Ο ΖΗΛΙΑΡΗΣ ΓΕΡΟΣ
Όσο είχα μαύρες τρίχες , έφευγα (= απέφευγα) την υπανδρείαν
και τα βάσανά της όλα΄
στων πενήντα μου την άσπρην γηραλέαν ηλικίαν
μ΄έβαλε στο χέρι μία πυροαίματη μαριόλα (= ομορφούλα, κατεργάρα)΄
η κοκόνα (=κυρά) μου μ΄επήρε διά τους καλούς σκοπούς της,
κι εις το βαλς κι εις τα καπέλα κι εις τους νέους είν΄ο νους της.
Στον ζυγόν ωσάν το βόδι στέκω τώρα ένα χρόνον΄
κέρατα με λείπουν μόνον...
Και πού ξεύρω αν με λείπουν; Έρχετ΄ένας και την φέρνει
μυρωδιές απ΄το Παρίσι΄
έρχετ΄άλλος και την παίρνει
στο αμάξι απ΄το χέρι, χωρίς καν να μ΄ερωτήσει.
-Πού την πάτε , κύριέ μου; Αφησετέ την ... είμ΄ευγνώμων...
"Τι ταιριάζει;" με φωνάζει, κι εξακολουθεί τον δρόμον.
Σκάνω, σκάνω, και πεθαίνω...Θάνατος η υπανδρεία΄
φωτιά, θάλασσα, γυναίκα, είναι όντως κακά τρία.
Εις το σπίτι μου φυτρώνει έξαφνα μια Εξοχότης΄
τσουπ! και μια Πανιερότης.
Φεύγουν , έρχονται, πηγαίνουν Γραμματείς την ώραν δέκα.
"Τόσος κόσμος, την φωνάζω, τι σε τριγυρνά, γυναίκα;"
Συγγενής ο ένας είναι, φίλος παλαιός ο άλλος,
και ο άλλος της Ελλάδος Εκλαμπρότατος μεγάλος...
Η αχρεία με προδίδει΄κλειδαριά και όχι άλλο
εις τα κάλλη της θα βάλω.
[...........................]
Κούφταλο (=χούφταλο, πολύ γέρος) δεν είμ΄ακόμα΄ή διότι ξεροβήχω,
εσταφίδιασα εμπρός σου, κι είμαι κρύος σαν τον τοίχο;
Διε (=δες) τους σημερινούς μας νέους! Κιχ και βιχ το πάγουν πάντα,
κι είναι γέροι στα τριάντα.
Αλέξανδρος Σούτσος (1803-1863), "Πανόραμα της Ελλάδος...". Ναύπλιο, 1833.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου