ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΡΟΛΟ
Δευτέρα, 6 Νοεμβρίου: μια ξεχωριστή βραδιά. Στο πατάρι του βιβλιοπωλείου Μόλχο–Προμηθέας, τα εγκαίνια ενός κύκλου (Δευτεριάτικων*) εκδηλώσεων με τίτλο Εσωτερικές παρεμβάσεις. Τελετάρχες δύο γνωστές προσωπικότητες της πνευματικής ζωής της πόλης: ο Μάρκος Μέσκος και ο Δημήτρης Δημητριάδης. Θέμα πρώτο: Λόγω Καρόλου Τσίζεκ, μια βόλτα στα περασμένα. Ο Μάρκος Μέσκος ανέλαβε (με άκρα συντομία και ευστοχία, ομολογουμένως) να μας περιδιαβάσει στα πνευματικά στέκια της Θεσσαλονίκης, από το Μεσοπόλεμο έως και τις μέρες μας, θυμίζοντας τους διάφορους λογοτεχνικούς κύκλους και επισημαίνοντας τα σημαντικότερα σωματεία και τα περιοδικά-σταθμούς , τον Κοχλία, τη Νέα Πορεία, την Κριτική, τη Διαγώνιο, το Εντευκτήριο.
Όλα αυτά προς τι;
Μα για να μας τονίσει ότι συνδετικός κρίκος όλων αυτών των ομάδων υπήρξε ένας εκ καταγωγής μεν Τσέχος, πλην όμως πιο Έλληνας από όλους αυτούς τους απνευμάτιστους ταγούς που, κορυβαντιώντας ελληνοπρεπώς, έχουν μετατρέψει, όπως πολύ εύστοχα είπε στην εμβόλιμη εισαγωγή του ο Δημήτρης Δημητριάδης, μιαν ολόκληρη πόλη σε ένα « απέραντο δυσώδες έλος». Όποια αξιόλογη εκδοτική πέτρα κι αν σηκώσεις σ’ αυτήν την κατσιασμένη γη , έργον χειρός του μερακλή γραφίστα Καρόλου Τσίζεκ είναι, που συν τοις άλλοις έχει και τη δωρεά μιας πολύπλευρης καλλιτεχνικής ανησυχίας: είναι ζωγράφος , μεταφραστής, πεζογράφος και ποιητής… Να’ ναι καλά, να τον χαιρόμαστε για το πείσμον ( σωματικό, ψυχικό και καλλιτεχνικό ) θάλλος του…
ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ
Στην κατοχή, όταν κόβαμε στη μέση
το κάθε σπίρτο μ’ ένα ξυραφάκι,
προνόμιο ήταν των λίγων το λαδάκι
και το ψωμί θεόσταλτο πεσκέσι
κι εμείς ξερά νερόβραστα μπιζέλια
τρώγαμε, αν και γεμάτα ακαθαρσίες,
φοιτητές νηστικοί, νεαροί παρίες,
μα όχι σκυλιά με την ουρά στα σκέλια,
φρόντιζα ώστε στη λέσχη να καθίσω
πάντοτε, όταν μπορούσα, αντικριστά σου,
με ελπίδα την παρήγορη ομορφιά σου
το πιάτο της ντροπής να λησμονήσω.
Τα ανταριασμένα χρόνια έχουν περάσει,
μα και απ’ την ομορφιά σου τι έχει μείνει;
Τώρα τρώει κανείς καλά και πίνει,
όμως τα ιδανικά του έχει ξεχάσει.
«Τον μήνα πόσα; Έχεις δικό σου σπίτι;
Η γυναίκα σου εργάζεται;», ρωτούνε
οι τέως «συναγωνιστές», όταν σε δούνε.
Του χρόνου ο ποταμός ρέει σε άλλη κοίτη.
Τι νόημα έχει η ζωή- κι ας υποφέρεις
αν δεν την τρέφει ένα όραμα θεσπέσιο,
κι ας είναι πενιχρό το σιτηρέσιο,
παρά τι άλλο να ελπίσεις να μην ξέρεις.
Στην κατοχή, όταν κόβαμε στη μέση
το κάθε σπίρτο μ’ ένα ξυραφάκι,
προνόμιο ήταν των λίγων το λαδάκι
και το ψωμί θεόσταλτο πεσκέσι
κι εμείς ξερά νερόβραστα μπιζέλια
τρώγαμε, αν και γεμάτα ακαθαρσίες,
φοιτητές νηστικοί, νεαροί παρίες,
μα όχι σκυλιά με την ουρά στα σκέλια,
φρόντιζα ώστε στη λέσχη να καθίσω
πάντοτε, όταν μπορούσα, αντικριστά σου,
με ελπίδα την παρήγορη ομορφιά σου
το πιάτο της ντροπής να λησμονήσω.
Τα ανταριασμένα χρόνια έχουν περάσει,
μα και απ’ την ομορφιά σου τι έχει μείνει;
Τώρα τρώει κανείς καλά και πίνει,
όμως τα ιδανικά του έχει ξεχάσει.
«Τον μήνα πόσα; Έχεις δικό σου σπίτι;
Η γυναίκα σου εργάζεται;», ρωτούνε
οι τέως «συναγωνιστές», όταν σε δούνε.
Του χρόνου ο ποταμός ρέει σε άλλη κοίτη.
Τι νόημα έχει η ζωή- κι ας υποφέρεις
αν δεν την τρέφει ένα όραμα θεσπέσιο,
κι ας είναι πενιχρό το σιτηρέσιο,
παρά τι άλλο να ελπίσεις να μην ξέρεις.
Κάρολος Τσίζεκ
Περιοδικό Νέα Εστία, τχ.1791/ 2006
Περιοδικό Νέα Εστία, τχ.1791/ 2006