Τρίτη, Ιουνίου 09, 2015

Ανταγωνισμός πόλεων, νεοφιλελευθερισμός, λογοτεχνία

Πηγή: ο αναγνώστης στις 7 Ιουνίου, 2015

56-204638-amsterdam

του Κίμωνα Θεοδώρου (*).


Σε ηλεκτρονικά παιχνίδια τύπου Simcity ο χρήστης δομεί μια πόλη από το μηδέν. Κινείται σαν επιχειρηματίας με γνώμονα τη βιωσιμότητα της πόλης/επιχείρησης που σχεδιάζει: όσο περισσότερες επενδύσεις λαμβάνουν χώρα, παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού και των οικονομικών μεγεθών και τελικός ποσοτικός κριτής του παιχνιδιού, είναι το χρηματικό κέρδος του ταμείου της αυτοδιοίκησης.
Η σύγχρονη πόλη δεν απέχει πολύ από αυτήν την εικονική πραγματικότητα, στηρίζεται στη δύναμη της εικόνας και της ψυχαγωγίας, σε επιφανειακές αισθητηριακού τύπου απολαύσεις με συγκεκριμένο οικονομικό υπόστρωμα, η οποία χαρακτηρίζει την αποκαλούμενη μεταμοντέρνα εποχή. Την ευθραυστότητα της εικόνας της, της επίπλαστης ευζωίας, μπορεί κανείς να την αναλογιστεί σε περιόδους οικονομικής κρίσης.
 Δεν θα περιμέναμε από ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι να προχωρήσει βαθύτερα στην ανάλυση κοινωνικών δομών. Ο αντικατοπτρισμός του, όμως, αποτελεί μέρος της βιωμένης  αστικής καθημερινότητας, τα πάντα μετατρέπονται σε παιχνίδι επιλεκτικού ωφελιμισμού, αγνοώντας αυτούς που δεν συμμετέχουν στο παιχνίδι και αποκλείοντας κοινωνικές ομάδες μέσα στον αστικό ιστό προς όφελος άλλων ομάδων.
Η αστική διακυβέρνηση αποτελεί φαινόμενο εν εξελίξει που μεταλλάσσεται από διαχειριστικό σε επιχειρησιακό. Αν τις προηγούμενες δεκαετίες ο ρόλος των τοπικών φορέων ήταν περισσότερο διαχειριστικός με γραφειοκρατική μορφή, πλέον διαδραματίζουν πιο ενεργό ρόλο στη λήψη αποφάσεων και στη χάραξη στρατηγικών ανάπτυξης, με διακυμάνσεις στη θεωρία και στην πράξη. Ο νέος ρόλος συμβαδίζει με την εξέλιξη του μοντέλου παραγωγής από τη «φορντική συσσώρευση» στην «ευέλικτη συσσώρευση» που σημαίνει νέες μορφές ευέλικτης διοίκησης και εργασίας, κατακερματισμό σε όλα τα επίπεδα, αποκαθετοποίηση και συμπράξεις ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Η ευέλικτη συσσώρευση προέκυψε μετά τις οικονομικές κρίσεις από τη δεκαετία του 1970 και τον κορεσμό του κεϋνσιανισμού. Νέες φιλελεύθερες πολιτικές εξασφαλίζουν στο κεφάλαιο τα υπερμεγέθη κέρδη του, όπως περιγράφει παραστατικά ο David Harvey (2007) και τονίζει πως για να γίνει κυρίαρχος οποιοσδήποτε τρόπος σκέψης, πρέπει να αναπτυχθεί ένας εννοιολογικός μηχανισμός που απευθύνεται στις αυθόρμητες πεποιθήσεις και τα ένστικτά μας. Έτσι, η νεοφιλελεύθερη σκέψη εκμεταλλεύτηκε τα ιδανικά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ατομικής ελευθερίας για τη θεμελίωσή της. Η Θάτσερ, στηρίζοντας τον νεοφιλελευθερισμό στην Αγγλία διακήρυττε πως «δεν υπάρχει κοινωνία, παρά μόνο άτομα» – και πρόσθεσε αμέσως μετά, και οι οικογένειες τους. Όλες οι μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης έπρεπε να καταργηθούν προς όφελος του ατομισμού, της ατομικής ιδιοκτησίας, της προσωπικής υπευθυνότητας και των οικογενειακών αξιών.
Επιχειρούμε την εξής αντιστοιχία: η πόλη αναζητά την απελευθέρωση της από την κεντρική εξουσία του κράτους, τη δράση της ως μονάδα που θα εξασφαλίσει το καλύτερο για τον εαυτό της, την αλλαγή της από το ρόλο διαχειριστή στο ρόλο ιδιοκτήτη της πολυκατοικίας. Ο πολίτης στρέφεται στον εαυτό του, στο άμεσο περιβάλλον του, στηρίζεται στην οικογένεια του, στην πόλη όπου ζει. Δεν έχει σχέση με αμεσοδημοκρατία. Το πολιτικό και οικονομικό πρότυπο που οδηγεί τη διαδικασία έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ο «χρήστης» που δομεί το αστικό περιβάλλον – όπως στο Simcity- είναι υπεύθυνος για την ευημερία της πόλης που σημαίνει ευημερία των αριθμών και οικονομική μεγέθυνση η οποία υπερτερεί άλλων εκφάνσεων της κοινωνικής ζωής. Παράλληλα, στην πραγματικότητα, έρχεται αντιμέτωπος με το πλαίσιο της παγκόσμιας αγοράς, μέσα στο οποίο πρέπει να κινηθεί η «ελευθερία» του.
Στο καθεστώς της άνισης καπιταλιστικής ανάπτυξης, υπό τους όρους του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, η ευέλικτη συσσώρευση μεταφέρει το κεφάλαιο εύκολα από τόπο σε τόπο, αφήνοντας πίσω της αποβιομηχανοποιημένα τοπία, ανεργία και περιθωριοποίηση. Έτσι, οι πόλεις μεταβαίνουν στην εποχή του έντονου ανταγωνισμού και επιδιώκουν την απόκτηση συγκριτικών πλεονασμάτων, προκειμένου να διατηρήσουν ή να προσελκύσουν κεφάλαια και να ανοίξουν νέες αναπτυξιακές διόδους. Φτάνουν έως την εμπορευματοποίηση του τοπίου, της ιστορίας, των  παραδόσεων κάθε περιοχής, με αλλοιώσεις και επινοήσεις, με σκοπό το κέρδος μέσω της πολιτιστικής βιομηχανίας. Ως εκ τούτου γίνεται λόγος για «παγκοσμιοτοπικοποίηση» (glocalisation), παρατηρώντας τις διαδικασίες παγκοσμιοποίησης της οικονομίας σ’ ένα αφήγημα που θέλει να συμβαδίσει με την τοπικότητα.
Η πόλη είναι ένας παραγόμενος χώρος με ποικίλο πληθυσμό: τον κάτοικο κι εργαζόμενο, τον επισκέπτη, τον τουρίστα, τον μετανάστη και περιπλανώμενο, τον επωχούμενο και τον πεζό, τον γέρο και το παιδί, τον πολεοδόμο και τον αυθαίρετο οικιστή (Λεοντίδου, 2004). Είναι μάλλον ανέφικτο να δομηθεί ένας ενιαίος ιστός που μπορεί να ικανοποιήσει όλους τους παραπάνω (ωστόσο οι ουτοπικές συλλήψεις είναι μια πυξίδα που δεν πρέπει να εγκαταλειφτεί λειτουργώντας ως αντίπαλο δέος της δυστοπίας). Σε κάποιες ομάδες δίνεται πάντα προτεραιότητα ενώ άλλοι θα αποκλείονται, καταδεικνύοντας σχέσεις εξουσίας. Στην εποχή του ανταγωνισμού των πόλεων, δίνεται βάση στην προσέλκυση κεφαλαίων για την οικονομική τους επιβίωση, υλοποιούνται έργα βιτρίνας και ανθούν πολιτιστικές βιομηχανίες ως πόλος έλξης επισκεπτών. Η αρχή του μοντερνισμού «η μορφή ακολουθεί τη λειτουργία» ανατρέπεται στρέφοντας το βάρος στη μορφή. Οι παρεμβάσεις στο μετανεωτερικό αστικό περιβάλλον κινούνται συνήθως με γνώμονα την αισθητική του εντυπωσιασμού.
Το πόσο η βιτρίνα μετράει μπορούμε να το αναλογιστούμε μέσα από πολλές αναφορές. Αυτό φαίνεται να έχουν κατά νου και οι δύο ακόλουθοι συγγραφείς.
Ο Julian Barnes στο σατιρικό μυθιστόρημα England England περιγράφει το όραμα ενός επιχειρηματία που καταφέρνει να φτιάξει σ’ ένα νησί (στο Isle of Wight) μια καινούργια Αγγλία, αντιπροσωπευτική της παλιάς, γεμάτη αντίγραφα, συμπεριλαμβάνοντας όλα τα μνημεία από το Μπιγκ Μπεν έως τα βασιλικά ανάκτορα και την ίδια τη βασιλική οικογένεια. Όλα γίνονται μέρος αυτής της καινούργιας Αγγλίας, ένα θεματικό πάρκο ψυχαγωγίας, μια μικρογραφία της παλιάς. Σαρκαστικά, μετά από χρόνια το αντίγραφο ως οντότητα γνωρίζει τεράστια ανάπτυξη ενώ η πραγματική Αγγλία καταρρέει, πληγμένη από μια σειρά κρίσεων.
Η Ευγενία Φακίνου στο μυθιστόρημα της Ποιος σκότωσε τον Μόμπυ Ντικ; καταπιάνεται χαρακτηριστικά με το θέμα της δημιουργίας του μύθου για μια πόλη. Εν ολίγοις, κατά την πλοκή ένας συγγραφέας καλείται έναντι αμοιβής να επινοήσει την ιστορία μιας ελληνικής επαρχιακής πόλης η οποία δεν έχει ιστορία. Έτσι, θα αποκτήσει αφηγήσιμη μορφή και μύθους που μπορούν να εμπορευτούν για να προσελκύσουν τουρίστες και να θερμάνουν την τοπική οικονομία. Καλείται με άλλα λόγια να φτιάξει ένα κολάζ επάνω στην τοπικότητα, την ταυτότητα και την ιστορία.
Αν το ηλεκτρονικό παιχνίδι ως μορφή τέχνης δεν έχει να μας προσφέρει διαφορετικές οπτικές, πέρα από τον εθισμό σε μια μηχανική αναπαραγωγή συγκεκριμένων πρακτικών, η λογοτεχνία έρχεται να ασκήσει κριτική δίχως να ηθικολογεί, φέρνοντας στο φως πτυχές τις οποίες σιωπηλά αποδεχόμαστε, θέτοντας -ανάμεσα σε άλλα- ερωτήματα επάνω στους τρόπους που δομούμε το κοινωνικό μας περιβάλλον. Παραπέρα, η ίδια η οικονομική κρίση ταλαντεύει τα θεμέλια των παραπάνω αναπτυξιακών πρακτικών.
Με τη σημασία των πολιτισμικών τοπίων ασχολείται διεξοδικότερα η Λουκαΐτου – Σιδέρη (2006) αναφερόμενη στην αμερικάνικη εμπειρία: οι φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης των πόλεων αναπτύσσουν πολιτιστικές στρατηγικές επενδύοντας στην προσέλκυση τουριστών. Έτσι, ένας ολόκληρος οικονομικός κύκλος τίθεται σε τροχιά (ξενοδοχεία, εστιατόρια, χώροι αναψυχής, νέες θέσεις εργασίας, κ.α.) και «η κουλτούρα γίνεται επιχείρηση». Έχει αναπτυχθεί μια κλίμακα διαβάθμισης της κριτικής της επιχειρηματικής πόλης, από την ήπια εκμετάλλευση και εμπορευματοποίηση της πόλης που στοχεύει στο σεβασμό του κατοίκου και την οικονομική ανάπτυξη, έως την σκληρή ανάπτυξη που αποβαίνει σε βάρος των κατοίκων.
Στο ελληνικό τοπίο υπάρχουν επίσης παραδείγματα, όπως η ανάπλαση λιμενικών προβλητών και αποθηκών που μετατρέπονται σε χώρους πολιτισμού και αναψυχής, με ποικίλες αξιολογήσεις όσον αφορά τα αποτελέσματα. Υπάρχει ακόμα το παράδειγμα των υποδομών των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, όπου η βελτίωση της ορατότητας της Αθήνας στην προσέλκυση κεφαλαίων και τα έργα βιτρίνας σχηματίζεται η εντύπωση ότι προσέφεραν περισσότερο προσωρινό όφελος.
Ο Swyngedouw (1989) διατυπώνει την άποψη πως η μάχη για την εξουσία στο χώρο εφόσον χαρακτηρίζεται από την ευέλικτη συσσώρευση όπου το κεφάλαιο μηδενίζει τις αποστάσεις και μετακινείται όπως θέλει, πλέον γίνεται μάχη για την εξουσία στον τόπο.        Εκφράζει τους φόβους του για την ομογενοποίηση του αστικού τοπίου όπου μπορεί να οδηγήσει ο ανταγωνισμός των πόλεων. Θα λέγαμε ότι μοιάζουν με φουτουριστικό εφιάλτη ή βγαλμένες από παιχνίδια τύπου Simcity οι ομοειδείς πόλεις με clusters που προσφέρουν πανομοιότυπες υπηρεσίες και ψυχαγωγία (εμπορικά κέντρα και κινηματογράφοι που δημιουργούνται με τη μορφή ‘copy/paste’ ή τη μορφή franchising που είναι ιδιαίτερα δημοφιλής ως εργαλείο της ευέλικτης συσσώρευσης). Η κριτική ματιά από την πλευρά λογοτεχνικών έργων, έρχεται να σώσει τα φαινόμενα και να τονίσει προβληματισμούς.


* Ο Κίμων Θεοδώρου είναι συγγραφέας. Η συλλογή διηγημάτων του «Μερικοί το λένε αγάπη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φαρφουλάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

♫ Tu Bella Ca' Lu Tieni-Oμορφούλα μου εσύ, με το στρογγυλό στήθος/Σε λένε Μαρία, τόσο όμορφο όνομα / Σου το έδωσε η Μαντόνα

L'arpeggiata – Tu bella ca lu tieni lu pettu tundu (Tarantella) Συνθέτης :Pino De Vittorio(1954 ) ...