου κατά την υπέρ του
Οφθαλμιατρείου δοθείσαν τον παρελθόντα
Μάρτιον φιλολογικήν εσπερίδα, παραδίδομεν
ώδε και εις των ημετέρων αναγνωστών την
εντρύφησιν, ως εν των ωραιοτέρων του ποιητού.]

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΤΟΥ ΣΚΟΚΟΥ, 1909

ΜΑΤΙΑ

ΣΟΦΕ μας οφθαλμίατρε και κύριε Γαζέπη,
σε τούτον τον ψευτόκοσμο τι μάτια κανείς βλέπει!
Μάτια που σε νυστάζουνε κι αρχίζεις χασμουρήματα
και μάτια που σε βάνουνε σε πειρασμούς και κρίματα.

Μάτια που τα θολώσανε μαύρης ζωής καημοί,
μάτια που τον Παράδεισο σ' ανοίγουν νύχτα μέρα,
και μάτια που σε κάνουνε και θέλοντας και μη
να πας στο γέρο Διάβολο κι ακόμη παραπέρα!

Μάτια που λες αληθινά πως του διαβόλου θα 'ναι΄
μάτια που μ' ένα κοίταγμα θαρρείς πως θα σε φάνε΄
μάτια που σε ματιάζουνε γιατί σε βλέπουν πλούσιο
και με τον δίσκο δεν ζητάς και συ τον επιούσιο.

Μάτια που στρέφονται ψηλά
προς επουράνια καλά,
κι άλλα που ψάχνουν χαμηλά
να βρούνε τίποτε ψιλά.

Μάτια που σκιάζουνται το φως καθώς η νυκτερίδα΄
μάτια που λες πως πάντοτε θ' αστράφτουν ανοικτά΄
μάτια σαν της γλαυκώπιδος και μάτια σαν γαρίδα,
οπού σε κάνουν να κρατείς τις τσέπες σου σφικτά!

Μάτια που το μαυράδι των το γλυκοκελαδούν
μπουμπουνισμένοι ποιηταί με τόσο λυρισμό΄
μάτια που δε σηκώνονται λιγάκι να σε ιδούν
μονάχα από ψευτοντροπή και από ταρτουφισμό.

Κι άλλα παρθένα και δειλά
μ' αγγέλων αθωότητα
που σκύβουν κάτω ντροπαλά
μ' αληθινή σεμνότητα.

Μάτια που περιπαίζουνε μ' αδιαντροπιά γεμάτα΄
μάτια που σε μαγεύουνε και λες : ανάθεμά τα!
Μάτια που καθετί στραβό φαίνετ' εμπρός των ίσο
και κάτι μάτια θαυμαστά,
που σε τρομάζουν και κλειστά
και γίνονται και τέσσαρα και βλέπουν κι από πίσω!

Μάτια μαριόλικα , που λες πως είναι καμωμένα
μόνο για να λιγώνονται σ' ερώτων πανηγύρια΄
μάτια που σαν ηφαίστειο σού φαίνονται σβησμένα,
και μάτια που σπιθοβολούν και μοιάζουν σαν ζαφείρια.

Μάτια κουτά, μάτια χαζά, που που τίποτε δεν λένε΄
μάτια που λες πως έγιναν μονάχα για τα μάτια΄
και μερικά που κουτουρού συνήθισαν να κλαίνε
και στάζουν δίχως αφορμή σαν πήλινα κανάτια.

Μάτια που μόνον η ψευτιά τ' ανοιγοκλείνει πάντα
και μερικά που βλέπουνε χωρίς να ξέρουν γιάντα;
Μάτια που ρέμβης φαίνονται κι ονείρων κατοικία΄
μάτια γλαρά προικοθηρών με κύκλους φλογερούς,
αλλά και μάτια Δαλιδάς και μάτια γυναικεία
που λαχταρούν εμπορικά και τσάγια και χορούς.

Μάτια τρελά, που μέσα των φεγγοβολεί νεότης
και κάθε πόθος φτερωτός της εποχής της πρώτης.
Μάτια γερόντων που ματιές
αναζητούν με πόνο,
και πότε βγάζουνε τσίμπλες μόνο.

Μάτια καμπόσων κοσμικών
και καλογήρων μερικών,
που σκανδαλίζονται συχνά κι έχουν το βλέμμα λαύρο
προ πάντων την Σαρακοστή που τρων χαβιάρι μαύρο!

Μάτια που ματοκύλησαν την Τροίαν του Πριάμου,
και του Ομήρου των τυφλών εδόξασαν τις λύρες΄
αλλά και μάτια μύωπος σαν τούτα τα δικά μου,
που τους παπάδες παίρνουνε για μαυροφόρες χήρες!

Και μάτια που φιλάνθρωπα για τ' οφθαλμιατρείο
ήλθαν εδώ να κοιταχθούν στο Θέατρο το κρύο.
Ποικίλος και στην όρασιν ο κόσμος ο κανάγιας!
Κι άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
Γ. ΣΟΥΡΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: