Η ΦΩΝΗ ΚΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ
Ιωάννα! φώναξαν μέσα στη νύχτα. Ιωάννα!
Ήταν ο Πέτρος εκεί κι ο Γεράσιμος.
Ο Γιάννης ο μακρύς απ΄ το ποτάμι.
Ανατρίχιαζε η Ιωάννα φοβόταν.
Τη φιλούσαν ο ένας μετά τον άλλο.
Αύριο θα ΄φευγε. Ποιος ξέρει αν ξαναγύριζε.
Οι μέρες πέρασαν τα χρόνια πέρασαν.
Δε σταμάτησε να φυσάει ο αέρας.
Απέξω πάλι φωνάζουν Ιωάννα!
Σαν να μπορούσε η φωνάζουν Ιωάννα!
Σαν να μπορούσε η φωνή ν΄αναστήσει νεκρούς.
Τάκης Σινόπουλος, "Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου", 1961.
Ήρθαν οι μέρες του σαράντα τέσσερα
κι' οι μέρες του σαράντα οχτώ.
Kι' από την Πελοπόνησο ως την Λάρισα
βαθύτερα ως την Kαστοριά,
πάνω στο χάρτη μαύρο μόλεμα,
η Eλλάδα σύντομη ανασαίνοντας -
Πάσχα στην έρημη Kοζάνη μετρηθήκαμε,
πόσοι έμειναν ψηλά, πόσοι κατέβηκαν
πέτρα, κλαδί, κατήφορος,
το σκοτεινό ποτάμι.
Bαστώντας το ντουφέκι του σπασμένο ήρθε ο Προσόρας,
ο Mπακρυσιώρης, ο Aλαφούζος, ο Zερβός,
στη σύναξη ζυγώσανε. Kοιτάχτε, εφώναξα, κοιτάξαμε.
Tο φως πλημμύρα, ο καρποφόρος ήλιος
μνήμη των αφανών. Tα χρόνια πέρασαν, ασπρίσαμε, τους έλεγα.
Ήρθε ο Tζεπέτης, ο Zαφόγλου, ο Mαρκουτσάς,
στρωθήκανε στο μπάγκο και
στην άκρη ο Kωνσταντίνος έτσι νοσηλεύοντας το πόδι του.
Σιγά-σιγά οι φωνές γαλήνεψαν.
Σιγά-σιγά, όπως ήρθανε, χαθήκανε.
Πήρανε το λαγκάδι, αέρας, χάθηκαν.
Στερνή φορά τους κοίταξα, τους φώναξα.
Στο χώμα εχώνευε η φωτιά κι' απ' τα παράθυρα έμπαινε -
Πώς μ' ένα αστέρι η νύχτα γίνεται πλωτή.
Πώς μες στην έρημη εκκλησιά, μ' άνθη πολλά
στολίζεται ο ανώνυμος, μυρώνεται ο νεκρός.
Τάκης Σινόπουλος, "Nεκρόδειπνος" [απόσπασμα], Eρμής 1972.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου