******************
ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Το «Ανοιχτό Βιβλίο», για τρίτη συνεχή χρονιά, στεγάζει στις σελίδες του πρωτότυπα καλοκαιρινά διηγήματα. Δώδεκα συγγραφείς, διαφορετικής ηλικιακής κλίμακας, θεματικού άξονα και αφηγηματικής παλέτας έγραψαν ευσύνοπτες καλοκαιρινές ιστορίες. Μ’ άλλα λόγια, έθεσαν στο κέντρο της μυθοπλασίας τους τη θερινή εμπειρία και μας έστειλαν κείμενα νοσταλγικά, περιπλανητικά, παιγνιώδη, ενδοσκοπικά, ανατρεπτικά ή αναστοχαστικά που θα μας συντροφεύουν όλο το φετινό καλοκαίρι. Για άλλη μια φορά το «Ανοιχτό Βιβλίο», εκτός από κριτική πυξίδα, προσφέρει και λογοτεχνική απόλαυση. ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ
Ακης Παπαντώνης
Kαρτ ποστάλ από τη Βόρεια Θάλασσα
«Ἐγὼ εἶμαι ὁ τόπος σοὺ/ ἴσως νὰ μὴν εἶμαι κανεὶς/
ἀλλὰ μπορῶ νὰ γίνω αὐτὸ ποὺ θέλεις».
—Γ. Σεφέρης, «Επί Σκηνής Δ’»
ἀλλὰ μπορῶ νὰ γίνω αὐτὸ ποὺ θέλεις».
—Γ. Σεφέρης, «Επί Σκηνής Δ’»
1. Η κηδεία έγινε ημέρα Τετάρτη —κατάκοπο Mittwoch. Δεν σε πήραν μαζί. Εμεινες σπίτι με μια γειτόνισσα. Εζεχνε τσιγάρο. Καθίσατε στην κουζίνα: εκείνη με πλάτη στον φούρνο, εσύ στο ντιβάνι. Σε ρώτησε αν πεινάς και —πριν απαντήσεις— έστρωσε τραπέζι. Για τραπεζομάντιλο άπλωσε την τσόχα της γιαγιάς που κανείς δεν τολμούσε ν’ αγγίξει. Ηταν τόσο μαλακή που ήθελες να κοιμηθείς επάνω της. Τη χάιδευες με τα δαχτυλάκια σου. Η γειτόνισσα έφερε χορτόσουπα (μέσα Μάη κι ακόμα σε ντύνανε με μάλλινα) και την τράπουλα. Με το αναμμένο τσιγάρο στα χείλη σε τάιζε και σε μάθαινε κουμ καν.
Οταν επέστρεψαν οι δικοί σου, παράτησε την παρτίδα. Κι έφυγε χωρίς να χαιρετήσει.
Ο παππούς το ’χε για κατάρα να θαφτεί στα ξένα. Στο κοιμητήριο του Αουριχ ο τεχνίτης σκάλισε λάθος το μικρό του όνομα. Από το κληροδότημά του —ένα ράδιο, ένα βίντεο και κάτι κασέτες VHS— το ράδιο το δώσατε στη γειτόνισσα, αντίδωρο.
2.Την οικογενειακή φωτογραφία, που επέμεναν οι γονείς σου να στείλετε στους θείους στην Ηγουμενίτσα, θα την έβγαζε ο Αμίτ. Κρατάει το kiosk απ’ όπου αγόραζε ο πατέρας σου καπνό δικό του και τσιγάρα της μάνας σου.
Στηθήκατε δίπλα στην μπαλκονόπορτα. Η μάνα σου σε μια καρέκλα, ο πατέρας σου όρθιος πίσω της με το τσιμπούκι αναμμένο, εσύ κι ο αδερφός σου στο ένα πλάι, ο φίκος στο άλλο. Είχε ξημερώσει Ιούνιος με ζέστη. Φορούσατε κοντομάνικα πουκάμισα —κι εσύ κι ο αδερφός σου— και στεκόσασταν ξυπόλητοι.
Η λευκή κουρτίνα φίλτραρε το πρωινό φως, ο καπνός απ’ το τσιμπούκι του πατέρα σου ανέβαινε ώς το ταβάνι, ο Αμίτ τράβηξε δυο-τρεις πόζες χαμογελώντας. Υστερα, τον συνοδεύσατε ώς την πόρτα. «Ο μεγάλος», είπε στον πατέρα σου πριν στρίψει στο κλιμακοστάσιο, «έχει τα μακριά δάχτυλα της μητέρας σου και την πλατιά μύτη τη δική σου». Εχεις και τα γαλανά μάτια του παππού σου, το ανάστημα των θείων σου (από την Ηγουμενίτσα), όμως καμία από τις κακές συνήθειες του μικρού σου αδερφού. Εκεί, ανάμεσα στα μπλεγμένα γονίδια της γενεαλογίας σου, στον καπνισμένο φίκο και στις τέσσερις πλευρές του φωτογραφικού φιλμ στριμώχνεται ακόμα ο εαυτός σου.
3. Το δωμάτιο έχει έναν τοίχο με μολυβένια ενίσχυση στην πλευρά του διαδρόμου κι έναν μισοσκότεινο προθάλαμο. Εκεί, σ’ ένα τραπεζάκι από ταλαιπωρημένη φορμάικα, ακουμπά ο νοσοκόμος της βάρδιας το φαγητό και το τσάι σου. Σου χτυπά απαλά τη μεσόπορτα, περιμένεις ν’ ακούσεις τα βήματά του να απομακρύνονται, βγαίνεις και το παίρνεις. Οταν τελειώσεις το γεύμα σου επιστρέφεις τον δίσκο εκεί. Ανάμεσα από τις κίτρινες ταινίες με την επισήμανση «Radioaktiv».
Στο ίδιο τραπεζάκι σού άφησε την πρώτη μέρα ο γιατρός το βαρύ «γουρουνάκι» με το σκούρο υγρό. «Καλύτερα η κατάποση να γίνει σε μία δόση», σου είπε από το άνοιγμα της πόρτας. «Και τα εκατό μιλικιουρί μαζί. Κι ύστερα πολύ νερό. Νερό, διαρκώς. Και να μη φοβάστε, το ραδιενεργό ιώδιο έχει λίγες ώρες ημιζωής στον οργανισμό. Πολύ νερό».
Η πόρτα έκλεισε. Εσύ ξεβίδωσες το καπάκι, κατάπιες το περιεχόμενο με μια γουλιά, ένιωσες κάψιμο στον λαιμό. Και ήπιες νερό. Ηταν αρχές Ιουλίου, έκανε ψύχρα. Κοιτούσες, από το μοναδικό παράθυρο του δωματίου, το κανάλι Ems-Jade όπως έστριβε προς τη Βόρεια Θάλασσα —για παρέα κρατούσες την τηλεόραση ανοιχτή. (Τις πρώτες σαράντα οχτώ ώρες δεν επιτρέπονταν επισκέψεις.) Κι όλη νύχτα ξυπνούσες να πιεις νερό. Το στομάχι σου είχε πρηστεί, όμως το κάψιμο επέμενε. Μόνο τα πόδια σου, από το γόνατο και κάτω, πάγωναν, λες κι είχε πλημμυρίσει το δωμάτιο με νερό από τη Βόρεια Θάλασσα.
4. Στο καράβι από Αγκόνα κλείδωσες το φορτηγό κι ανέβηκες στην κουβέρτα για τσιγάρο. Βράδιαζε, είχε σηκώσει ένα ευχάριστο αεράκι. Με την ευκαιρία του δρομολογίου για Θεσσαλονίκη θα έκανες Δεκαπενταύγουστο στους θείους σου. Οταν η Ηγουμενίτσα είχε αρχίσει πια ν’ αχνοφαίνεται, θα ορκιζόσουν πως είδες τη μάνα σου να περπατά στο νερό. Πως την άκουσες να σου φωνάζει το ίδιο που σου είχε ψιθυρίσει στ’ αυτί όταν ο πατέρας σου ήθελε πρώτη φορά να σε βγάλει στο κανάλι με τη βάρκα: «Το νερό είναι ζηλιάρης Θεός, και τα κύματα η εκκλησιά του —κάτι να μπεις, κάτι να προσκυνήσεις, έχει ανέβει από το γόνατο ώς πάνω απ’ τον λαιμό και σε κρατάει εκεί για πάντα».
Στο σπίτι σε υποδέχτηκαν με κρασί και χορτόπιτα. Και μ’ ένα κουτί φωτογραφίες.
Στη μία φαινόταν το γείσο απ’ το καπέλο του πατέρα σου. Στην άλλη, φλουταρισμένη, η άκρη του χεριού του. Σε μια τρίτη η βέρα του στο κομοδίνο, κι ο ώμος του ιδρωμένος. Στην τελευταία —κάτω κάτω στο κουτί— φορούσε πουκάμισο, ήταν φρεσκοξυρισμένος και κάπνιζε το τσιμπούκι του με ύφος Ινδιάνου. Η ώρα πέρασε. Η σκιά από τους δυο αρρωστημένους φοίνικες στο πεζοδρόμιο είχε αλλάξει θέση, ο κύριος με το τσιμπούκι και το ύφος Ινδιάνου δεν ήταν πια παρά μια φωτογενής απουσία, το μερίδιό σου από τα κτήματα το έδωσες σε μεσίτη. Για την επιστροφή φόρτωσες στα Γιάννενα. (Μαζί κι έναν αποκωδικοποιητή, να πιάνεις τα ελληνικά κανάλια στο Αουριχ.)
* H νουβέλα του Ακη Παπαντώνη «Καρυότυπος» (Κίχλη) τιμήθηκε πρόσφατα με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου (Αναγνώστης, 2015).
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου