Ο Maurizio Cattelan κάνει βόλτα στην Αθήνα
Τι λέει ο διάσημος καλλιτέχνης για την «κρίση» και το «μαύρο» χιούμορ των Ελλήνων
Ο διεθνούς φήμης γλύπτης Maurizio Cattelan, που είχε γράψει
κάποτε στην A.V. για την αγαπημένη του Ύδρα, επισκέφτηκε την Αθήνα και
μοιράστηκε την εμπειρία του στο Vulture του New York Magazine. Ήδη στην
εισαγωγή του άρθρου του ο 55χρονος Ιταλός δίνει το στίγμα της
πολυπλοκότητας της πόλης: «Η Αθήνα είναι μια μεγαλόπολη του παράδοξου η
οποία, εν μέσω τσιμέντου και άργιλου, συνδυάζει μια περασμένη ευρωπαϊκή
αύρα με τη μεσογειακή ηπιότητα και ένα χάος τριτοκοσμικού τύπου».
Ο Cattelan ενδιαφέρεται όμως περισσότερο να διερευνήσει πόσο βαθιά τσαλαβουτάει η αθηναϊκή πραγματικότητα στην «Κρίση» που διανύει τον πέμπτο πλέον χρόνο της. Και διαπιστώνει ότι ο μύθος «φτωχοί άλλα σέξι» καταρρέει και το μόνο αντίβαρο απέναντι στις ολοένα δυσκολότερες συνθήκες διαβίωσης είναι το «εκκεντρικό» όσο και «μαύρο» χιούμορ των Ελλήνων. Ως ζωντανή απόδειξη αυτού θεωρεί τις τσάντες με λογότυπο «Fuck crisis, let’s dance» που διατίθενται στο πωλητήριο του Μουσείου Μπενάκη στην Πειραιώς. Ένα λογότυπο με διπλή λειτουργία, αφού αποτελεί τόσο μετα-σχόλιο πάνω στην εγχώρια φετιχοποίηση της ελληνικής «τραγωδίας» όσο και έμμεση καταγγελία σε όλους όσοι ρομαντικοποιούν την ελληνική πραγματικότητα από την ασφάλεια του εξωτερικού.
Έργο του Παναγιώτη Λουκά (φωτό: Myriam Ben Salah)
Φτάνοντας στην Αθήνα στις 14 Φεβρουαρίου, ο Cattelan παίρνει ταξί από το αεροδρόμιο, όπου και λαμβάνει μαθήματα αποφυγής των διαδηλωτών του Συντάγματος από τον λαλίστατο ταξιτζή. Κατόπιν, οδηγείται από τη Νάντια Αργυροπούλου σε μια διονυσιακή γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου, ξεναγείται στην Breeder από τη Νάντια Γεραζούνη, παρακολουθεί μια συναυλία στο Callas Studio και καταλήγει στο Six D.O.G.S. Τις επόμενες μέρες μιλάει με πλήθος ανθρώπων από τον χώρο της τέχνης, μεταξύ αυτών τον Δάκη Ιωάννου του ιδρύματος ΔΕΣΤΕ.
Mirage Machines του Άγγελου Πλέσσα (στην Breeder)
Ποιο είναι το απόσταγμα αυτής της επίσκεψης; Ο Cattelan αναρωτιέται αν υπάρχει πραγματικά αυτό που αποκαλούμε «τέχνη της κρίσης». Μήπως απλώς για ακόμα ένα κλισέ, μια ρομαντική προβολή του «arte povera»; Δεν μπορεί παρά να καταγράψει το οργασμικό σχεδόν ξεπέταγμα νέων χώρων τέχνης, τις άφθονες εκθέσεις που φιλοξενούνται σε κάθε πιθανό και απίθανο χώρο. Μήπως όμως αυτός ο αναβρασμός υπάγεται στη «διπλή βουλιμία» που παρατηρεί η Αργυροπούλου, το διαρκές άνοιγμα χώρων αφιερωμένων είτε στην τέχνη είτε στη γαστρονομία; Λίγοι εξ αυτών θα επιβιώσουν. Αρκετοί θα κλείσουν, θα αλλάξουν διεύθυνση, θα μετατραπούν σε κάτι άλλο. Σε μια πόλη που όλα γίνονται με τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια και τους ελάχιστους δυνατούς πόρους, μπορεί να υπάρξει μια kunsthalle, όπως προβλέπει μισοαστειευόμενη η Γεραζούνη; Είναι η Αθήνα προορισμένη να γίνει το νέο Βερολίνο δίκην εναλλακτικότητας; Ή κι αυτό αποτελεί μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, μια φαντασιακή κατασκευή; Ο Cattelan διαπιστώνει άλλωστε ότι η ελληνική τέχνη εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα μεγάλα ιδρύματα με τα «ελλειπτικά ονόματα» - ΝΕΟΝ, Ωνάσης, Νιάρχος – , δηλαδή από οικογένειες που παραμένουν αλώβητες σε μεγάλο βαθμό από την κρίση. Ο καλλιτέχνης καταλήγει με μια ευχή: είθε η τέχνη να ενώσει με κάποιο τρόπο τις αντίθετες παρατάξεις.
Ο Cattelan ενδιαφέρεται όμως περισσότερο να διερευνήσει πόσο βαθιά τσαλαβουτάει η αθηναϊκή πραγματικότητα στην «Κρίση» που διανύει τον πέμπτο πλέον χρόνο της. Και διαπιστώνει ότι ο μύθος «φτωχοί άλλα σέξι» καταρρέει και το μόνο αντίβαρο απέναντι στις ολοένα δυσκολότερες συνθήκες διαβίωσης είναι το «εκκεντρικό» όσο και «μαύρο» χιούμορ των Ελλήνων. Ως ζωντανή απόδειξη αυτού θεωρεί τις τσάντες με λογότυπο «Fuck crisis, let’s dance» που διατίθενται στο πωλητήριο του Μουσείου Μπενάκη στην Πειραιώς. Ένα λογότυπο με διπλή λειτουργία, αφού αποτελεί τόσο μετα-σχόλιο πάνω στην εγχώρια φετιχοποίηση της ελληνικής «τραγωδίας» όσο και έμμεση καταγγελία σε όλους όσοι ρομαντικοποιούν την ελληνική πραγματικότητα από την ασφάλεια του εξωτερικού.
Έργο του Παναγιώτη Λουκά (φωτό: Myriam Ben Salah)
Φτάνοντας στην Αθήνα στις 14 Φεβρουαρίου, ο Cattelan παίρνει ταξί από το αεροδρόμιο, όπου και λαμβάνει μαθήματα αποφυγής των διαδηλωτών του Συντάγματος από τον λαλίστατο ταξιτζή. Κατόπιν, οδηγείται από τη Νάντια Αργυροπούλου σε μια διονυσιακή γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου, ξεναγείται στην Breeder από τη Νάντια Γεραζούνη, παρακολουθεί μια συναυλία στο Callas Studio και καταλήγει στο Six D.O.G.S. Τις επόμενες μέρες μιλάει με πλήθος ανθρώπων από τον χώρο της τέχνης, μεταξύ αυτών τον Δάκη Ιωάννου του ιδρύματος ΔΕΣΤΕ.
Mirage Machines του Άγγελου Πλέσσα (στην Breeder)
Ποιο είναι το απόσταγμα αυτής της επίσκεψης; Ο Cattelan αναρωτιέται αν υπάρχει πραγματικά αυτό που αποκαλούμε «τέχνη της κρίσης». Μήπως απλώς για ακόμα ένα κλισέ, μια ρομαντική προβολή του «arte povera»; Δεν μπορεί παρά να καταγράψει το οργασμικό σχεδόν ξεπέταγμα νέων χώρων τέχνης, τις άφθονες εκθέσεις που φιλοξενούνται σε κάθε πιθανό και απίθανο χώρο. Μήπως όμως αυτός ο αναβρασμός υπάγεται στη «διπλή βουλιμία» που παρατηρεί η Αργυροπούλου, το διαρκές άνοιγμα χώρων αφιερωμένων είτε στην τέχνη είτε στη γαστρονομία; Λίγοι εξ αυτών θα επιβιώσουν. Αρκετοί θα κλείσουν, θα αλλάξουν διεύθυνση, θα μετατραπούν σε κάτι άλλο. Σε μια πόλη που όλα γίνονται με τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια και τους ελάχιστους δυνατούς πόρους, μπορεί να υπάρξει μια kunsthalle, όπως προβλέπει μισοαστειευόμενη η Γεραζούνη; Είναι η Αθήνα προορισμένη να γίνει το νέο Βερολίνο δίκην εναλλακτικότητας; Ή κι αυτό αποτελεί μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, μια φαντασιακή κατασκευή; Ο Cattelan διαπιστώνει άλλωστε ότι η ελληνική τέχνη εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα μεγάλα ιδρύματα με τα «ελλειπτικά ονόματα» - ΝΕΟΝ, Ωνάσης, Νιάρχος – , δηλαδή από οικογένειες που παραμένουν αλώβητες σε μεγάλο βαθμό από την κρίση. Ο καλλιτέχνης καταλήγει με μια ευχή: είθε η τέχνη να ενώσει με κάποιο τρόπο τις αντίθετες παρατάξεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου