Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος*
Ο ΟΒΟΛΟΣ
Διήγημα
Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ σήκωσε τα άδεια πιάτα από το τραπέζι.
- Σου άρεσε το φαγητό; με ρώτησε.
- Παίρνεις πάντα το ωραιότερο μέρος, της είπα.
- Τηλεφωνώ στον Κώστα, απέναντι, κι όταν έχει κατσικάκι
μου στέλνει το λαιμό και τη σπάλα.
Την ώρα που την αποχαιρετούσα στην εξώπορτα, έβαλε το
χέρι στην τσέπη της ρόμπας της — ακριβώς όπως παληά, όταν εξοικονομούσε λίγα
χρήματα και μας έδινε για χαρτζηλίκι.
- Παρ' τα αυτά, μου λέει με χαμηλωμένο κεφάλι, εσύ
χρησιμοποιείς λεωφορεία.
Ήταν τρία εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών. Κατάλαβα
τη σημασία της προσφοράς: η μάνα μου μού δήλωνε πως δεν μπορούσε, πλέον, να
ανέβει σε λεωφορείο.
Πράγματι, την ίδια εκείνη άνοιξη αρρώστησε και,
ξαφνικά, πέθανε τα ξημερώματα.
- Εγώ φεύγω, μου είχε πει την παραμονή το βράδυ στο
νοσοκομείο.
Κατεβήκαμε όλοι στον Πύργο, όπου και ο οικογενειακός
μας τάφος. Προηγείτο το φέρετρο, και ακολουθούσαμε εμείς.
Μέχρις ότου έρθει η ώρα της κηδείας, άρχισα να τριγυρνώ
στα πέριξ του νεκροταφείου. Στις άκρες των ελαιώνων, δίπλα από τη
σιδηροδρομική γραμμή, έβλεπα με έκπληξη κόκκινες ανεμώνες, που δεν θυμόμουν
να υπήρχαν, όταν παιδιά ζούσαμε στο κοντινό χτήμα.
Έφθασα και σε αυτό. Δεν είχε απομείνει, φυσικά, τίποτα.
Το πουλήσαμε στην Κατοχή και τώρα είχε καταντήσει ένας γύφτικος οικισμός,
εντός σχεδίου πια. Μια μπουλντόζα άνοιγε έναν ακόμη δρόμο.
Προχώρησα προς το μέρος όπου βρισκόταν το πατρικό μου.
Ήταν μεσημεράκι, και επικρατούσε μια περίεργη ερημιά, ίσως γιατί όλοι
κοιμόντουσαν, ή απουσίαζαν. Βρήκα το παληό μου σπίτι αγνώριστο, με προσθήκες
από τσιμεντόλιθους και αλουμινένιες πόρτες. Από τα δέντρα και τον κήπο δεν
είχε μείνει ούτε δείγμα.
Ξαφνικά είδα τη μανταρινιά! Μέσα σε όλον αυτό το
χαλασμό, είχε καταφέρει να επιβιώσει. Γέρικη, σχεδόν αιωνόβια, με
καταφαγωμένον τον κορμό και τα κλαδιά της χωρίς φύλλα, διατηρούσε ακόμη
αρκετούς καρπούς, κάτι πολύ μικρά μανταρίνια, ίδια με εκείνα που έκανε και
τότε, όταν σκαρφάλωνα επάνω της την άνοιξη κι έκοβα τα φρούτα της.
Τα καλοκαίρια με τις ζέστες υπέφερε πολύ. Αγωνιζόμουν
να την διατηρήσω στη ζωή: δεν είχαμε αρκετό νερό, αλλά όταν μπορούσα της
κουβαλούσα έναν δύο τενεκέδες να ξεδιψάσει.
Πλησίασα με συγκίνηση, ένιωθα σχεδόν τύψεις για τα
χρόνια της δίψας της. Πώς επέζησε, έτσι εγκαταλελειμμένη, τόσα καλοκαίρια;
Είχα να την δω μισόν αιώνα ακριβώς και ουδέποτε την είχα θυμηθεί.
Έφαγα δυο τρία μανταρίνια, έβαλα μερικά στη τσέπη μου,
την χάιδεψα και έφυγα. Έσπευσα στο νεκροταφείο, όπου ήδη χτυπούσε πένθιμα η
καμπάνα.
Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, παρατηρώντας το
πρόσωπο της μητέρας μου, σκεφτόμουν όλα εκείνα τα παρελθόντα. Αφαιρέθηκα, κι
ήταν η γυναίκα μου που με προέτρεψε:
- Πήγαινε να φιλήσεις πρώτος τη μητέρα σου.
Πλησίασα. Της άφησα το ματσάκι με τις κόκκινες
ανεμώνες, της γλίστρησα στα χέρια τα τρία εισιτήρια του λεωφορείου και,
χαϊδεύοντάς της το κρύο μάγουλο, της ψιθύρισα στο αυτί:
- Μάνα, η μανταρινιά μας ζει!
Πηγή:
"Ο Οβολός και άλλα διηγήματα", ΝΕΦΕΛΗ, Αθήνα 2004.HE DIME
*Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος (Πύργος Ηλείας, 23 Αυγούστου 1930 - Αθήνα, 29 Νοεμβρίου 2024)
The mite
Short story by Elias
Papadimitrakopoulos
Translation: Vassilis C. Militsis
My mother cleared the table from the empty plates.
- Have you enjoyed the meal? She asked.
- You buy the best things, I replied.
- I call up Kostas from across the street, and when he has a yearling, he delivers me neck and shank.
As I was taking my leave at the front door, she fumbled in her dressing gown pocket – just as she used to do of old when she saved some money and gave it to us for spending.
- Take these; she said lowering her head, since you commute on buses.
There were three mass transport tickets. I realized the meaning of her offer: my mother drove it home to me that she could not get on a bus any longer.
Indeed that spring she fell ill and she suddenly died at dawn.
- I’m leaving, she had told me in the previous evening at the hospital.
We had all traveled down to Pyrgos, where there was our family tomb. We were walking after the preceding bier.
Until the hour of the burial service, I took to roaming about the graveyard. On the fringe of the olive groves, by the railway tracks, I was surprised to see red anemones, which I could not remember that they had ever existed when in our childhood we used to live on the nearby farm.
I even went as far as the farm. Nothing remained of it, naturally. We had sold it during the Nazi occupation and it hadnow ended up into a gypsy settlement, already out of the city plan. A bulldozer was opening still another road.
I proceeded to the place where our homestead had been. It was midday and there was a strange stillness, perhaps because everybody was taking their siestas or simply they were not in. I found my old house so altered with additions of cinder blocks and aluminum doors that I could hardly recognize it. No trace of the trees and the garden remained.
Suddenly I saw a tangerine tree! In all this chaos, it had managed to survive. Old, almost centenarian, its bark worm eaten, its boughs leafless, it still preserved several fruit, some tiny tangerines, same as those it bore when I used to clamber on it in spring to pick its fruit.
In the heat of summer it suffered much. I had done my utmost to keep it alive. The water was scarce but I had been able to carry a couple of buckets to water it and quench its thirst.
Stirred with emotion I approached it being almost remorseful for the years of its aridity wondering how it survived after so many summers unattended. I had not seen it for half a century and during this time not once did I think of it.
I ate a couple of tangerines, put some in my pocket, caressed it and took my leave. I hurried to the cemetery, where the church bell was tolling mournfully.
During the service I was watching my mother’s face and thinking of all those things of old. I had drifted in thought, and it was my wife who prompted me:
- You go first and give your farewell kiss to your mother.
I approached. I left her a small bunch of red anemones, slipped in her hands the three bus tickets and petting her cold cheek, I whispered in her ear:
- Mamma, our tangerine tree still lives!
Courtesy: "Ο Οβολός και άλλα διηγήματα", NEFELI, Athens 2004.
Elias Ch. Papadimitrakopoulos was born in Pyrgos of Peloponnesus in 1930. He is an essay and short story writer. After his father’s death in 1943 he experienced hard times and he had to study Medicine at the Military Section of the Thessaloniki University, as it was free. After he graduated in 1955, he served as a military doctor in Kavala. He has also been engaged in literature writing under a penname in different journals and magazines. For many years he served as a managing editor of the magazine Armed Forces Medical Review. He was retired in 1983 with a high rank. His work belongs to the after-war Greek literature and is characterized by a subtle irony and tender nostalgia of his difficult years of his youth as well as by an austere style. He received a wide recognition when he was awarded as an excellent short story writer by the magazine I read.
Many of his short stories have been translated in French.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου