Γεννήθηκα
το 1953 στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλωσα μεταξύ Χαριλάου και Βούλγαρη, δίπλα
στη γειτονιά όπου μεγάλωσε και η Ζωή Σαμαρά, γυναίκα του Τσιτσάνη κι
όπου για ένα διάστημα έζησε κι ο συνθέτης. Περπατώ ακόμα στα ίδια
χώματα. Μια Συννεφιασμένη Κυριακή του 1993 μου γίνεται έμμονη ιδέα να
μπω, για λίγες σελίδες, στην ψυχή του κουνιάδου του Βασίλη Τσιτσάνη,
Αντρέα Σαμαρά, με τον οποίο ο συνθέτης ανοίγει το 1942 ένα ουζερί, στην
οδό Παύλου Μελά 22, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης - δεν ζούσα τότε για να
είμαι στην παρέα τους: μέρες γερμανικής κατοχής, αντίστασης, εμφυλίου,
εξόντωσης των Εβραίων, πείνας και μέσα σ’ όλα αυτά ο Τσιτσάνης να γράφει
τα καλύτερα τραγούδια του. Το "Ουζερί Τσιτσάνης" δουλεύει ακριβώς στο
μάτι της καταιγίδας, κόντρα και ταυτόχρονα έξω απ’ αυτήν και συνεχίζει,
μετά τη φυγή του συνθέτη στην Αθήνα το '46, να ζει θρυλικά μέσα στο
μυαλό μου, σε διάφορες παραλλαγές. Η ιστορία, επομένως, που ακολουθεί
είναι τόσο πραγματική και τόσο φανταστική όσο κι ο τεκές του Σιδέρη και
τα περιγιάλια της Παραγουάης του Τσιτσάνη - της δικής του Παραγουάης...
Γιώργος Σκαμπαρδώνης |
Κριτικές - Παρουσιάσεις |
Φίλιππος Φιλίππου, Ουζερί Τσιτσάνης, diastixo.gr, 8.4.2014 Τέσυ Μπάιλα, Ουζερί Τσιτσάνης, http://www.culturenow.gr, 5.3.2014 Γιώργος Κορδομενίδης, Βιβλία στο κομοδίνο, Περιοδικό "Εντευκτήριο", τχ. 102, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2013 |
Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής ο Βασίλης Τσιτσάνης έζησε στη Θεσσαλονίκη. Αρχικά έπαιζε μουσική σε διάφορα μαγαζιά της πόλης. Για να καταφέρει να επιβιώσει, άνοιξε ένα ουζερί με τον κουνιάδο του στην οδό στην οδό Παύλου Μελά, το οποίο ονόμασε "Ουζερί Τσιτσάνης". Το μενού ήταν λιτό εξαιτίας της κατοχής καθώς το μαγαζί σερβίριζε μόνο τυρί και ψητή σαρδέλα. Οι πελάτες του Τσιτσάνη ήταν κυρίως λαϊκός κόσμος και πατριώτες αντιστασιακοί, αλλά το επισκέπτονταν μαυραγορίτες και δωσίλογοι.
Ανάμεσά στους πελάτες και ο Ν. Μουσχουντής, αστυνομικός διευθυντής της Θεσσαλονίκης, που διαδραμάτισε ύποπτο ρόλο στην υπόθεση Πολκ. Ήταν κουμπάρος του Τσιτσάνη, λάτρης του ρεμπέτικου και συλλέκτης των περισσότερων τραγουδιών που είχαν γραμμοφωνηθεί ως τότε.
Μέσα στο Ουζερί, ακούστηκαν για πρώτη φορά ορισμένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια του Τσιτσάνη. «Τότε έβγαλα τον καλύτερο μουσικό του κόσμου», έλεγε αργότερα. Η κατοχή, οι δυσκολίες των ανθρώπων, ο τρόμος που σκορπούσαν οι ναζί και ο διωγμός των Ελλήνων Εβραϊκής καταγωγής που ζούσαν στη Θεσσαλονίκη, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης. Εκεί γράφτηκαν τραγούδια όπως το «Μπαχτσέ Τσιφλίκι», το «Βάρκα Γιαλό», το «Λιτανεία του Μάγκα» και άλλα. Όσοι είχαν την τύχη να τον ακούσουν στη Θεσσαλονίκη, μετέφεραν τους στίχους και τη μουσική του σε πολλές περιοχές της χώρας. Τα τραγούδια που συνέθεσε ο Τσιτσάνης ηχογραφήθηκαν μετά το τέλος του πολέμου. Δείτε το σχετικό βίντεο της Μηχανής του Χρόνου για την ιστορία του «Ουζερί Τσιτσάνης. Μιλούν οι: Γιώργος Σκαμπαρδώνης - συγγραφέας του βιβλίου «Ουζερί Τσιτσάνης», Σώτος Αλεξίου – συγγραφέας του βιβλίου «Ο ξακουστός Τσιτσάνης» και ο δημοσιογράφος Γιώργος Λιάνης.
Οι ερωτικές ιστορίες περνάνε στο κοινό μεγάλα νοήματα
Πριν από τρία χρόνια ερωτεύτηκε ένα βιβλίο, «κόλλησε», όπως λέει ο ίδιος. Και όσο δύσκολη κι αν ήταν η κινηματογραφική του μεταφορά, την επιχείρησε δουλεύοντας σκληρά. Διαβάζοντας εντατικά.Για τον Μανούσο Μανουσάκη, φυσικά, ο λόγος και την ταινία του , που παίζεται στις αίθουσες και πάει εξαιρετικά. Εχει ήδη κόψει 74.600 εισιτήρια και δεν έχει καλά καλά ολοκληρώσει τη δεύτερη εβδομάδα προβολής της.
Δεν υπάρχει δε άνθρωπος που να μην είναι πολύ προσεκτικός στο τι ακριβώς θα πει και γράψει γι’ αυτήν, ακόμη κι αν δεν του άρεσε πολύ.
Γιατί τόσο το μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, όσο και η δουλειά του Μανούσου Μανουσάκη είναι καλλιτεχνικά είδη πρώτης ανάγκης.
«Σε μια εποχή που ο ρατσισμός χτυπάει την πόρτα της Ευρώπης και τα ναζιστικά μορφώματα αναπτύσσονται παντού, το μυθιστόρημα “Ουζερί Τσιτσάνης” ήταν για μένα πραγματικό χρυσωρυχείο», λέει ο σκηνοθέτης.
«Αυτά που με τράβηξαν αμέσως ήταν η ιδεολογία του, το κοινωνικό του κουκούτσι, δηλαδή η συγκλονιστική ιστορία εξόντωσης της εβραϊκής κοινότητας Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς. Αλλά συγχρόνως το βιβλίο μού έδινε κι ένα καταπληκτικό όχημα για να τη διηγηθώ: μια ερωτική ιστορία κι έναν μεγάλο συνθέτη, τον Τσιτσάνη».
Για όσους δεν το ξέρουν, κέντρο της ταινίας είναι ένας μεγάλος και καταδικασμένος έρωτας ανάμεσα σε έναν Ελληνα και μια Εβραιοπούλα της Θεσσαλονίκης, την εποχή που το εγκληματικό σχέδιο των ναζί σχεδιάζεται και εξελίσσεται, ενώ την ίδια ώρα ένας 26χρονος συνθέτης γράφει τα ωραιότερα τραγούδια του.
Από τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» και τις «Νύχτες Μαγικές» μέχρι το «Μπαχτσέ Τσιφλίκι». Δεκατέσσερα τραγούδια του Τσιτσάνη ακούγονται σε νέες ενορχηστρώσεις του Θέμη Καραμουρατίδη, «που είναι και στα ντουζένια του», όπως σωστά παρατηρεί ο σκηνοθέτης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Μανούσος Μανουσάκης ξεκινάει από έναν απαγορευμένο έρωτα ανάμεσα σε νέους από διαφορετικές φυλές και θρησκείες για να θίξει τα ταμπού και τις προκαταλήψεις της ελληνικής κοινωνίας.
Τηρουμένων των αναλογιών, το «Ουζερί Τσιτσάνης» θυμίζει τους τηλεοπτικούς «Ψίθυρους καρδιάς».
«Οι ερωτικές ιστορίες μού λύνουν τα χέρια για να πάρω μια ακραία κατάσταση, πολιτική ή κοινωνική, και να την κάνω πιο χειροπιαστή, να την περάσω στο πλατύ κοινό σαν ένα λαϊκό θέαμα, με την ποιότητά του, βέβαια. Να ’ρθει ο κόσμος, να συγκινηθεί, να μπει και στα μεγάλα νοήματα της ταινίας», εξηγεί ο σκηνοθέτης.
Ομολογεί, πάντως, πως δεν ήταν και τόσο εύκολο «να βρεθεί η χρυσή τομή, η ισορροπία και η σωστή δοσολογία των μοτίβων του μυθιστορήματος», του έρωτα, του ολοκαυτώματος, της μουσικής του Τσιτσάνη.
Δούλεψε, όμως, με πάθος και «ηδονή». Διάβασε ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει γύρω από τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης.
Απέφυγε, πάντως, να δει ανάλογες ξένες ταινίες (μόνο τη «Λίστα του Σίντλερ» και τον «Πιανίστα» ξαναείδε) και είχε στο πλευρό του έναν πιστό σύντροφο, τον Τζέκι Μπενμαγιόρ, ερευνητή της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης.
«Δεν ήταν απλώς ιστορικός μας σύμβουλος, δεν μας βοήθησε μόνο να έχουμε την απαραίτητη ιστορική ακρίβεια, αυτήν τη βρίσκεις και στα βιβλία», λέει ο Μανούσος Μανουσάκης. «Ο Τζέκι μάς δίδαξε την καθημερινότητα της εποχής, το συναίσθημα, τα ήθη, τους τρόπους συνδιαλλαγής των ανθρώπων».
Το «Ουζερί Τσιτσάνης» δεν είναι, βέβαια, μια «ντοκουμενταρίστικη αποτύπωση της εποχής», διευκρινίζει ο σκηνοθέτης, όσο κι αν δόθηκε ιδιαίτερη φροντίδα σε χώρους (μεγάλη η συμβολή του σκηνογράφου Αντώνη Χαλκιά), σε κοστούμια, σε εβραϊκές τελετουργίες και ιστορικά ντοκουμέντα (για παράδειγμα, ο ΟΣΕ πρόσφερε το ίδιο το τρένο, τη μηχανή και τα βαγόνια, με τα οποία μεταφέρθηκαν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης στα στρατόπεδα συγκέντρωσης).
Ο Μανούσος Μανουσάκης είχε αποφασίσει η ταινία του και κυρίως οι ήρωές της να έχουν την αμεσότητα των σύγχρονων ανθρώπων. Να μην είναι «μνημεία εποχής».
Είναι φανερό στον ηθοποιό που διάλεξε για τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον ταλαντούχο Ανδρέα Κωνσταντίνου:
Τον είδα στη “Μικρά Αγγλία” του Βούλγαρη και αμέσως είπα, “αυτός είναι ο Τσιτσάνης, δεν υπάρχει άλλος”. Ουτε μακιγιάζ να θυμίζει τον συνθέτη τού κάναμε, δεν θέλαμε ένα αντίγραφο, μόνο μια δημιουργική ομοιότητα. Να κάνει ο ηθοποιός δικό του τον Τσιτσάνη, όχι ο Τσιτσάνης δικό του τον ηθοποιό. Διάβασε, όμως, πολύ, είδε ντοκιμαντέρ με τον συνθέτη, είχε σημασία να ξέρει τα σουσούμια του, τις μικρές του κινήσεις, το βλέμμα του.
Εκτιμώ απεριόριστα τον Λάνθιμο
Ο Μανούσος Μανουσάκης επιστρέφει στον κινηματογράφο -με την πέμπτη ταινία του- σε μια καλή εποχή.«Οντως παίρνει τα πάνω του, πάει καλύτερα από πέρυσι», παραδέχεται. «Υπάρχουν ταινίες σαν τον “Αστακό”, που πήγε και τόσο καλά. Τον εκτιμώ απεριόριστα τον Γιώργο Λάνθιμο. Υπηρετεί το είδος του με πίστη και συνέπεια. Είδα την ταινία του με ευχαρίστηση».
Αυτό που τον ανησυχεί, όπως και κάθε Ελληνα σκηνοθέτη, είναι η κατάργηση του ειδικού φόρου επί των εισιτηρίων, που γύριζε πίσω στο σινεμά.
«Ηταν εγκληματικό και χωρίς καμία λογική», λέει. «Γιατί δεν είναι χρήματα που πάνε σε συντάξεις, ας πούμε, αλλά κατευθείαν στην παραγωγή. Γύρω από μια ταινία ή ένα σίριαλ άμεσα ή έμμεσα εμπλέκονται 200 άνθρωποι. Το σινεμά είναι βιομηχανία και μάλιστα ανταποδοτική. Το μοναδικό πράγμα που μας έχει κάνει υπερήφανους τα τελευταία χρόνια είναι οι ελληνικές ταινίες που διακρίθηκαν στο εξωτερικό. Και αυξήσανε και τον ΦΠΑ σε 23%, ενώ παντού (θέατρο και βιβλίο) είναι 6%. Μην τους ανοίξουμε, όμως, τώρα την όρεξη και το αυξήσουν παντού»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου