Γιάννης Σαρακατσάνης: «Το κινητό σού κλέβει την προσοχή, το βιβλίο σού τη ζητάει»
Η πρώτη μου επαφή με το Γιάννη Σαρακατσάνη ήταν πίσω στο 2010, όταν σαν μαθητής Λυκείου ξέκλεβα λίγο (μεταμεσονύκτιο) χρόνο από τα διαβάσματα, για να δω το animation «Ουκ Αν Λάβοις Παρά του Μη Έχοντος».
Μαζί με τον Πάνο Μουζουράκη και το Λευτέρη Ελευθερίου, ο Γιάννης (για την ακρίβεια, οι φωνές τους) χάρισαν πολλά επεισόδια σάτιρας πάνω στην τόσο πολωμένη τότε πολιτική σκηνή αλλά και στην κουλτούρα μιας Ελλάδας που ξυπνούσε από τη φούσκα της.
Πλέον, 14 και βάλε χρόνια μετά, ο Γιάννης έχει περάσει από το θεατρικό σανίδι με θεατρικές ομάδες αλλά και solo. Έχει δημιουργήσει το δικό του κανάλι στο YouTube, όπου σχολιάζει διάφορα ζητήματα, από τη διαχείριση των χρημάτων μέχρι τη διαχείριση του χρόνου και από τον εθισμό στα κινητά μέχρι τους κινδύνους προς τη δημοκρατία.
Η πιο πρόσφατη ενασχόλησή του έρχεται μέσα από την ΕΡΤ3, όπου παρουσιάζει την εβδομαδιαία εκπομπή «Ανοιχτό Βιβλίο», με θέμα —τι άλλο;— το βιβλίο και την ανάγνωση στη σημερινή Ελλάδα.
Με αφορμή την εκπομπή, συνομιλήσαμε μαζί του για όλα τα παραπάνω:
Καλησπέρα, Γιάννη, και ευχαριστούμε για τη συνέντευξη. Θα ήθελες να μου πεις κάποιες αναμνήσεις από το πότε και το πώς πρωτομπήκε το θέατρο και η κωμωδία στη ζωή σου;
Η παλιότερη ανάμνηση που έχω για το θέατρο είναι κάποιες παραστάσεις στο δημοτικό. Θυμάμαι να κάνω τον κακό γείτονα στο Μορμόλη και να κάνω και το… παιδάκι σε μια σχολική παράσταση για το Μυστρά. Δεν θυμάμαι ακριβώς το όνομά της. Είναι ο πασάς που επιβλέπει τον τόπο και λέει «Ο Μυστράς είναι δικός μας» και πάει το παιδάκι, εγώ δηλαδή, και του λέει «Όλα αυτά θα απελευθερωθούνε!». Και εκείνος καρφώνει το μπαστούνι του του και λέει: «Αν δεν γίνει δέντρο το μπαστούνι, δεν θα φύγετε!». Και τελικά άνθισε το μπαστούνι και απελευθερώθηκε ο Μυστράς!
Μετά, όταν πήγα πια στο Λύκειο στη Νέα Σμύρνη, είχα κάποιους φίλους που ήταν σε ένα άλλο σχολείο στο Παλαιό Φάληρο. Αυτοί συμμετείχανε στους Πανελλήνιους Αγώνες Θεάτρου που έκανε το Αρσάκειο, τα Τοσίτσεια και το Θέατρο Τέχνης. Και επειδή δεν είχαν αρκετά αγόρια, με πήραν μεταγραφή εμένα. Πήγαινα τα απογεύματα εκεί και συμμετείχαμε σε αυτούς τους αγώνες δύο χρονιές συνεχόμενες. Και κάπως εκεί αναθερμάνθηκε η επιθυμία μου να ασχοληθώ με το θέατρο.
Έχεις άλλες αναμνήσεις που ήθελες να μοιραστείς από εκείνα τα χρόνια, οικογενειακές;
Είχα έναν θείο, το Γήση Παπαγεωργίου, ο οποίος ήταν σκιτσογράφος, συγγραφέας και πολύ αστείος άνθρωπος γενικά. Αυτός έφερε πολύ το χιούμορ μέσα στην οικογένεια, ένα έξυπνο χιούμορ για όλα, ένα χιούμορ που εκτονώνει καταστάσεις. Αυτό μού ήταν πάρα πολύ χρήσιμο όταν στο αχανές δημόσιο λύκειο έπρεπε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου απέναντι στα δυνατά παιδιά. Εκεί είδα ότι με το χιούμορ μπορούσα όχι απλά να μην με δείρουνε αλλά να γίνω και φίλος τους!
Είχες πει ότι «Έχω ένα κομμάτι του εαυτού μου προγραμματισμένο κάπως να λέει αστεία». Μόλις μας είπες τι κέρδισες με αυτό. Υπήρξε και κάτι που να έχασες με το να αφήσεις το κωμικό στοιχείο να γίνει τόσο έντονα κομμάτι της προσωπικότητάς σου;
Κοίτα, το χιούμορ σού δίνει πάντα τη δυνατότητα να αποδράσεις από το πρόβλημα, να εκτονωθείς. Όμως, έτσι δεν κοινοποιείς τη δυσαρέσκειά σου απέναντι σε μια κατάσταση, άρα διαιωνίζεται. Και όταν πια εκρήγνυσαι, όλοι λένε «Α, μα τι έπαθες ξαφνικά;!». Αυτό μπορώ να σκεφτώ σαν τίμημα. Αλλά και πάλι, αν κάτσω και κάνω τη σούμα, πιστεύω ότι το χιούμορ υπήρξε φουλ θετικό πράγμα στη ζωή μου.
Διάβασα ότι έχεις ασχοληθεί με το σωματικό και το devised θέατρο. Θες αρχικά να μας πεις περισσότερα;
Αυτό είναι μια σχολή θεάτρου που λέγεται Σχολή Λεκόκ, από τον ιδρυτή της Ζακ Λεκόκ. Και αυτή πατάει σε μια γενικότερη σχολή η οποία δουλεύει με commedia dell arte, τεχνικές και αισθητικές τσίρκου. Μέσα από τα εργαλεία αυτής της παραστατικής προσέγγισης, δουλεύεις τελικά πρώτα το σώμα, πρώτα την εκφραστικότητα του σώματος, για να καταλήξεις στο να φτιάξεις έναν χαρακτήρα, να φτιάξεις έναν ρόλο ή ακόμα να φτιάξεις ένα κείμενο, για να παίξεις στην τηλεόραση ή τον κινηματογράφο.
Εγώ ήμουνα στη σχολή του Κιμούλη το 2000. Αυτός ανέβασε την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή για Επίδαυρο και έφερε έναν Ιταλό σκηνοθέτη που λεγόταν Marcello Magni, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στην Αγγλία, στο Complicité, έναν φανταστικό θίασο! Και ήρθε αυτός και μας δούλεψε ένα ολόκληρο καλοκαίρι πάνω στα χορικά της Αντιγόνης με τεχνικές σωματικού θεάτρου. Αυτή η εμπειρία ήταν αποκαλυπτική για μένα. Δούλευε πάρα πολύ με τις συνέργειες της ομάδας: πότε ηγείσαι, πότε ακολουθείς την ομάδα… Καταλαβαίνεις τι έχει νόημα, τι δεν έχει νόημα στην έκφραση.
Και επίσης το devised κομμάτι είναι ότι το τι θα γινόταν στα χορικά το πιάναμε εμείς μέσα από την πρόβα. Φτιάχναμε δηλαδή τα σκετσάκια που θα εκτυλίσσονταν κατά τη διάρκεια των χορικών συνεργατικά, εκείνη τη στιγμή.
Αυτή η εμπειρία ήταν τόσο κατακλυσμιαία, που αποφάσισα να συνεχίσω. Πήγα στην Αγγλία ένα χρόνο, σε μια σχολή που έκανε αντίστοιχο θέατρο. Εκεί, στο τέλος κάθε εβδομάδας ο καθηγητής μάς έδινε ένα θέμα μέσα από το οποίο εμείς φτιάχναμε ένα θεατρικό κομματάκι. Έτσι, εκτός από την έκφραση, δουλέψαμε και τη δημιουργία. Ουσιαστικά, στο devised θέατρο, αντί να γράφεις μόνος στο χώρο σου, πας στο θέατρο, μιλάς με τους συναδέλφους, κάθεστε, σκέφτεστε, δοκιμάζετε πράγματα και καταλήγετε.
Ερχόμενος πάλι σε μια παλιότερη δήλωσή σου, είχες πει ότι δημιουργείς πράγματα γιατί θέλεις να κάνεις τον κόσμο καλύτερο. Σε ποιο βαθμό θεωρείς ότι το έχεις καταφέρει αυτό; [............................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου